«Εμπήκε στο τραίνο από τον σταθμό του Θησείου.
Άνθρωπος του λαού, μεσόκοπος, παρεπίδημος ίσως, ποιος ξέρει από ποίαν μακρυνήν επαρχίαν, φέρνοντας μαζή του, μέσα στο αθηναϊκόν περιβάλλον, τον αέρα -έναν αέρα απλότητος και εγκαρδιότητος- άλλων τόπων.
Ροδοκόκκινος, καλοθρεμμένος, πρόσχαρος, με ύφος ανθρώπου καλοζωισμένου και έχοντος την καλλιτέραν ιδέαν περί του κόσμου και των άλλων ανθρώπων. Ένα φλογώδες γαρύφαλλο, περασμένο σε μια κουμπότρυπα του γελέκου του -σακκάκι μ' αυτή τη ζέστη, δεν υπήρχε-, επρόσθετε κάποιον τόνον λαϊκής γκαλαντερί στον γηραλέον, που έφερεν υπερήφανα τα χρόνια του, χωρίς να φαίνεται ότι προσέχει στο βάρος των.
-Καλημέρα σας! είπε μεγαλοφώνως, χαιρετώντας από την πόρτα τους άλλους επιβάτας. Και χρόνια πολλά!
Κανένας δεν του ανταπέδωσε τον απροσδόκητον χαιρετισμόν. Βλέμματα περίεργα υψώθησαν, μειδιάματα εχαράχθησαν, κάποιο ψιθυρισμοί αντηλλάγησαν και ο κύκλος της αδιαφορίας έκλεισε πάλιν γύρω του, ενώ ο περίεργος νεοφερμένος καταλάμβανε την θέσιν του, ξαφνιασμένος κάπως από την ανεξήγητην γι'αυτόν υποδοχήν των ευγενώς και καλοντυμένων ανθρώπων.
Σε κάποιο βλέμμα επιβάτου, που έπεσεν επάνω του, εμάντευε κανείς την ομαδικήν απάντησιν όλων των άλλων προς τον σχετλιασμόν του αφελούς:
-Είχαμε ανάγκη από την καλημέρα σου, χριστιανέ μου; Και από τα "χρόνια πολλά σου"; Που σε είδαμε, που σε ξέρουμε; Μήπως σε είδαμε και χθες;
Μήπως θα σε ξαναϊδούμε κι'αύριο; Από που κι'ως που αυτή η οικειότης; Στο σπίτι σου μπήκες εδώ μέσα ή στο σπίτι του ξαδέρφου σου; Εδώ είνε σιδηρόδρομος.
Οι άνθρωποι μπαίνουν και κάθονται. Οι χαιρετούρες και τα "χρόνια πολλά" είνε περιττά. Μπορούνε να λείπουν χριστιανέ μου. Αλλά πού να μάθης να φέρνεσαι, κακομοίρη.
Το πρωτόκολλον όμως της καλής συμπεριφοράς του απλοϊκού ανθρώπου είχεν εντελώς διαφορετικούς κανόνας:
-Γιατί δηλαδή κύριοι; Έκανα λάθος λοιπόν που σας είπα την καλημέρα και τα "χρόνια πολλά", ημέρα που είνε σήμερα της Παναγίας;
Έπρεπε να μπω σαν το γαϊδούρι εδωμέσα; Μέσα στο ίδιο μέρος βρεθήκαμε όλοι μας, δίπλα καθόμαστε, παρέα κάνουμε, χριστιανοί είμαστε όλοι, την ίδια Παναγία προσκυνούμε. Τι με κυττάτε; Έτσι τώχετε εσείς εδώ στην Αθήνα; Αυτή είνε η ευγένειά σας; Με συμπαθάτε χριστιανοί μου.
Δύο αντίθετα πρωτόκολλα είχαν συγκρουσθή. Το ένα της ψυχράς τυπικότητας και της στεγνής εθιμοτυπίας.
Το άλλο της αφελούς εγκαρδιότητας και των αδελφικών τρόπων. Μπορεί ν' ακολουθούμεν το πρώτον. Αλλά θα ήτο λάθος μας να μη συγκινούμεθα από το δεύτερον».
(Χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα στην "Εστία", Αύγουστος 1929)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου