Του Άδη τα θεμέλια τρίζουν τα πετρωμένα
Ποιος τα πικρά κάνει γλυκά, τ' άγρια μερωμένα;
Πούθε το φως που έρχεται και νύχτα ξεκλειδώνει;
Τις πύλες ποιος διαπερνά και ξάφνου ξημερώνει;
Σαλεύουν των νεκρών σκιές να δούν το νιοφερμένο
Θυμίζει τους τον Ηρακλή, άντρα ανδρειωμένο
και Οδυσσέα που 'φθασε εκεί για να ρωτήσει
πώς στην Ιθάκη το μπορεί μια μέρα να γυρίσει.
Μα τούτος είναι από φως και όπλα δεν κατέχει
Σπαθιά και τόξα, ρόπαλα, επάνω του δεν έχει
Δυο ξύλα μόνο σταυρωτά κρατά στο 'να του χέρι
Είναι σε όλους άγνωστος, κανένας δεν τον ξέρει.
-Μεριάστε, λέει μια φωνή που 'ρχεται από τα βάθη,
Γνωρίζω την περπατησιά κι ας έχω κακοπάθει.
Θυμάμαι από την Εδέμ, πώς αλαφροπατούσε
Εκείνος που με έπλασε και τόσο μ' αγαπούσε
Φυλακισμένοι φίλοι μου, αν ήρθε ο Θεός μου,
όλοι λευθερωθήκαμε! Αυτός είναι το φως μου
και φως δικό σας, φίλοι μου! Χαρήτε και γλεντήστε!
Ήρθε για μένα και για σας. Να τον προϋπαντήστε!
Είναι ο ελευθερωτής που θάνατο σκοτώνει
Ελάτε, συγκατάδικοι, νομίζω πως ζυγώνει.
-Που 'σαι, Αδάμ, πρωτόπλαστε, ρωτά ο Φωτισμένος
Που 'σαι σπλάχνο των σπλάχνων μου κι ο πιο ξεριζωμένος;
-Ο Κύριός μου και Θεός, ας είναι τώρα μ' όλους!
-Πρώτα εσένα θα 'θελα στου ουρανού τους θόλους,
του απαντά ο Κύριος και πιάνει του το χέρι
Τώρα, τη δεύτερη ζωή ο Πλάστης σού προσφέρει
Ξύπνα από τον ύπνο σου, σήκω και μη κοιμάσαι
Ανάστηθι απ' τους νεκρούς, τίποτα μη φοβάσαι
Ήσουν παιδί μου κι έγινα για χάρη σου παιδί σου
Χάρη των απογόνων σου και της καταγωγής σου
Φυλακισμένα μου παιδιά, ελάτε προς το Φως σας
Αφήστε το σκοτάδι σας, ελάτε στο Θεός σας
Αδάμ μου, σε παρακαλώ μα και σε διατάσω
σήκω από τον ύπνο σου! Θέλω να σε χορτάσω!
Δε σ' έπλασα για φυλακή και κάτεργα του Άδη
Αγαπημένο πλάσμα μου, βγες από το σκοτάδι
Σήκω μορφή που σ' έπλασα ίδια με τη δική μου
Ώρα να φύγουμε μαζί! Έλα λοιπόν, παιδί μου!
Ένα μ' εμένα έγινες κι εγώ μ' εσένα ένα
Κατέβηκα κάτω στη γη κι ήρθα στα μαύρα ξένα
απ' τους γαλάζιους ουρανούς και τον Θεό πατέρα
κι έγινα άνθρωπος θνητός σε φάτνη μία μέρα
Για σένα παραδόθηκα, που βγήκες απ' τον κήπο,
μέσα σε κήπο. Γνώριζα πόσο πολύ σου λείπω.
Κοίταξε τα φτυσίματα πάνω στο πρόσωπό μου
Για σένα τα υπέμεινα, τον πρώτο άνθρωπό μου
που του εμφύσησα πνοή. Τα μάγουλά μου, κοίτα
που δέχθηκαν ραπίσματα, ώστε την πρώτη ήττα
που τη μορφή σου χάλασε, εγώ να εξαλείψω
Στη ράχη με μαστίγωσαν, κοίταξε τα σημάδια
για να σκορπίσω των λαθών τα βάρη τα ρημάδια
Τα χέρια μου τρυπήθηκαν από καρφιά σε ξύλο
για σένα που το χέρι σου το άπλωσες στο μήλο
Χολή για το χατίρι σου γεύτηκα, να γιατρέψω
την πίκρα κείνου του καρπού και να τη μεταστρεψω
Απ' το πικρό κι αφύσικο θανάτου το ποτήρι
για να σε βγάλω, άφησα και ξύδι να με δείρει
Σφουγγάρι καταδέχθηκα για να μπορώ να σβήσω
χειρόγραφο αμαρτιών κι όρθιο να σε στήσω
Για την απελευθέρωση του ανθρωπίνου γένους,
να υπογράψω έπρεπε, κι έτσι, όλου του μένους
την ειρωνία κράτησα πάνω σ' ένα καλάμι
Και στο Σταυρό τον ξύλινο, ασήμι και μαλάμι
δεν βρήκα, μόνο θάνατο κοιμήθηκα κει πάνω
κι ας έκλαιγαν οι ουρανοί, τα κάτω και τα άνω,
ώστε με λόγχη την πλευρά κάποιος να με τρυπήσει
για σένα, που την Εύα σου, ενώ σ' είχα κοιμίσει,
απ' την πλευρά σου έβγαλα κι άφησα πληγωμενο
Και η πλευρά μου γιάτρεψε τον πόνο σου. Θα μένω
κοντά σου, μέχρι τη στιγμή που ύπνος σε ξοδιάζει
Η λόγχη που με τρύπησε, κοίταξε πώς ντροπιάζει
ρομφαία που σου έκλεινε πόρτα του Παραδείσου
Σήκω, λοιπόν, να φύγουμε! Έλα! Το φως μου ντύσου!
Κι αν κάποτε σε έδιωξα από της γης τον κήπο
τώρα σε αποκαθιστώ κι ένα μόνο θα είπω:
Θρόνο θα 'χεις ουράνιο, ω φως των οφθαλμών μου
δικό σου Εγώ ποίημα, μέλος εσύ ψαλμών μου
Β.Ν
(Εμπνευσμένο από το κείμενο του Αγ. Επιφάνιου Κύπρου «Λόγος εις την Θεόσωμον Ταφήν του Κυρίου»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου