Ένα ποίημα, θρήνος, για την χαμένη γιορτή στο Προκόπι της Καππαδοκίας, του οσίου Ιωάννου του Ρώσου ,γραμμένο από τον Καππαδόκη Γεώργιο Ισαακίδη.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Του Οσίου η πανήγυρη η μεγάλη και αγία
γιατί μας είναι πάντοτε μεγάλη νοσταλγία;
Ο νους γοργόφτερος πετά στη δόλια μας πατρίδα εκεί που πρωτοείδαμε του ήλιου την αχτίδα.
Με τι λαχτάρα κάποτε ξημέρωνε εκεί πέρα
του Αιγιάννη μας αυτή η δοξασμένη μέρα.
Λαμποκοπούσε η εκκλησιά καλλίφωνοι ψαλτάδες, χρυσοντυμένοι Διάκοι μας, Δεσπότης και παπάδες τους θόλους μας τους γέμιζαν με θεία μελωδία,
στους ουρανούς υψώνονταν του λιβανιού ευωδία.
Σα χείμαρροι πλημμύριζαν οι Χριστιανοί τους δρόμους το άγιό μας λείψανο σηκώνανε στους ώμους .
Χιλιάδες οι προσκυνητές από τα περίχωρά μας με ενθουσιασμό δυνάμωναν τη ζέστη τη χαρά μας.
Μα τώρα... μια ανάμνηση απ΄όλα αυτά μας μένει έσβησε, πάει η γενέτειρα η τρισονειρεμμένη ..
χειμωνιά
κι΄απονιά
έλιωσε η γη ..στην ανταλλαγή..
Φώλιασε στη καρδούλα μας η μαύρη νοσταλγία
και το παράπονο ξεσπά σε θρήνους κι΄ελεγεία .
Σα σίφουνας επέρασε, καταστροφής το χέρι
συντρίμματα στις εκκλησιές, χαλάσματα έχει φέρει .
Πέσανε χάμου μπρούμητα πελώριοί μας στύλοι κι απάνω τους μοιρολογεί του γλύπτου των η σμίλη .
Παύσανε οι ύμνοι κι΄οι ωδές, ξεράθηκαν τα βάγια στις χαλασμένες εκκλησιές κουρνιάζει κουκουβάγια.
(Από το όμορφο βιβλίο του Λάζαρου Ευπραξιάδη "ΠΡΟΚΟΠΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ" Θεσσαλονίκη 1974)
Του Οσίου η πανήγυρη η μεγάλη και αγία
γιατί μας είναι πάντοτε μεγάλη νοσταλγία;
Ο νους γοργόφτερος πετά στη δόλια μας πατρίδα εκεί που πρωτοείδαμε του ήλιου την αχτίδα.
Με τι λαχτάρα κάποτε ξημέρωνε εκεί πέρα
του Αιγιάννη μας αυτή η δοξασμένη μέρα.
Λαμποκοπούσε η εκκλησιά καλλίφωνοι ψαλτάδες, χρυσοντυμένοι Διάκοι μας, Δεσπότης και παπάδες τους θόλους μας τους γέμιζαν με θεία μελωδία,
στους ουρανούς υψώνονταν του λιβανιού ευωδία.
Σα χείμαρροι πλημμύριζαν οι Χριστιανοί τους δρόμους το άγιό μας λείψανο σηκώνανε στους ώμους .
Χιλιάδες οι προσκυνητές από τα περίχωρά μας με ενθουσιασμό δυνάμωναν τη ζέστη τη χαρά μας.
Μα τώρα... μια ανάμνηση απ΄όλα αυτά μας μένει έσβησε, πάει η γενέτειρα η τρισονειρεμμένη ..
χειμωνιά
κι΄απονιά
έλιωσε η γη ..στην ανταλλαγή..
Φώλιασε στη καρδούλα μας η μαύρη νοσταλγία
και το παράπονο ξεσπά σε θρήνους κι΄ελεγεία .
Σα σίφουνας επέρασε, καταστροφής το χέρι
συντρίμματα στις εκκλησιές, χαλάσματα έχει φέρει .
Πέσανε χάμου μπρούμητα πελώριοί μας στύλοι κι απάνω τους μοιρολογεί του γλύπτου των η σμίλη .
Παύσανε οι ύμνοι κι΄οι ωδές, ξεράθηκαν τα βάγια στις χαλασμένες εκκλησιές κουρνιάζει κουκουβάγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου