Στο Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ αναφέρεται ότι από τους Χριστιανούς, όσοι μεν είχαν συλληφθεί σφαγιάζονταν, όσοι όμως έφευγαν κρύβονταν στα όρη, για όσο διάστημα χρειαζόταν. Έτσι και η μητέρα του Κοδράτου, που καταγόταν από την πόλη των Κορινθίων, έφυγε για το όρος και κρυβόταν.
Και καθώς ήταν έγκυος, γέννησε υιό που τον ονόμασε Κοδράτο. Στην συνέχεια, αφού έζησε για λίγο, πέθανε, εγκαταλείποντας τον υιό της βρέφος. Αυτός τρεφόταν από τα νέφη που συνενώνονταν επάνω από αυτόν και τον πότιζαν. Ο Κοδράτος, αφού μεγάλωσε, δίδασκε την Χριστιανική πίστη στον Άνεκτο, τον Κρήσκεντα, τον Κυπριανό, τον Παύλο και τον Διονύσιο, που είχαν στο μεταξύ καταφύγει κοντά του.
Έτσι εισήλθαν οι Άγιοι Μάρτυρες στη χαρά της Βασιλείας του Θεού και Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μάρτυρας Διονύσιος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα της Κορίνθου ότι δεν υπακούει στην διαταγή των βασιλέων και ότι περιφρονεί τους θεούς, κηρύττοντας κάποιον άλλον Θεό Εσταυρωμένο και λέγοντας ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός του ουρανού και της γης και της θάλασσας και όλων όσων υπάρχουν μέσα σε αυτά, Αυτός που πρόκειται να έλθει από τον ουρανό και να κρίνει με δόξα ζωντανούς και νεκρούς και να ανταποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του.
Όμως ο Μάρτυρας του Χριστού Διονύσιος ομολογούσε τον Χριστό με μεγάλη φωνή. Έτσι σφαγιάσθηκε με μαχαίρι και τελειώθηκε ο πρόσκαιρος βίος του.
Ήχος α’. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Εξάριθμος χορός, των Χριστού Αθλοφόρων, υμνείσθω ευσεθώς, μελωδίαις ασμάτων, Κοδράτος και Άνεκτος, Παύλος και Διονύσιος, και συν Κρήσκεντι, Κυπριανός ο θεόφρων την Τριάδα γαρ, διηνεκώς δυσωπούσιν, υπέρ των ψυχών ημών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου