Ακόμα και όταν ήταν πολύ μικρό παιδί, ο άγιος Βασίλειος συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία κάθε φορά που μπορούσε. Αγαπούσε το σπίτι του Θεού και ήθελε να είναι εκεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος.
Εκείνες τις ημέρες, όταν ένα αγόρι ήταν δώδεκα χρονών, μπορούσε να γίνει παραγιός. Ένας παραγιός είναι κάποιος που εργάζεται για μια επιχείρηση, χωρίς πληρωμή, μόνο για να μάθει την τέχνη. Το αφεντικό πληρώνει τον πατέρα του παιδιού ένα ορισμένο ποσό και στη συνέχεια παρέχει στο παιδί φαγητό και ένα μέρος για να ζει.
Επειδή η οικογένεια του Βασίλειου ήταν πολύ φτωχή, συμφώνησε να γίνει κι αυτός παραγιός. Ο άγιος έγινε παραγιός ενός εμπόρου στην πόλη Mangazeya της Σιβηρίας.
Το αφεντικό άρχισε να μισεί τον Βασίλειο. Ήταν εξοργισμένος που εκείνος δεν υπέκυπτε στην σατανική επιθυμία του, και μισούσε την προσευχητική, ευσεβή ζωή του Βασίλειου. Μισούσε τον Βασίλειο ιδιαίτερα για την πράη και ταπεινή προσωπικότητά του. Αλλά όσο και αν αυτός καταδίωκε και κακομεταχειριζόταν το αθώο παλικάρι, ο άγιος Βασίλειος συνέχισε να εκτελεί πιστά και και ειλικρινά όλα τα καθήκοντα και τις ευθύνες του.
Τέλος, οι διώξεις και οι συκοφαντίες έφτασαν σε φοβερό σημείο. Κατά τη διάρκεια του όρθρου του Πάσχα, ληστές λήστεψαν το κατάστημα στο οποίο εργαζόταν ο Βασίλειος. Το αφεντικό, ανακαλύπτοντας την κλοπή, πήγε στον διοικητή και κατήγγειλε την κλοπή. Στη συνέχεια, όμως, συνέβη μια τρομερή πράξη: ο έμπορος μισούσε τον Βασίλειο τόσο πολύ και η κακία είχα αποκτήσει τέτοια ισχύ μέσα του, που κατηγόρησε επισήμως τον αθώο ως τον ληστή.
Έτσι, την ημέρα του λαμπρού Πάσχα του Χριστού, όταν η Εκκλησία καλεί όλους τους ανθρώπους στην ειρήνη και την αγάπη, αυτό το αθώο, θεοφοβούμενο παιδί προδόθηκε από ένα ψευδομάρτυρα, όπως ακριβώς ο Χριστός είχε προδοθεί από ψευδομάρτυρες. Ο διοικητής ούτε που διερεύνησε τις κατηγορίες. Έστειλε αξιωματικούς να συλλάβουν τον άγιο Βασίλειο και να τον σύρουν έξω από την εκκλησία. Ο διοικητής μαζί με το αφεντικό του Βασίλειου άρχισαν να βασανίζουν το αγόρι, προκειμένου να του αποσπάσουν μια ομολογία. Παρά όλα τα άγρια βασανιστήρια, ο μακάριος μόνο απαντούσε με πραότητα: «Είμαι αθώος».
Η γεμάτη πραότητα και ταπεινοφροσύνη χριστοειδής καρτερικότητα και η ειρηνική απόκριση του νεαρού αγίου εξόργισε τον πονηρό έμπορο ακόμη περισσότερο. Τελικά, τον έπιασε μια κρίση δαιμονικής μανίας και κοπάνησε τον αθώο παρθένο στο κεφάλι με μια βαριά αλυσίδα κλειδιών. Ο άγιος Βασίλειος έπεσε στο πάτωμα, αναστέναξε βαριά και παρέδωσε την καθαρή ψυχή του στα χέρια του Κυρίου, την ημέρα του φαεσφόρου Πάσχα του Χριστού, το έτος 1600.
Για να κρύψουν το απεχθές αυτό έγκλημα, ο διοικητής, κ. Πούσκιν, και ο αλλόφρονας από το πάθος έμπορος, έβαλαν το σώμα του αγίου μάρτυρα σε ένα τραχύ φέρετρο και το βύθισαν σε έναν κοντινό βάλτο, βάζοντας πέτρες για βαρίδια.
Φήμες σχετικά με τη στυγνή δολοφονία κυκλοφόρησαν στην πόλη της Mangazeya σχεδόν αμέσως μετά το περιστατικό, αλλά ο Θεός επέλεξε να αποκρύψει τα ιερά λείψανα του αγίου Του για πενήντα δύο χρόνια.
Τότε, το φέρετρο του αγίου ανέβηκε σιγά-σιγά στην επιφάνεια της λάσπης. Ένας ευλαβής τοξότης, ο Στέφανος Shiryaev, παρατήρησε το φέρετρο, αλλά δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό. Ο άγιος Βασίλειος τού εμφανίστηκε σε όνειρο και του είπε να ανοίξει το φέρετρο του. Όλη η ιστορία του μαρτυρίου του αγίου Βασιλείου έγινε γνωστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου