π. Μιλτιάδης Ζέρβας
Ἀπὸ τὴν Κρήτη παιδιὰ κάμποσα ἐπίσκεψη ἀποφάσισαν στὸ Μουσεῖο τὸ Βρετανικό.
Κι ὅταν ἀξιώθηκαν νὰ σταθοῦν μπροστὰ στὴν κόρη ἐκείνη,ποὺ πρὸ ἑτῶν πολλῶν ἀπήχθη,ἀπὸ τὸ βράχο τὸν ἱερὸ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηναίων,τὴν Καρυάτιδα εἶδαν νὰ σκιρτᾶ,καὶ τὴ φωνή της μυστικὰ ἄκουσαν γλυκὰ νὰ τοὺς λαλεῖ στὴ γλώσσα τὴ δική τους,για τὸ ποιοὶ εἶναι,κι ἀπὸ ποὺ ἔρχονται,καὶ ποὺ μποροῦν νὰ φτάσουν.
Γιὰ τὸ κάλλος καὶ τὴν ὀμορφιά τους μίλησε·γιὰ τὴν ἀρμονία καὶ τὸ μέτρο·γιὰ τὴ σοφία καὶ τὴ σύνεση·γιὰ τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν ἀρετή·γιὰ τὸ ἱερὸ καὶ τὸ ἅγιο.
Καὶ τόσο συγκινήθηκαν τὰ παιδιά,καὶ τόσο κατανύχθηκαν μὲ τὴν ἀρχοντιά τῆς κόρης,
-ἐκείνης ποὺ παράπονο δὲν ἔβγαλε άπὸ τὸ στόμα,λόγο πικρό γιὰ τὰ παθήματά της,
καὶ τὴ μεγάλη μοναξιά τῆς γῆς τῆς ξένης-ποὺ ἔμειναν σιμά της κι ἄρχισαν νὰ ψάλλουν
γιὰ ʾκείνην τὸ τραγούδι:
« Ἡ ξενιτειὰ τὸ χαίρεται,Τζιβαέρι μου,τὸ μοσχολούλουδό μου,σιγανά, σιγανά,σιγανὰ πατῶ στὴ γῆ ».
Καὶ μὲ φῶς τὸ δωμάτιο ἐπληρώθη,καὶ ἡ γεύση τῆς ἀλμύρας στὰ χείλη ἔκατσε τοῦ κοριτσιοῦ τ’ ἀρχαίου, καὶ τῆς ἐλιᾶς ἡ εὐωδιὰ τὸ λυγερό της σώμα τύλιξε.
Μὰ οἱ ὐπεύθυνοι κι οἱ εἰδικοὶ μὲ τὰ παιδιὰ γελοῦσαν συγκαταβατικά,γιατὶ τραγούδια
ἔλεγαν καὶ μουσικὲς παλιὲς σὲ μάρμαρα.
Μὲ βεβαιότητα περρισὴ ἀπ’ τὶς πολλές τους γνώσεις εἶχαν καιρὸ ἀποφανθεῖ,πὼς με τραγούδια κι ἄσματα μνημεία ἑνὸς «πολιτισμοῦ παγκόσμιου»
δὲν σώζονται·πὼς μὲ συναισθηματισμοὺς καὶ δάκρυα ἀρχαιότητες «ὑπερεθνικὲς»
δὲν διατηρούνται.
Κι οἱ ἄμοιροι τὴν πλάτη γυρίζοντας στὸ θαῦμα,τὴν κόρη δὲν εἶδαν ζωντανὴ μὲς στὰ παιδιὰ νὰ στέκει,μὲς στὸ χορό, μὲς στὴ γιορτή,μεσῆς τῆς οἰκουμένης.
Γιατὶ ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ τραγούδι δὲν ἔψαλλαν σὲ μάρμαρα νεκρά,μὰ στὴν Ἀλήθεια
ποὺ ἔλαβε σχήμα καὶ ὅψη,εἶδος καὶ κάλλος,σάρκα καὶ ὀστὰ μέσα στὴν ἱστορία.
Γιατὶ ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ,μὲ τὰ smartphones στὰ χέρια καὶ τὰ ipod στ’ αὐτιά,
ἤξεραν - μὲ ποιόν ἄραγε τρόπο; -πὼς πέτρα ψυχρὴ ἡ Καρυάτιδα δὲν εἶναι ,μὰ τοῦ δικοῦ μας τρόπου γέννημα και τῆς ψυχῆς μας κομμάτι ζωντανό
ποὺ μὲ λαχτάρα προσμένει τὴν ἐπιστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου