Δάχτυλα λερὰ ψηλαφοῦν ζωγραφιὰ σὲ τοῖχο·ἀγγίζουν τρυφερὰ τὶς μορφὲς τῶν προσώπων ποὺ εἰκονίζονται γιὰ λόγους «διαφημιστικούς»,δίπλα ἀπὸ βιτρίνα καταστήματος ἔνδυσης φίρμας καθόλου τυχαίας.
Δάχτυλα λερὰ ἑνὸς ἄνδρα κοντὰ στὰ σαράντα,ποὺ κουρέλια φορᾶ
(κάποτε θὰ τά ‘λεγες καὶ ροῦχα)·ποὺ τὰ μακριά του μαλλιὰ τά ‘χει ζημωμένα μὲ χῶμα,δηλωτικὸ πὼς γιὰ καιρὸ προσκέφαλο ἔχει κάνει τὴ γῆ.
Δάχτυλα λερὰ ἑνὸς ἀστέγου ποὺ εἶναι φανερὸ πὼς ὁ νοῦς του ἔχει δραπετεύσει,
καιρὸ τῶρα, ἀπ’ αὐτὸ ποὺ οἱ πολλοὶ καλοῦμε πραγματικότητα.
Ἴσως γι’ αὐτὸ γυρισμένα τὰ νῶτα ἔχει πρὸς τοὺς περαστικούς, ὅταν τὶς ζωγραφιὲς παρατηρεῖ καὶ θωπεύει,ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς λοξὲς ματιές καὶ τὴν ἀποστροφή,
ἐκείνων ποὺ τὸ βήμα ἀνοίγουν στὸ συναπάντημά του.
Μὲ τέτοιο βηματισμὸ βιαστικὸ πέρνῶ κι ἐγὼ ἀπὸ κοντά του,χωρὶς ν’ ἀνταλλάξουμε ματιά.Μιὰ δρασκελιὰ ἀπόσταση μᾶς χωρίζει,ὅταν φωνὴ ἀκούω νὰ λέει: «παπά».
Σταματῶ καὶ γυρνῶ.Ἐπίμονα μὲ κοιτᾶ,στρέφεται πρὸς τὴ πλευρά μου.
Βάζω τὸ χέρι στὴν τσέπη,(ἀπὸ ἀμηχανία καὶ ντροπή;)κι ἕνα κέρμα ἀναζητῶ
(γιὰ νὰ παρηγορήσω ἄραγε ἢ γιὰ νὰ ξεμπερδεύω;).
Τείνω τὸ χέρι πρὸς αὐτὸν μὲ κάποιο δισταγμό,θέλοντας τὸ ἄγγιγμά του νὰ ἀποφύγω,
κι ἐκεῖνος ἀπλώνει τὸ δικό του·παίρνει τὸ κέρμα,καὶ μὲ τὰ δάχτυλά του τὰ λερά,
κρατᾶ σφιχτὰ τὰ δικά μου γιὰ δυὸ στιγμές,ὅσο κρατάει μιὰ ἀνάσα,κι ἔπειτα τὰ ἐλευθερώνει.
Κι ἐγώ κατάλαβα,ποὺ τὸ νοῦ μου δὲν ἔχω χάσει,πὼς ἀνάγκη δὲν εἶχαν τὸ κέρμα
τὰ δάχτυλα ἐκεῖνα τὰ λερά,ἀλλὰ ἐπιθυμιά μεγάλη ἔτρεφανν’ ἀγγίξουν γιὰ δυὸ στιγμές,
γιὰ μιὰ ἀνάσα,ἕναν ἄνθρωπο ἀληθινό,κι ὄχι μόνο ζωγραφιές σὲ τοῖχο.
Καὶ τότε, ἕνας φόβος μ’ ἔπιασε,καὶ μιὰ κάποια ἀνησυχία,μήπως τελικά,
τὰ δάχτυλα ἐκεῖνα ποὺ μ’ ἀγγίξαν,ἐγὼ τὰ λέρωσα,μὲ τὸ κέρμα μου
καὶ μὲ τὴ σιχασιά μου.
π. Μιλτιάδης Ζέρβας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου