— Σήκω, γιε μου! Γάμους και πανηγύρια έχουμε. Όπως το ’θελε η καρδούλα σου και δε το ’θελε η δικιά μου η αφορεσμένη.
Μαλλιοτραβιόταν η μάνα εκεί στο τέρμα του σοκακιού. Καθισμένη κατάχαμα στο σκονισμένο καλντερίμι, με τη φούστα της να σέρνεται στη βρομιά· κρατούσε από τη μέση το σκοτωμένο γιο της και ήταν σα να τον νανούριζε. Το κεφάλι του ακουμπούσε στον κόρφο της, τα χέρια του άψυχα πηγαινοέρχονταν σε κάθε λυγμό της μάνας του.
Η λαοθάλασσα, που έτρεχε αλαφιασμένη να γλιτώσει απ’ το μαχαίρι του άπιστου, έσπρωχνε τη μάνα, κλότσαγε τα πόδια του παλικαριού, τα πάταγε. Το παλικάρι ταξίδευε σε άλλο κόσμο και δε γνοιαζόταν γι’ αυτό το ποδοπάτημα. Κι η μάνα ούτε το ’παιρνε χαμπάρι.
Οι στερνές στιγµές της καταρρέουσας Σµύρνης.
Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες απλών ανθρώπων, που ζουν στο επίκεντρο του φοβερού χαλασµού, δίνεται µε έξοχη δύναµη αναπαράστασης ο επιθανάτιος σπασµός της φλεγόµενης πόλης. Η συγγραφέας βλέπει τις φλόγες, αλλά δε σταµατά σ’ αυτές: προχωρεί στο ψυχικό ολοκαύτωµα των πρωταγωνιστών της µεγάλης καταστροφής. Της δίνεται έτσι η ευκαιρία να δηµιουργήσει τύπους αυθεντικούς, που υψώνουν το ατοµικό σε πανανθρώπινο, το επικαιρικό σε αιώνιο.
Λόγος µεστός, εικόνες καθαρές, χαρακτήρες υπαρκτοί, γλώσσα πλούσια, διάλογος ουσιαστικός, αίσθηµα βαθιάς ανθρωπιάς κάνουν τις «Μνήµες της Σµύρνης» αλησµόνητες.
-Βρείτε το βιβλίο εδώ: www.patakis.gr/bm/02357
-Φωτογραφία: Aris Roupinas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου