Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Παύλος –μας σημειώνει ο Λουκάς εις το βιβλίο των Πράξεων- «παρωξύνετο τό πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τήν πόλιν». Ένας Εβραίος δεν μπορούσε να βλέπει τα είδωλα. Ο Παύλος υπέφερε κινούμενος στα έθνη και βλέποντας τα είδωλα. Δεν μπορούσε. Αγανακτούσε. Και εδώ λέγει «παρωξύνετο». Πώς θα το εξηγήσουμε αυτό το «παρωξύνετο»; Παραξενευότανε, επαναστατούσε· «θεωροῦντι», όταν έβλεπε να είναι η πόλις των Αθηνών κατείδωλος, γεμάτη από είδωλα. Μάλιστα πολλοί Αθηναίοι φιλοτεχνούσαν, δηλαδή παρήγγελλαν αγάλματα διαφόρων θεοτήτων και τα ‘βαζαν και εις τα πεζοδρόμια τους και εις τους κήπους των κ.λπ. Ώστε είπε κάποιος σύγχρονος ότι οι θεοί στην Αθήνα ήσαν πιο πολλοί από τους Αθηναίους…
Εάν επανήρχετο, όμως, ο Παύλος, σήμερα στην Ελλάδα, ύστερα από είκοσι, αγαπητοί μου, αιώνες, και ανέβαινε επάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών, πώς θα την έβλεπε την Αθήνα και γενικότερα την Ελλάδα και πώς θα την χαρακτήριζε;
Σήμερα, αγαπητοί μου, θα είχαμε πάλι ανάγκη να μας πει για τον άγνωστο Θεό. Γιατί υπάρχει τόσο η αθεΐα -κάτι χειρότερο από τότε, δεν υπήρχε τότε η αθεΐα, υπήρχε η ειδωλολατρία· και όπως σας είπα, επήνεσε ο Παύλος την θρησκευτικότητα των Αθηναίων:
«Σας βλέπω», λέει, «ότι είσαστε οι πιο θρησκευτικοί. Από όλους τους Έλληνες». Σήμερα όμως δεν έχουμε την ειδωλολατρία απλώς, έχουμε και την αθεΐα. Δεν πιστεύουμε σε τίποτα. Αυτό είναι το δυστύχημά μας. Συνεπώς έχουμε αγνωσίαν Θεού. Ναι. Αγνωσία Θεού. Δεν ξέρουμε τον Θεό. Να πω για τους Χριστιανούς μας; Θα ‘λεγε κάποιος:
«Ε! Γνωρίζουμε τον Θεό». Τι γνωρίζουμε; Μπορούμε να πούμε στοιχειώδη πράγματα για τον Θεό; Εδώ δεν πιστεύουμε – πολλοί Χριστιανοί…- πρώτα πρώτα το Τριαδικό του Θεού. Δεν πιστεύουμε στην πρόνοια του Θεού. Νομίζουμε ότι ο Θεός είναι σαν τα μούτρα μας- επιτρέψατέ μου να μιλήσω έτσι, όταν μπορούμε να λέμε εκφράσεις περίεργες και ποικίλες:
«Τι να σου κάνει ο Θεός; Ποιον να πρωτοκοιτάξει…», λέμε στη λαϊκή μας γλώσσα. Ποιον να πρωτοκοιτάξει; Δηλαδή τι είναι ο Θεός;