Πρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος
Μετά φόβου Θεού αλλά και με θερμή παράκληση προς τον Θεό να με φωτίσει να εκφράσω σωστά το πιο σημαντικό βίωμα μου˙ τη μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία.
Ο παππούς μου, Ιταλός στην καταγωγή, από την Σικελία και αρχιτέκτονας στο επάγγελμα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Σουλτάνος τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη για να κτίσει δημόσια κτήρια. Στη Θεσσαλονίκη, η οποία ανήκε τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έζησε εώς το τέλος της ζωής του. Ένα από τα οκτώ παιδιά του ήταν ο πατέρας μου. Κι εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα και δημιούργησα οικογένεια. Από παιδί προσπαθούσα να ανταποκρίνομαι στα θρησκευτικά μου καθήκοντα.
Καθώς φοιτούσα στο γαλλικό σχολείο Δελασάλ, η κατήχηση ήταν απαραίτητη, διότι την επιμέλεια του σχολείου την είχαν μοναχοί καθολικοί. Κάποια ημέρα κατέφθασε ένας καθολικός ιερέας και έκανε συζήτηση με έφηβους καθολικούς.
Κάλεσαν κι εμένα. Κατά τη συζήτηση με ρώτησε αν θέλω να γίνω ιερέας. Απάντησα αρνητικά. Παρόλο πού με συγκίνησε η πρόταση, αρνήθηκα.
Σπούδασα ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και νυμφεύτηκα Ελληνίδα ορθόδοξη. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε προστριβές εξαιτίας της διαφορετικότητάς μας στο δόγμα. Μετά τον γάμο βρεθήκαμε στην Ελβετία, όπου άνοιξα ιατρείο. Εκεί αποκτήσαμε δύο κόρες οι οποίες βαπτίστηκαν καθολικές. Συνολικά ζήσαμε στην Ελβετία ένδεκα χρόνια. Αποτέλεσμα της διαμονής μας στην Ελβετία ήταν να χαλαρώσουμε κάπως στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός όμως μας λυπήθηκε, μας κάλεσε κοντά Του, και μας υπενθύμισε ότι δίχως αγώνα θα μείνουμε εκτός νυμφώνος. Αλλά πως μας κάλεσε, ας με φωτίσει ο Πανάγαθος, να σας το μεταφέρω σωστά στη συνέχεια.
Έπειτα από ένδεκα χρόνια ξενιτειάς επιστρέψαμε στην πατρίδα. Κατοικία και ιατρείο στη Θεσσαλονίκη. Παρόλο πού όλα πήγαιναν πολύ καλά, μετά από τέσσερα χρόνια αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στα Ν. Μουδανιά Χαλκιδικής. Αυτό έγινε, διότι μας συνέβη κάτι εντελώς ξαφνικό και ανεξήγητο. Και σήμερα ακόμη απορούμε. Προσωπικά όμως αναρωτιέμαι, αν δεν γινόταν όλα αυτά, πώς θα γνώριζα την Ορθοδοξία. Το σχέδιο όμως του Θεού προχωρούσε και μας έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε.
Εκείνο τον καιρό η παρουσία της Παναγίας άρχισε να γίνεται πιο αισθητή στο σπίτι μας με το εξής περιστατικό: Ο Θεός πήρε τη γιαγιά της συζύγου μου και στο σπίτι μας ήλθε η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας. Την εικόνα ο παππούς της τη βρήκε με θαύμα, θαμμένη στη γη. Η σύζυγος μεγάλωσε με την παρουσία αυτής της εικόνας και εζησε κάποια θαύματά της και εν συνεχεία αισθανθήκαμε και οικογενειακώς τη χάρη Της. Η Παναγία Οδηγήτρια με τη χάρη Της και την πρεσβεία Της με βοήθησε να βάλω τέλος στην άναζήτησή μου, αν δηλαδή θα παραμείνω καθολικός ή θα μεταστραφώ στην Ορθοδοξία. Πώς έγινε αυτό, θα το δούμε πιο κάτω.
Οι κόρες μου φοιτούσαν στα μέσα του Δημοτικού Σχολείου. Για εκκλησιασμό τις πήγαινα, οσο ήταν δυνατόν, στην καθολική εκκλησία στη Θεσσαλονίκη. Για δε την εξομολόγηση ερχόταν καθολικός ιερέας για τους καθολικούς της γύρω περιοχής και η εξομολόγηση γινόταν στο ιατρείο.
Επειδή με τη σύζυγο από παιδιά παρακολουθήσαμε κατηχητικό σχολείο, αποφασίσαμε να στείλουμε και τις κόρες μας. Δέχτηκα να πανε στα Μουδανιά, εάν τις δέχονταν ως καθολικές πού ήταν. Δεν είχε όμως τότε για παιδιά. Μία κυρία όμως είπε στη σύζυγο: «Αν θέλετε να ακούσετε λόγο Θεού, κάθε Σάββατο στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής ομιλεί ο Γέροντας π. Γρηγόριος.
Ήταν καλοκαίρι και πήγαμε οικογενειακώς. Όλα πρωτόγνωρα για μας. Πολύς κόσμος στο προαύλιο, οπού θα γινόταν η ομιλία. Με πολλή προσοχή, ίσως και με περιέργεια παρακολουθήσαμε την ομιλία. Πιστεύουμε οτι όσα ακούσαμε εκείνη την ημέρα δεν ήταν τυχαία, αλλά θέλημα Θεού. Πιστέψαμε οτι αυτή η ομιλία εγινε ειδικά για μας. Ο Θεός μας καθοδήγησε σ’ αυτή την ομιλία για να προβληματιστώ και ν’ αρχίσω την αναζήτηση και μάλιστα με έντονο ενδιαφέρον.
Ο σεβαστός Γέροντας αναφέρθηκε στο Άγιον Όρος και στην ιστορία του. Ήταν συγκλονιστικό για μένα και τη σύζυγο μου. Οι κόρες δεν πολυκαταλάβαιναν λόγω της ηλικίας τους. Το συγκλονιστικό ήταν η περιγραφή της εισβολής των Λατίνων Καθολικών στο Άγιον Όρος επί Βέκκου (Πατριάρχου) και της άσχημης συμπεριφοράς τους απέναντι στα Μοναστήρια και τους μοναχούς οι οποίοι δεν δέχονταν να συνλειτουργήσουν μαζί τους. Με κατέπληξε ο Γέροντας, γιατί μιλούσε με ηρεμία και με πόνο ψυχής.
Επίσης αναφέρθηκε και σε κάποιες διαφορές μας που δεν επιτρέπουν τη συλλειτουργία και την συμπροσευχή, διαφορές που επήλθαν μετά το Σχίσμα, αφού οι Καθολικοί κατήργησαν ή αλλοίωσαν κάποιες παραδόσεις της Χριστιανικής πίστεως. Εδώ κάνω μία επισήμανση σχετικά με την καθολικισμό. Όταν ήμουν μικρό παιδί και εμείς οι καθολικοί νηστεύαμε. Αλλά κάποια στιγμή, δεν ενθυμούμαι χρονολογία, με την ευλογία του Πάπα η νηστεία καταργήθηκε. Επίσης, όταν θέλαμε να κοινωνήσουμε, πηγαίναμε στη Θεία Λειτουργία νηστικοί. Αλλά και αυτό καταργήθηκε.
Επανέρχομαι όμως στην ομιλία. Η σύζυγος μου, όπως μου έξήγησε μετά, τα αντιμετώπισε όλα ως εξής: Όταν άκουσε τα των καθολικών σκέφτηκε εμένα και με κοίταξε για να δει την αντίδρασή μου. Με είδε να ακούω με ένδιαφέρον. Έκανε όμως τον λογισμό ότι δεν θα τους πήγαινα ξανά εκεί. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο για την επιστροφή περίμενε να ακούσει την αντίδραση μου. Εγώ όμως της είπα πως ότι εχουμε τόσες διαφορές. Πρέπει να συζητήσω με κάποιον ειδικό και να μου πει ακόμη τι πρέπει να διαβάσω για να πληροφορηθώ τα πάντα. Και αυτό έπραξα. Συζήτησα με Γέροντες και προμηθεύτηκα τα σχετικά βιβλία. Για τον λόγο αυτό επισκεφτήκαμε ορθόδοξα μοναστήρια.
Όταν μάθαινα κάποια αλήθεια σχετική με τις διαφορές μας, η οποία δεν άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης, αισθανόμουν λύπη, αλλά και ικανοποίηση. Η χριστιανική πίστη ξανοιγόταν μπροστά μου, όπως ο Χριστός μας τη δίδαξε και όπως οι Πατέρες μας την παρέδωσαν.
Αλλά ο Θεός μου έδωσε και μία τελευταία ευκαιρία να βιώσω κι άλλες καταστάσεις σχετικές με το θέμα για να βγάλω και μόνος μου συμπεράσματα, αλλά και να αντιδράσω δικαιολογημένα.
Η επόμενη κίνησή μας ήταν η εξής: Εγκατασταθήκαμε στη Γαλλία μετά από τα τέσσερα χρόνια πού ήμασταν στα Μουδανιά. Θα εκφραστώ κάπως επιγραμματικά, διότι πολλές καταστάσεις είναι προσωπικές.
Στη Γαλλία παραμονές μεγάλης εορτής πήγα με τις κόρες για εξομολόγηση στην καθολική εκκλησία. Αντικρίσαμε αρκετά άτομα στο κέντρο της Εκκλησίας και τον ιερέα μπροστά τους. Τον πλησίασα και του είπα ότι θέλουμε να εξομολογηθούμε. Μας υπέδειξε να καθήσουμε κοντά στους άλλους. Μα του είπα, εάν όλοι αυτοί είναι για εξομολόγηση θα αργήσουμε πολύ. Όχι μου λέει. Θα τελειώσουμε αμέσως και μας εξήγησε. Θα καθήσετε και όλοι σας θα λέτε τις αμαρτίες σας από μέσα σας κι εγώ θα διαβάσω την συγχωρητική ευχή. Έμεινα άφωνος. Εγώ στην Ελλάδα ήξερα άλλα. Κάθε ένας μόνος του με τον ιερέα. Δηλαδή αναρωτήθηκα σε κάθε χώρα έχουν το δικαίωμα να κάνουν όποιες αλλαγές θέλουν; Μετά ρώτησα από περιέργεια και μου είπαν ότι σε άλλη εκκλησία διαφορετικά γίνεται.
Για τη Θεία Κοινωνία πήγαμε στην Ελβετία, στην πόλη πού κατοικούσαμε κάποτε. Ήταν πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία και με την ευκαιρία θα βλέπαμε και γνωστούς. Είχε αρκετό κόσμο, διότι ήταν μεγάλη έορτή. Γι’ αυτόν τον λόγο κατά τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας σχηματίστηκαν τρεις σειρές. Γρήγορα όμως ένιωσα μεγάλη απογοήτευση. Ο ιερέας κοινωνούσε στη μεσαία σειρά, στην αριστερή σειρά τους πιστούς κοινωνούσε ένας λαϊκός, και στη δεξιά σειρά κοινωνούσε τους πιστούς μία λαϊκή. Επιδίωξα να κοινωνήσουμε από τον ιερέα, αλλά η ψυχολογική μου κατάσταση δεν ήταν εντάξει. Συγχρόνως διαπίστωσα ότι ο λαϊκός πού κοινωνούσε τους πιστούς ήταν συνάδελφος ιατρός από παλιά. Γνωριζόμασταν και οικογενειακώς. Εάν ήμουνα στη δική του σειρά, θα με κοινωνούσε ο συνάδελφος και φίλος μου.
Μεγάλη απογοήτευση και μεγάλος προβληματισμός, αλλά εως εκείνην τη στιγμή δεν είχα λάβει κάποια απόφαση. Την απογοήτευση αυτή ακολούθησε η απογοήτευση από την εργασία. Προέκυψε μεγάλη οικονομική καταστροφή. Έφτασα σε σημείο να βλέπω ως μόνη λύση να πουλήσω το σπίτι στην Ελλάδα και να μείνω πλέον δίχως δική μου στέγη. Η ελπίδα να αποφύγω αυτή την οδυνηρή λύση ήταν ένα κτήμα που είχα, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν τίποτε εφόσον και οι κτηματομεσίτες το απέκλεισαν οτι θα γίνει κάτι, εφόσον δεν υπήρχε ζήτηση. Κάθε ημέρα πού περνούσε ήταν εις βάρος μας.
Αλλά ευτυχώς και τον Θεό δεν τον ξέχασα. Ζήτησα τη βοήθειά Του με μεσίτρια την Υπεραγία Θεοτόκο. Προσευχήθηκα εκ μέσης καρδίας μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και συγχρόνως έκανα ένα τάμα. Το θαύμα εγινε και το τάμα εκπληρώθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω.
Το πρόβλημά μας το γνώριζε ένας φίλοςμας στην Ελλάδα, στην περιοχή Ν. Μουδανιών. Τον είχα παρακαλέσει εάν ενδιαφερθεί κάποιος για το κτήμα να μας τηλεφωνήσει.
Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες από το τάμα που έκανα, χτύπησε το τηλέφωνο το οποίο σήκωσε η σύζυγος˙ ήταν ο φίλος μας που ανέφερα πιο πάνω. Μετά τον χαιρετισμό κατ’ ευθείαν της είπε: Άκουσε, έγινε ένα θαύμα και της εξήγησε αμέσως. Ενώ είμαι πολύ συνεπής στο ωράριο της εργασίας μου, δεν ξέρω πως μου ήλθε προχθές και εγκατέλειψα την εργασία σχεδόν μισή ώρα πιο νωρίς. Κάποιος όμως με αναζήτησε την τελευταία στιγμή και, επειδή ήταν σχετικά απείγον, με αναζήτησε και στο σπίτι. Ενώ συζητούσαμε την υπόθεσή του, αυτός κάθε τόσο έλεγε: Τι ωραία που είστε εδώ στην εξοχή και η γυναίκα μου επιθυμεί ένα σπίτι στην εξοχή. Τότε του είπα για το κτήμα σας. Έδειξε ενθουσιασμό και επιθυμία να το δει εκείνη τη στιγμή. Τον πήγα, το είδε, του άρεσε και μετά από συγκατάθεση της γυναίκας του είπε εντάξει. Όλα εξελίχθηκαν και όλα τακτοποιήθηκαν ταχύτατα. Τελικά σ’ αυτό το κτήμα είκοσι χρόνια έως τώρα δεν χτίστηκε κανένα σπίτι!
Όταν επιστρέψαμε για δεύτερη φορά στην πατρίδα οι φίλοι μας και οι πελάτες μου μας δέχτηκαν με χαρά και όλα πήγαν πολύ καλά.
Με την πρώτη ευκαιρία επισκεφτήκαμε το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου˙ ήμουνα μόνος με τη σύζυγο. Στην επιστροφή, ενώ οδηγούσα, της είπα οτι αποφάσισα να βαπτιστώ Ορθόδοξος. Της εξήγησα ότι έταξα στην Παναγία ότι μόλις όλα τακτοποιηθούν θα βαπτιστώ. Οι κόρες μου δέχτηκαν επίσης να βαπτιστούν. Ήταν ήδη έφηβες και είχαν εμπεδώσει πολλά για την Ορθοδοξία παρακολουθώντας τους προβληματισμούς μου αλλά και τις διαπιστώσεις μου.
Για λίγους μήνες κατηχηθήκαμε και μετά έγινε η βάπτισή μας στην Ιερά Μονή Αγίου Αρσενίου στο Βατοπέδι Χαλκιδικής. Η βάπτισή μας έγινε από τους σεβαστούς Πατέρες π. Γρηγόριο και π. Θεόκλητο, πού τόσο μας βοήθησαν και μας βοηθούνε στην πορεία μας.
Ανάδοχος, γνωστή και φίλη της οικογενείας από την οποία και τον σύζυγο της ακούγαμε συχνά λόγια ωφέλιμα για την περίπτωσή μας.
Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ζήσαμε και οι τρεις μας αξέχαστες στιγμές και συναισθήματα. Δεν είναι εύκολο να ειπωθούν δημοσίως. Εκείνο που μπορώ να πω μόνο είναι, ότι όλα μαρτυρούσαν την παρουσία του Θεού.
Δοξάζω τον Θεό που ακόμη μου υπέδειξε τον δρόμο της ιερωσύνης, αφού, με την βάπτισή μου, ο φιλεύσπλαχνος Θεός με απάλλαξε από τις πολλές αμαρτίες του παρελθόντος. Βέβαια είχε προηγηθεί της βαπτίσεως και η εξομολόγηση. Όταν πληροφορήθηκα οτι μπορώ να γίνω ιερέας και μου έγινε η πρόταση, είπα το ναι με χαρά, αλλά και με φόβο κατά πόσο θα φανώ αντάξιος στην πρόσκληση του Θεού. Όταν ήμουν νέος, είπα το όχι στην ίδια πρόταση των καθολικών. Δεν θα πάψω να ευχαριστώ τον Θεό που με φώτισε τότε ν’ αρνηθώ, αλλά δεν θα πάψω κυρίως να τον ευχαριστώ που μου αποκάλυψε που βρίσκεται η αλήθεια.
Ο παππούς μου, Ιταλός στην καταγωγή, από την Σικελία και αρχιτέκτονας στο επάγγελμα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Σουλτάνος τον έστειλε στη Θεσσαλονίκη για να κτίσει δημόσια κτήρια. Στη Θεσσαλονίκη, η οποία ανήκε τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έζησε εώς το τέλος της ζωής του. Ένα από τα οκτώ παιδιά του ήταν ο πατέρας μου. Κι εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασα και δημιούργησα οικογένεια. Από παιδί προσπαθούσα να ανταποκρίνομαι στα θρησκευτικά μου καθήκοντα.
Καθώς φοιτούσα στο γαλλικό σχολείο Δελασάλ, η κατήχηση ήταν απαραίτητη, διότι την επιμέλεια του σχολείου την είχαν μοναχοί καθολικοί. Κάποια ημέρα κατέφθασε ένας καθολικός ιερέας και έκανε συζήτηση με έφηβους καθολικούς.
Κάλεσαν κι εμένα. Κατά τη συζήτηση με ρώτησε αν θέλω να γίνω ιερέας. Απάντησα αρνητικά. Παρόλο πού με συγκίνησε η πρόταση, αρνήθηκα.
Σπούδασα ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και νυμφεύτηκα Ελληνίδα ορθόδοξη. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε προστριβές εξαιτίας της διαφορετικότητάς μας στο δόγμα. Μετά τον γάμο βρεθήκαμε στην Ελβετία, όπου άνοιξα ιατρείο. Εκεί αποκτήσαμε δύο κόρες οι οποίες βαπτίστηκαν καθολικές. Συνολικά ζήσαμε στην Ελβετία ένδεκα χρόνια. Αποτέλεσμα της διαμονής μας στην Ελβετία ήταν να χαλαρώσουμε κάπως στα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός όμως μας λυπήθηκε, μας κάλεσε κοντά Του, και μας υπενθύμισε ότι δίχως αγώνα θα μείνουμε εκτός νυμφώνος. Αλλά πως μας κάλεσε, ας με φωτίσει ο Πανάγαθος, να σας το μεταφέρω σωστά στη συνέχεια.
Έπειτα από ένδεκα χρόνια ξενιτειάς επιστρέψαμε στην πατρίδα. Κατοικία και ιατρείο στη Θεσσαλονίκη. Παρόλο πού όλα πήγαιναν πολύ καλά, μετά από τέσσερα χρόνια αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στα Ν. Μουδανιά Χαλκιδικής. Αυτό έγινε, διότι μας συνέβη κάτι εντελώς ξαφνικό και ανεξήγητο. Και σήμερα ακόμη απορούμε. Προσωπικά όμως αναρωτιέμαι, αν δεν γινόταν όλα αυτά, πώς θα γνώριζα την Ορθοδοξία. Το σχέδιο όμως του Θεού προχωρούσε και μας έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε.
Εκείνο τον καιρό η παρουσία της Παναγίας άρχισε να γίνεται πιο αισθητή στο σπίτι μας με το εξής περιστατικό: Ο Θεός πήρε τη γιαγιά της συζύγου μου και στο σπίτι μας ήλθε η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας. Την εικόνα ο παππούς της τη βρήκε με θαύμα, θαμμένη στη γη. Η σύζυγος μεγάλωσε με την παρουσία αυτής της εικόνας και εζησε κάποια θαύματά της και εν συνεχεία αισθανθήκαμε και οικογενειακώς τη χάρη Της. Η Παναγία Οδηγήτρια με τη χάρη Της και την πρεσβεία Της με βοήθησε να βάλω τέλος στην άναζήτησή μου, αν δηλαδή θα παραμείνω καθολικός ή θα μεταστραφώ στην Ορθοδοξία. Πώς έγινε αυτό, θα το δούμε πιο κάτω.
Οι κόρες μου φοιτούσαν στα μέσα του Δημοτικού Σχολείου. Για εκκλησιασμό τις πήγαινα, οσο ήταν δυνατόν, στην καθολική εκκλησία στη Θεσσαλονίκη. Για δε την εξομολόγηση ερχόταν καθολικός ιερέας για τους καθολικούς της γύρω περιοχής και η εξομολόγηση γινόταν στο ιατρείο.
Επειδή με τη σύζυγο από παιδιά παρακολουθήσαμε κατηχητικό σχολείο, αποφασίσαμε να στείλουμε και τις κόρες μας. Δέχτηκα να πανε στα Μουδανιά, εάν τις δέχονταν ως καθολικές πού ήταν. Δεν είχε όμως τότε για παιδιά. Μία κυρία όμως είπε στη σύζυγο: «Αν θέλετε να ακούσετε λόγο Θεού, κάθε Σάββατο στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής ομιλεί ο Γέροντας π. Γρηγόριος.
Ήταν καλοκαίρι και πήγαμε οικογενειακώς. Όλα πρωτόγνωρα για μας. Πολύς κόσμος στο προαύλιο, οπού θα γινόταν η ομιλία. Με πολλή προσοχή, ίσως και με περιέργεια παρακολουθήσαμε την ομιλία. Πιστεύουμε οτι όσα ακούσαμε εκείνη την ημέρα δεν ήταν τυχαία, αλλά θέλημα Θεού. Πιστέψαμε οτι αυτή η ομιλία εγινε ειδικά για μας. Ο Θεός μας καθοδήγησε σ’ αυτή την ομιλία για να προβληματιστώ και ν’ αρχίσω την αναζήτηση και μάλιστα με έντονο ενδιαφέρον.
Ο σεβαστός Γέροντας αναφέρθηκε στο Άγιον Όρος και στην ιστορία του. Ήταν συγκλονιστικό για μένα και τη σύζυγο μου. Οι κόρες δεν πολυκαταλάβαιναν λόγω της ηλικίας τους. Το συγκλονιστικό ήταν η περιγραφή της εισβολής των Λατίνων Καθολικών στο Άγιον Όρος επί Βέκκου (Πατριάρχου) και της άσχημης συμπεριφοράς τους απέναντι στα Μοναστήρια και τους μοναχούς οι οποίοι δεν δέχονταν να συνλειτουργήσουν μαζί τους. Με κατέπληξε ο Γέροντας, γιατί μιλούσε με ηρεμία και με πόνο ψυχής.
Επίσης αναφέρθηκε και σε κάποιες διαφορές μας που δεν επιτρέπουν τη συλλειτουργία και την συμπροσευχή, διαφορές που επήλθαν μετά το Σχίσμα, αφού οι Καθολικοί κατήργησαν ή αλλοίωσαν κάποιες παραδόσεις της Χριστιανικής πίστεως. Εδώ κάνω μία επισήμανση σχετικά με την καθολικισμό. Όταν ήμουν μικρό παιδί και εμείς οι καθολικοί νηστεύαμε. Αλλά κάποια στιγμή, δεν ενθυμούμαι χρονολογία, με την ευλογία του Πάπα η νηστεία καταργήθηκε. Επίσης, όταν θέλαμε να κοινωνήσουμε, πηγαίναμε στη Θεία Λειτουργία νηστικοί. Αλλά και αυτό καταργήθηκε.
Επανέρχομαι όμως στην ομιλία. Η σύζυγος μου, όπως μου έξήγησε μετά, τα αντιμετώπισε όλα ως εξής: Όταν άκουσε τα των καθολικών σκέφτηκε εμένα και με κοίταξε για να δει την αντίδρασή μου. Με είδε να ακούω με ένδιαφέρον. Έκανε όμως τον λογισμό ότι δεν θα τους πήγαινα ξανά εκεί. Μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο για την επιστροφή περίμενε να ακούσει την αντίδραση μου. Εγώ όμως της είπα πως ότι εχουμε τόσες διαφορές. Πρέπει να συζητήσω με κάποιον ειδικό και να μου πει ακόμη τι πρέπει να διαβάσω για να πληροφορηθώ τα πάντα. Και αυτό έπραξα. Συζήτησα με Γέροντες και προμηθεύτηκα τα σχετικά βιβλία. Για τον λόγο αυτό επισκεφτήκαμε ορθόδοξα μοναστήρια.
Όταν μάθαινα κάποια αλήθεια σχετική με τις διαφορές μας, η οποία δεν άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης, αισθανόμουν λύπη, αλλά και ικανοποίηση. Η χριστιανική πίστη ξανοιγόταν μπροστά μου, όπως ο Χριστός μας τη δίδαξε και όπως οι Πατέρες μας την παρέδωσαν.
Αλλά ο Θεός μου έδωσε και μία τελευταία ευκαιρία να βιώσω κι άλλες καταστάσεις σχετικές με το θέμα για να βγάλω και μόνος μου συμπεράσματα, αλλά και να αντιδράσω δικαιολογημένα.
Η επόμενη κίνησή μας ήταν η εξής: Εγκατασταθήκαμε στη Γαλλία μετά από τα τέσσερα χρόνια πού ήμασταν στα Μουδανιά. Θα εκφραστώ κάπως επιγραμματικά, διότι πολλές καταστάσεις είναι προσωπικές.
Στη Γαλλία παραμονές μεγάλης εορτής πήγα με τις κόρες για εξομολόγηση στην καθολική εκκλησία. Αντικρίσαμε αρκετά άτομα στο κέντρο της Εκκλησίας και τον ιερέα μπροστά τους. Τον πλησίασα και του είπα ότι θέλουμε να εξομολογηθούμε. Μας υπέδειξε να καθήσουμε κοντά στους άλλους. Μα του είπα, εάν όλοι αυτοί είναι για εξομολόγηση θα αργήσουμε πολύ. Όχι μου λέει. Θα τελειώσουμε αμέσως και μας εξήγησε. Θα καθήσετε και όλοι σας θα λέτε τις αμαρτίες σας από μέσα σας κι εγώ θα διαβάσω την συγχωρητική ευχή. Έμεινα άφωνος. Εγώ στην Ελλάδα ήξερα άλλα. Κάθε ένας μόνος του με τον ιερέα. Δηλαδή αναρωτήθηκα σε κάθε χώρα έχουν το δικαίωμα να κάνουν όποιες αλλαγές θέλουν; Μετά ρώτησα από περιέργεια και μου είπαν ότι σε άλλη εκκλησία διαφορετικά γίνεται.
Για τη Θεία Κοινωνία πήγαμε στην Ελβετία, στην πόλη πού κατοικούσαμε κάποτε. Ήταν πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία και με την ευκαιρία θα βλέπαμε και γνωστούς. Είχε αρκετό κόσμο, διότι ήταν μεγάλη έορτή. Γι’ αυτόν τον λόγο κατά τη στιγμή της Θείας Κοινωνίας σχηματίστηκαν τρεις σειρές. Γρήγορα όμως ένιωσα μεγάλη απογοήτευση. Ο ιερέας κοινωνούσε στη μεσαία σειρά, στην αριστερή σειρά τους πιστούς κοινωνούσε ένας λαϊκός, και στη δεξιά σειρά κοινωνούσε τους πιστούς μία λαϊκή. Επιδίωξα να κοινωνήσουμε από τον ιερέα, αλλά η ψυχολογική μου κατάσταση δεν ήταν εντάξει. Συγχρόνως διαπίστωσα ότι ο λαϊκός πού κοινωνούσε τους πιστούς ήταν συνάδελφος ιατρός από παλιά. Γνωριζόμασταν και οικογενειακώς. Εάν ήμουνα στη δική του σειρά, θα με κοινωνούσε ο συνάδελφος και φίλος μου.
Μεγάλη απογοήτευση και μεγάλος προβληματισμός, αλλά εως εκείνην τη στιγμή δεν είχα λάβει κάποια απόφαση. Την απογοήτευση αυτή ακολούθησε η απογοήτευση από την εργασία. Προέκυψε μεγάλη οικονομική καταστροφή. Έφτασα σε σημείο να βλέπω ως μόνη λύση να πουλήσω το σπίτι στην Ελλάδα και να μείνω πλέον δίχως δική μου στέγη. Η ελπίδα να αποφύγω αυτή την οδυνηρή λύση ήταν ένα κτήμα που είχα, αλλά δυστυχώς δεν γινόταν τίποτε εφόσον και οι κτηματομεσίτες το απέκλεισαν οτι θα γίνει κάτι, εφόσον δεν υπήρχε ζήτηση. Κάθε ημέρα πού περνούσε ήταν εις βάρος μας.
Αλλά ευτυχώς και τον Θεό δεν τον ξέχασα. Ζήτησα τη βοήθειά Του με μεσίτρια την Υπεραγία Θεοτόκο. Προσευχήθηκα εκ μέσης καρδίας μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και συγχρόνως έκανα ένα τάμα. Το θαύμα εγινε και το τάμα εκπληρώθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω.
Το πρόβλημά μας το γνώριζε ένας φίλοςμας στην Ελλάδα, στην περιοχή Ν. Μουδανιών. Τον είχα παρακαλέσει εάν ενδιαφερθεί κάποιος για το κτήμα να μας τηλεφωνήσει.
Είχαν περάσει μόλις λίγες ημέρες από το τάμα που έκανα, χτύπησε το τηλέφωνο το οποίο σήκωσε η σύζυγος˙ ήταν ο φίλος μας που ανέφερα πιο πάνω. Μετά τον χαιρετισμό κατ’ ευθείαν της είπε: Άκουσε, έγινε ένα θαύμα και της εξήγησε αμέσως. Ενώ είμαι πολύ συνεπής στο ωράριο της εργασίας μου, δεν ξέρω πως μου ήλθε προχθές και εγκατέλειψα την εργασία σχεδόν μισή ώρα πιο νωρίς. Κάποιος όμως με αναζήτησε την τελευταία στιγμή και, επειδή ήταν σχετικά απείγον, με αναζήτησε και στο σπίτι. Ενώ συζητούσαμε την υπόθεσή του, αυτός κάθε τόσο έλεγε: Τι ωραία που είστε εδώ στην εξοχή και η γυναίκα μου επιθυμεί ένα σπίτι στην εξοχή. Τότε του είπα για το κτήμα σας. Έδειξε ενθουσιασμό και επιθυμία να το δει εκείνη τη στιγμή. Τον πήγα, το είδε, του άρεσε και μετά από συγκατάθεση της γυναίκας του είπε εντάξει. Όλα εξελίχθηκαν και όλα τακτοποιήθηκαν ταχύτατα. Τελικά σ’ αυτό το κτήμα είκοσι χρόνια έως τώρα δεν χτίστηκε κανένα σπίτι!
Όταν επιστρέψαμε για δεύτερη φορά στην πατρίδα οι φίλοι μας και οι πελάτες μου μας δέχτηκαν με χαρά και όλα πήγαν πολύ καλά.
Με την πρώτη ευκαιρία επισκεφτήκαμε το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου˙ ήμουνα μόνος με τη σύζυγο. Στην επιστροφή, ενώ οδηγούσα, της είπα οτι αποφάσισα να βαπτιστώ Ορθόδοξος. Της εξήγησα ότι έταξα στην Παναγία ότι μόλις όλα τακτοποιηθούν θα βαπτιστώ. Οι κόρες μου δέχτηκαν επίσης να βαπτιστούν. Ήταν ήδη έφηβες και είχαν εμπεδώσει πολλά για την Ορθοδοξία παρακολουθώντας τους προβληματισμούς μου αλλά και τις διαπιστώσεις μου.
Για λίγους μήνες κατηχηθήκαμε και μετά έγινε η βάπτισή μας στην Ιερά Μονή Αγίου Αρσενίου στο Βατοπέδι Χαλκιδικής. Η βάπτισή μας έγινε από τους σεβαστούς Πατέρες π. Γρηγόριο και π. Θεόκλητο, πού τόσο μας βοήθησαν και μας βοηθούνε στην πορεία μας.
Ανάδοχος, γνωστή και φίλη της οικογενείας από την οποία και τον σύζυγο της ακούγαμε συχνά λόγια ωφέλιμα για την περίπτωσή μας.
Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου ζήσαμε και οι τρεις μας αξέχαστες στιγμές και συναισθήματα. Δεν είναι εύκολο να ειπωθούν δημοσίως. Εκείνο που μπορώ να πω μόνο είναι, ότι όλα μαρτυρούσαν την παρουσία του Θεού.
Δοξάζω τον Θεό που ακόμη μου υπέδειξε τον δρόμο της ιερωσύνης, αφού, με την βάπτισή μου, ο φιλεύσπλαχνος Θεός με απάλλαξε από τις πολλές αμαρτίες του παρελθόντος. Βέβαια είχε προηγηθεί της βαπτίσεως και η εξομολόγηση. Όταν πληροφορήθηκα οτι μπορώ να γίνω ιερέας και μου έγινε η πρόταση, είπα το ναι με χαρά, αλλά και με φόβο κατά πόσο θα φανώ αντάξιος στην πρόσκληση του Θεού. Όταν ήμουν νέος, είπα το όχι στην ίδια πρόταση των καθολικών. Δεν θα πάψω να ευχαριστώ τον Θεό που με φώτισε τότε ν’ αρνηθώ, αλλά δεν θα πάψω κυρίως να τον ευχαριστώ που μου αποκάλυψε που βρίσκεται η αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου