Μα το μοναστήρι προϋπήρχε. Το μαρτυρούν τμήματα παλιάς θεμελίωσης, που σώζονται ακόμα στην είσοδο έξω από τον περίβολο. Το κυρώνει η παράδοση και – το εγκυρότερο – το βεβαιώνουν: 1) Μια ενθύμηση που βρήκε σε ευαγγέλια του Άγιου Όρους και δημοσίευσε ο ιερομόναχος Γαβριήλ, αυτή: «Εις τους 1775 χρόνους ήλθαν εις την Μονή μας (του Γρηγορίου) η αφτάδελφοι του Κυρ Συνέσι από το Προμύρι, ήτι ο κατά πνεύμα και σάρκα αδελφός αυτού Παχόμιος Μοναχός Αχιλεύς». 2) Δύο αφιερωμένα κείμενα του 1811, που το ένα βρίσκεται στη μητρόπολη της Παναγίας στο Προμύρι και το άλλο σε έναν από τους χωριανούς.
Από τα δύο αυτά χειρόγραφα πληροφορούμαστε πως κτήτορας του μοναστηριού ήταν ο «Χατζή Ιωάννης του ποτέ αλεξαδρί αλιόρι», που ανακαίνισε όπως υπογραμμίζει, την «παλαιά εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος». Πότε όμως, παρέλειψε να το σημειώσει. Πληροφορούμαστε ακόμα, πως αυτός ο Χατζή Ιωάννης με τη γυναίκα του Μονοβασιά και ο Ευστάθειος Σταμάτης με τη γυναίκα του τη Μυγδαλιά και τον ψυχογιό τους παπά – Νικόλα, αφιερώθηκαν στο μοναστήρι με όλα τους τα υπάρχοντα, για να ζήσουν και να πεθάνουν μέσα σε αυτό. Οι πέντε αυτοί ευσεβείς προμυριώτες αφήνουν στο τέλος και την κατάρα τους σε όποιον τολμήσει «να ζημιώσει και να φθείρει το μοναστήρι είτε μικρός είτε μεγάλος…».
Δυστυχώς μαζί με το χτίσμα αφανίστηκαν, πέρα από τον εξοπλισμό του, όλα τα βιβλία και χειρόγραφα, που οπωσδήποτε θα διέθετε. Εδώ βρίσκεται, η εξήγηση της ανυπαρξίας βιβλίων, χειρογράφων και άλλων κειμηλίων του χτίσματος. Μοναδικό πάντως υλικό στοιχείο του παλιού είναι ένα τμήμα τείχους στην ανατολική πλευρά του περιβόλου. Το σημειώνει και ο Ματθαίος Βατοπεδινός στο βιβλιαράκι του, υπογραμμίζοντας - μάλιστα και την ατεκμηρίωτη μέχρι τώρα άποψη, ότι το μοναστήρι ιδρύθηκε από τους Κολυβάδες.
Παρατηρεί δηλαδή: «Μετά την τέλεια απογύμνωση επακολούθησε το πυρ της καταστροφής και του ολέθρου, που δεν άφησε τίποτα όρθιο, παρά μόνο ο πίσω τείχος του ναού, τον αδιάψευστο μέχρι ημών αυτόν μάρτυρα…»
Το Φλεβάρη του 1834 το μοναστήρι ήταν έτοιμο. Είναι αυτό που σώζεται έως σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση: Στη μέση ο καθολικός ναός, γύρω ο μοναστηριακός τοίχος ψηλά, χαγιάτικα με ξύλινα λιακώτικα κάγκελα και πίσω τα κελιά, κάτω τα υπόγεια – αποθήκες και στάβλοι. Όλα στον γνωστό αρχιτεκτονικό τύπο των πηλιορείτικων μοναστηριών.
Την αναστήλωση του καθιδρύματος θα ακολουθήσει ο πλουτισμός του με όλα τα χρειαζούμενα, μαζί και η επάνδρωσή του. Σχετικά αναφέρεται ως ηγούμενος ο καλύβας του Άγιου Όρους γέρο – Διονύσιος, που όταν επέστρεψε αργότερα στο αγιορείτικο μοναστήρι του, πήρε μαζί του δύο νέους του Προμιρίου που θέλησαν να καλογερέψουν. Τον Ευστάθιο Σουρρούβιλο, που με τον καλογερίστικο επώνυμο «Ευγένιος» κατόρθωσε να γίνει αργότερα σύμβουλος και τοποτηρητής του πατριαρχείου Αλεξάντρειας και το Νικόλαο Κουντούλη, που με το εκκλησιαστικό ψευδώνυμο Ναθαναήλ έφτασε ως το αξίωμα του «μεγάλου αρχιμανδρίτη» και ηγούμενου του μοναστηριού Δάγκου στη Μολδοβλαχία.
Παλιά συνήθεια των μοναστηριών και η φιλοξενία περαστικών. Ο « Άγιος Σπυρίδωνας» ήταν ανοιχτός για τους καλούς ανθρώπους. Αυτή όμως τη γαλαντομία του πλήρωσαν με το αίμα τους κάποτε – εποχή τουρκοκρατίας ακόμα μοναστές. Νύχτα χειμωνιάτικη - μας λεει η παράδοση – ζύγωσαν ληστές και χτύπησαν την καστρόπορτα. « Ανοίξτε μας, φώναζαν στους καλόγερους, είμαστε ξένοι και χάσαμε το δρόμο μες στο σκοτάδι». Οι ρασοφόροι έπεσαν στην παγίδα. «Άνοιξαν, μπήκαν μέσα οι ληστές. Είναι καλομίλητοι, και με μια υποκριτική ευγένεια, κέντρισαν τη συμπάθεια των μοναστών. Τους έδωσαν φαί και τους περιποιήθηκαν. Τους ετοίμασαν και κελιά να αναπαυτούν. «Έπεσαν και οι καλόγεροι και κοιμήθηκαν».
Κάποια ώρα οι κλέφτες σηκώθηκαν. Τράβηξαν στο κελί του ηγούμενου και ξυπνώντας τον, του ζητούσαν χρήματα. «Ύστερα από την άρνηση του, τον υποβάλανε σε βασανιστήρια». Έσυραν ως εκεί και τους άλλους μοναστές και τους χτυπούσαν να τους παραδώσουν χρήματα. Στο τέλος τους έσφαξαν όλους. Τα αίματα – πάντα κατά την παράδοση – σώζονταν ως τις αρχές του αιώνα μας στους τοίχους του κελιού. Ανενόχλητοι τότε οι λήσταρχοι, άρπαξαν τα πολύτιμα αντικείμενα που βρήκαν και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Τελευταίος σημαντικός σταθμός του «Αγίου Σπυρίδωνα» ήταν οι χρόνοι του 1880 - 1890. Μια εποχή που σφραγίζεται από την προσωπικότητα του παπά – Γιάννη Οικονόμου ή Οικονομίδη - Κατρώνη. Ο τελευταίος, περνώντας τον περισσότερο χρόνο στο μοναστήρι, μάζευε τα αγόρια του κοντινού οικισμού «Βουδίν» και των άλλων γειτονικών καλυβιών, τα βράδια, και τα μάθαινε γράμματα με επιμονή και σκληρότητα πολλή.
Από εκεί και πέρα καμιά έξαρση από τη ζωή των καλόγερων , ανθεκτική στο χρόνο, δεν έχουμε. Ούτε ονόματα μεγάλα του χτίσματος, καταξιωμένα στη λαϊκή παράδοση ή την ιστορία υπάρχουν. Έσβησαν μαζί με την πνοή τους στις αρχές του αιώνα μας, αφήνοντας το μοναστήρι να πήξει στην σιγή.
Στη δεκαετία του 1980 το μοναστήρι εμψυχώθηκε: Εγκαταστάθηκαν μοναχές για να μετατραπεί σε γυναικείο το άλλοτε αντρικό μοναστήρι και να αρχίσει η τακτική των ανακαινίσεων. Καλές οι επεμβάσεις, φτάνει να ευθυγραμμίζονται αισθητικά στο ύφος του χτίσματος και να μην απιστούν στην παράδοση του. Γιατί τούτα τα χτίσματα, όπως τα παραδώσανε οι πατέρες μας, αποτελούν και μια δυνατότητα φανέρωσης του Θεού, αυθεντικά δημιουργήματα της προσήλωσης τους στον ουρανό όπως ήταν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου