
Θυμάται τον απαράκλητο τόπο που του χάρισε ο Θεός ως αγρόν διακονίας.
Το πρώτο ποίμνιο,ψυχές άγριες σαν τα βράχια τους,στις άκρες απ’ το επιτραχήλι του.
Δεμένος με το κομποσχοίνι του-την ανάσα της ψυχής του-,και την υπόσχεση
που βάραινε στα μάτια του Θεού.
Άρχισε «δι’ ὑπομονῆς» το δρόμο μπροστά του,βαδίζοντας ώσπου να τρέξει.
Σε κάθε εμπόδιο έστρεφε αυθόρμητα τα μάτια-συνήθεια που έγινε βίωμα- στο βλέμμα του Παντεπόπτη.
Ιλαρό, πράο, ήσυχο.Γεμάτο αγάπη.
Κάθε φορά,«Κύριε, ευλόγησον…»,να του θυμίζειπως ο κόπος κι η αγρυπνία
κι η ασθένεια κι η θλίψη από Εκείνον ήταν ευλογία.
Εκείνος έβαζε αρχή,Εκείνος σφράγιζε το τέλος. Ο ιερέας Του ήταν μονάχα τα χέρια,τα πόδια, η γλώσσα στο έργο Του.
Τον έβλεπε,κατάκοπο στο πηγάδι,ζωσμένον το λέντιο,καρφωμένο στον Σταυρό.
Τον έβλεπε κάθε φορά που μεσοπέλαγα ζητούσε βοήθεια.
Μα τώρα, στη δύση του,Τον έβλεπε μονάχα Ανατολή κι Ανάσταση.
Έβλεπε, κι ας είχε μάτια θαμπά, τον Κύριο στη δόξα Του.
Φώτη Αικατερίνη
Ε΄ θέση Α΄ Πανελλήνιου Διαγωνισμού Γραπτού Λόγου ΧΦΔ
Ε΄ θέση Α΄ Πανελλήνιου Διαγωνισμού Γραπτού Λόγου ΧΦΔ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου