Ό Ίησούς κουρασμένος από την όδοιπορία κάθεται κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ της πόλης Συχάρ. Εκεί έρχεται ή Σαμαρείτιδα με την υδρία της, για να αντλήσει τό φυσικό νερό. Καί τότε διεξάγεται ένας από τους πλέον καταπληκτικούς διάλογους πού υπάρχουν στη Καινή Διαθήκη. Ό Ιησούς μιλάει με την Σαμαρείτιδα: «Πάς ό πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν ός δ' αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αύτω ου μη διψήση εις τον αιώνα» (Ίω. 4, 13). Καί ή γυναίκα εκείνη ακούει, εκπλήσσεται και ζητά: «Δός μοι τούτο το ύδωρ, ϊνα μη διψώ μηδέ έρχομαι ένθάδε άντλεΐν» (Ίω. 4. 15). Καί ό διάλογος συνεχίζεται.
Μπροστά όμως στην Πηγή της Ζωής, στον Ζωοδότη Κύριο δεν μπορεί να μείνει όπως ήταν πριν, όπως ερχόταν με την υδρία της στο φυσικό πηγάδι. Ή Σαμαρείτιδα φωτίζεται, μετανοεί καί σώζεται. Γίνεται φωτεινή στην καρδιά καί Φωτεινή στο όνομα. Είχε πλέον ξεδιψάσει ή ψυχή της στην Αιώνια Πηγή.Αν ή Εύα την έκτη ώρα «έξελήλυθεν εκ του Παραδείσου, απάτη του οφεως», τώρα την άλλη έκτη ώρα, ή Σαμαρείτιόα «επί την πηγήν... ήγγικεν άντλήσαι ύδωρ, ην ιδών εφη ό Σωτήρ• Δός μοι ύδωρ πιείν, καγώ ύδατος άλλομένου έμπλήσω σε».
Άλλα, από την ώρα εκείνη της εξόδου από τον κήπο της Εδέμ, ό άνθρωπος δέν σταμάτησε να ψάχνει για το φρέαρ του Ιακώβ. Εξακολουθεί να αναζητεί την πηγή της άγαθότητος, την αέναο πηγή, την αιώνια πηγή. Γιατί ό άνθρωπος διψά. Διψά καί ξαναδιψα. Όσο απομακρύνεται από τον Παράδεισο, τόσο η δίψα του μεγαλώνει. Διψά πνευματικά. Δίψα τα «ζωήρρυτα ρήματα». Δίψα τον Θεό.
Διψά ό αρχαίος Έλληνας όταν φιλοσοφεί για την ελευθερία, για την ανδρεία καί την τέχνη καί τον κτιστό κόσμο. Διψά όταν βουτηγμένος στην ειδωλολατρεία αναζητεί τον «άγνωστο Θεό».
Διψά ό διανοούμενος, όταν μελετά καί ψάχνει στα βιβλία του να βρει την αλήθεια των όντων, όταν προσπαθεί να φτιάξει ιδεολογίες, πολιτικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, όταν αναζητεί συνθήματα ζωής.
Διψά ό καταναλωτής εκείνος, όταν γυρεύει όλο πιο επίμονα να βρει το καλλίτερο προϊόν, ίσως το ακριβότερο, για να δροσίσει την ξηραΐλα της ψυχής του.
Διψά ό τραγουδιστής εκείνος, όταν τραγουδά τη μελαγχολία του, την απογοήτευση του, τους καημούς τοι όταν περιορίζεται στο αισθησιακό του τραγούδι
Διψά ό νεολαίος εκείνος, όταν «σπινιάρει» με τη μηχανή του. Οταν ρουφά το ποτό καί όταν ακόμη λικνίζεται στα κλαμπ.
Διψά ό νεοέλληνας εκείνος, όταν ψάχνει έναν τρόπο ζωής, όταν τρέχει διαρκώς με το άγχος χαραγμέ- νο στο πρόσωπο του, όταν καταντάει δούλος στο μαγκανοπήγαδο της δουλειάς καί μόνο.
Διψά ό δυτικός άνθρωπος από την εποχή του Καντ καί του Χέγκελ μέχρι τους καιρούς του Μάρξ καί του Σάρτρ.
Διψά καί ό άνθρωπος του πρώην ανατολικού μπλοκ, Οταν τώρα είναι ελεύθερος εξωτερικά αλλά δεσμευμένος εσωτερικά.Ό σύγχρονος ευρωπαϊκός μηδενισμός στο βάθος του κρύβει την δίψα του για το αληθινό καί το αιώνιο. "Οσο προσπαθεί ό ευρωπαίος άνθρωπος να κενώσει τον κόσμο από την παρουσία του Θεού καί να εγκαθιδρύσει στη θέση του είτε τον άνθρωπο, είτε τη φύση, είτε τη μηχανή, είτε το χρήμα, είτε τις ίδέες του, τόσο ή τραγική του δίψα μεγαλώνει καί ή φθορά του κατατρώγει τα σωθικά. Το ανικανοποίητο κενό της ύπαρξης του παραμένει.
Γι' αυτό είναι πάντοτε επίκαιρα τα λόγια του ίεροϋ Αυγουστίνου: «"Ανήσυχη είναι ή ψυχή μας, ώ Θεέ, μέχρις ότου Σέ βρει καί αναπαυθεί σε Σένα».
Δίψα, λοιπόν, για την αλήθεια, για το νόημα της ύπαρξης, για το που πηγαίνω, για το αιώνιο. Δίψα πνευματική, πού ζητά ό καθένας να την υπερβεί, να την καταλύσει, να την σβήσει.
Ό λόγος όμως του Ίησού δεν είναι πληθωρικός, ανίσχυρος, ξηρός καί εφήμερος. Είναι λόγος ζωντανός, ουσιαστικός, αιώνιος, θεϊκός. Είναι το «ύδωρ το ζών». "Απ' αυτό το ύδωρ οποίος πιει, «ου μη διψήσει εις τον αιώνα» (Ίω. 4, 14). Καί όχι μόνο αυτό. "Ακολουθεί καί άλλη καρποφορία. «Το ύδωρ ό δώσω αΰτω, γενήσεται εν αύτω πηγή ύδατος άλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ίω. 4, 14).
Το ολόδροσο ύδωρ της Θείας Χάριτος το έχει μόνον ό Χριστός. Τα φρυγμένα χείλη του τραγικού αποστασιοποιημένου συγχρόνου ανθρώπου μόνο σ' αυτήν την αιώνια Πηγή μπορούν να δροσισθούν. Μέχρις ότου όμως γίνει αυτό, ή περιπλάνηση στην έρημο θά'ναι οδυνηρή.
Αρχ.Χρυσόστομου Παπαθανασίου
''Τόλμη''
Μπροστά όμως στην Πηγή της Ζωής, στον Ζωοδότη Κύριο δεν μπορεί να μείνει όπως ήταν πριν, όπως ερχόταν με την υδρία της στο φυσικό πηγάδι. Ή Σαμαρείτιδα φωτίζεται, μετανοεί καί σώζεται. Γίνεται φωτεινή στην καρδιά καί Φωτεινή στο όνομα. Είχε πλέον ξεδιψάσει ή ψυχή της στην Αιώνια Πηγή.Αν ή Εύα την έκτη ώρα «έξελήλυθεν εκ του Παραδείσου, απάτη του οφεως», τώρα την άλλη έκτη ώρα, ή Σαμαρείτιόα «επί την πηγήν... ήγγικεν άντλήσαι ύδωρ, ην ιδών εφη ό Σωτήρ• Δός μοι ύδωρ πιείν, καγώ ύδατος άλλομένου έμπλήσω σε».
Άλλα, από την ώρα εκείνη της εξόδου από τον κήπο της Εδέμ, ό άνθρωπος δέν σταμάτησε να ψάχνει για το φρέαρ του Ιακώβ. Εξακολουθεί να αναζητεί την πηγή της άγαθότητος, την αέναο πηγή, την αιώνια πηγή. Γιατί ό άνθρωπος διψά. Διψά καί ξαναδιψα. Όσο απομακρύνεται από τον Παράδεισο, τόσο η δίψα του μεγαλώνει. Διψά πνευματικά. Δίψα τα «ζωήρρυτα ρήματα». Δίψα τον Θεό.
Διψά ό αρχαίος Έλληνας όταν φιλοσοφεί για την ελευθερία, για την ανδρεία καί την τέχνη καί τον κτιστό κόσμο. Διψά όταν βουτηγμένος στην ειδωλολατρεία αναζητεί τον «άγνωστο Θεό».
Διψά ό διανοούμενος, όταν μελετά καί ψάχνει στα βιβλία του να βρει την αλήθεια των όντων, όταν προσπαθεί να φτιάξει ιδεολογίες, πολιτικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, όταν αναζητεί συνθήματα ζωής.
Διψά ό καταναλωτής εκείνος, όταν γυρεύει όλο πιο επίμονα να βρει το καλλίτερο προϊόν, ίσως το ακριβότερο, για να δροσίσει την ξηραΐλα της ψυχής του.
Διψά ό τραγουδιστής εκείνος, όταν τραγουδά τη μελαγχολία του, την απογοήτευση του, τους καημούς τοι όταν περιορίζεται στο αισθησιακό του τραγούδι
Διψά ό νεολαίος εκείνος, όταν «σπινιάρει» με τη μηχανή του. Οταν ρουφά το ποτό καί όταν ακόμη λικνίζεται στα κλαμπ.
Διψά ό νεοέλληνας εκείνος, όταν ψάχνει έναν τρόπο ζωής, όταν τρέχει διαρκώς με το άγχος χαραγμέ- νο στο πρόσωπο του, όταν καταντάει δούλος στο μαγκανοπήγαδο της δουλειάς καί μόνο.
Διψά ό δυτικός άνθρωπος από την εποχή του Καντ καί του Χέγκελ μέχρι τους καιρούς του Μάρξ καί του Σάρτρ.
Διψά καί ό άνθρωπος του πρώην ανατολικού μπλοκ, Οταν τώρα είναι ελεύθερος εξωτερικά αλλά δεσμευμένος εσωτερικά.Ό σύγχρονος ευρωπαϊκός μηδενισμός στο βάθος του κρύβει την δίψα του για το αληθινό καί το αιώνιο. "Οσο προσπαθεί ό ευρωπαίος άνθρωπος να κενώσει τον κόσμο από την παρουσία του Θεού καί να εγκαθιδρύσει στη θέση του είτε τον άνθρωπο, είτε τη φύση, είτε τη μηχανή, είτε το χρήμα, είτε τις ίδέες του, τόσο ή τραγική του δίψα μεγαλώνει καί ή φθορά του κατατρώγει τα σωθικά. Το ανικανοποίητο κενό της ύπαρξης του παραμένει.
Γι' αυτό είναι πάντοτε επίκαιρα τα λόγια του ίεροϋ Αυγουστίνου: «"Ανήσυχη είναι ή ψυχή μας, ώ Θεέ, μέχρις ότου Σέ βρει καί αναπαυθεί σε Σένα».
Δίψα, λοιπόν, για την αλήθεια, για το νόημα της ύπαρξης, για το που πηγαίνω, για το αιώνιο. Δίψα πνευματική, πού ζητά ό καθένας να την υπερβεί, να την καταλύσει, να την σβήσει.
Ό λόγος όμως του Ίησού δεν είναι πληθωρικός, ανίσχυρος, ξηρός καί εφήμερος. Είναι λόγος ζωντανός, ουσιαστικός, αιώνιος, θεϊκός. Είναι το «ύδωρ το ζών». "Απ' αυτό το ύδωρ οποίος πιει, «ου μη διψήσει εις τον αιώνα» (Ίω. 4, 14). Καί όχι μόνο αυτό. "Ακολουθεί καί άλλη καρποφορία. «Το ύδωρ ό δώσω αΰτω, γενήσεται εν αύτω πηγή ύδατος άλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ίω. 4, 14).
Το ολόδροσο ύδωρ της Θείας Χάριτος το έχει μόνον ό Χριστός. Τα φρυγμένα χείλη του τραγικού αποστασιοποιημένου συγχρόνου ανθρώπου μόνο σ' αυτήν την αιώνια Πηγή μπορούν να δροσισθούν. Μέχρις ότου όμως γίνει αυτό, ή περιπλάνηση στην έρημο θά'ναι οδυνηρή.
Αρχ.Χρυσόστομου Παπαθανασίου
''Τόλμη''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου