ΘΑΥΜΑ ΠΟΥ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.
|
Στη Βέροια της Μακεδονίας έχει Μετόχι η Μονή. Μια δυο φορές τον χρόνο,
πάντοτε το καλοκαίρι, επικοινωνούσαμε δια θαλάσσης με μικρό πλοιάριο της Μονής.
Κάποτε ταξίδευα με δυο αδελφούς προς τον Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσε κανονικά. Η εκνευριστική θάλεγε αυτή νηνεμία μ΄ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό. Ζωηρή η ανησυχία μου, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε, εγώ τους προέτρεπα να επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πως επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή, αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε το πλοιάριο. Εν τω μεταξύ μικρό νεφύδριο φάνηκε πάνω από το Πήλιο, που ολοένα μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τι τρομερό ξέσπασμα ήταν εκείνο που ακολούθησε! Μιά σπανιοτάτη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνα που λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε, συνέτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούντο, ομολογώντας πως μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες, εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τι θέαμα ήταν εκείνο, όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνια που προσβάλλονταν απ' το Λίβα ή τον Γαρμπή, είχαν εξωκείλει ή είχαν βυθυστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνος είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο, γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον αποκορυφώθηκε η συνκίνησή μας...
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία που είχα στο πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη και εναργής η επέμβαση του Αγίου;
πάντοτε το καλοκαίρι, επικοινωνούσαμε δια θαλάσσης με μικρό πλοιάριο της Μονής.
Κάποτε ταξίδευα με δυο αδελφούς προς τον Μετόχι. Αλλά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και στο Πήλιο επικρατούσε μια ασυνήθιστη άπνοια, ενώ κωπηλατούσε κανονικά. Η εκνευριστική θάλεγε αυτή νηνεμία μ΄ έβαλε σε σκέψη ότι προμηνύεται μεγάλο κακό. Ζωηρή η ανησυχία μου, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Κάτι σαν προαίσθημα. Κι ενώ οι αδελφοί με παρακαλούσαν να κόψουμε για λίγο την κωπηλασία για να ξεκουραστούμε, εγώ τους προέτρεπα να επιταχύνουν, σαν να με παρότρυνε κάτι πως επίκειται κίνδυνος. Έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερο στην ακτή μεταξύ Πηλίου και Ολύμπου. Μια ελαφρή θαλασσινή αύρα μας βοήθησε αρκετά. Φτάσαμε στην ακτή, αποβιβαστήκαμε, τραβήξαμε το πλοιάριο. Εν τω μεταξύ μικρό νεφύδριο φάνηκε πάνω από το Πήλιο, που ολοένα μεγάλωνε και μαύριζε. Προάγγελος του φοβερού κακού. Τι τρομερό ξέσπασμα ήταν εκείνο που ακολούθησε! Μιά σπανιοτάτη θυελλώδης καταιγίδα, μπουρίνα που λένε.
Οι κάτοικοι, σαν φτάσαμε, συνέτρεξαν όλοι, κατάπληκτοι, απορημένοι, μας κοίταζαν και σταυροκοπιούντο, ομολογώντας πως μας γλύτωσε ο άγιος Νικόλαος.
Μείναμε λίγες μέρες, εφοδιαστήκαμε, παραλάβαμε τα τρόφιμα και αναχωρήσαμε. Μα τι θέαμα ήταν εκείνο, όταν επιστρέφαμε! Όπου κι αν περνούσαμε, ναυάγια. Όσα πλοία είχαν αγκυροβολήσει σε λιμάνια που προσβάλλονταν απ' το Λίβα ή τον Γαρμπή, είχαν εξωκείλει ή είχαν βυθυστεί. Όλη η νοτιοδυτική πλευρά της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας, του Άθωνος είχε προσβληθεί από την καταιγίδα.
Σαν φτάσαμε στο Μοναστήρι, είδαμε ένα συγκλονιστικό θέαμα: Λιτοχωρινό πλοίο, γεμάτο ξυλεία, βυθισμένο. Εκεί πλέον αποκορυφώθηκε η συνκίνησή μας...
Αποφεύγοντας τα σχόλια, τονίζω μονάχα εκείνη την αόριστη ανησυχία που είχα στο πηγαιμό. Δεν ήταν όντως έκδηλη και εναργής η επέμβαση του Αγίου;
ΘΑΥΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
|
Κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου η Μονή μας επιτελεί την πανήγυρη του αγίου Νικολάου, και προμηθεύεται ψάρια από το Παλούρι, Κασσάνδρας. Εκειί εδρεύουν συστηματικοί ψαράδες.
Λιγες μέρες πριν την πανήγυρι, εστάλει το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός, ευλαβέστατος και απλούς.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι που
καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η πανήγυρη επλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε,
οι άνεμοι ενισχύοντο, ο μοναχός ανησυχούσε. "Να γίνει πανήγυρη χωρίς ψάρια";
Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του. Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάκλητος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε το σταυρό του, κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: "Άγιε Νικόλα, βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρή σου χωρίς ψάρια. Φεύγουμε!".
Έκανε όντως το κουμάντο του ο άγιος. Έφθασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν να τους δούν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα του αγίου Νικολάου, κι άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Άλλά δεν ήταν αδύνατο για τον άγιο. Και τούτο ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά*, στη θέση όππου τοποθετείτο, και κατόπιν υποχώρησε ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός επανηγυρίσθει ιδιαιτέρως. Θαυμαστή τοσο η πίστη του ενάρετου μοναχού, όσο και η υπακοή του αγίου.
*Αρσανάς ή Ταρσανάς = ναυπηγείο, ναύσταθμος, αποβάθρα.
Λιγες μέρες πριν την πανήγυρι, εστάλει το πλοιάριο της Μονής να παραλάβει τα ψάρια. Κυβερνήτης ένας έμπειρος μοναχός, ψημένος στις θάλασσες από κοσμικός, ευλαβέστατος και απλούς.
Μα πριν ακόμη επιστρέψει, άρχισαν να πνέουν σφοδροί νοτιοδυτικοί άνεμοι που
καθυστερούσαν την αναχώρηση. Η πανήγυρη επλησίαζε, ο καιρός δεν υποχωρούσε,
οι άνεμοι ενισχύοντο, ο μοναχός ανησυχούσε. "Να γίνει πανήγυρη χωρίς ψάρια";
Αδιανόητο, κατά τη γνώμη του. Αποφάσισε να φύγει μέσα στη θαλασσοταραχή. Του κάκου πάσχιζαν να τον πείσουν οι άλλοι ψαράδες να μην κάνει τέτοιο παρανοϊκό εγχείρημα. Αμετάκλητος ο καλόγερος.
Ξεκίνησε λοιπόν, έκανε το σταυρό του, κι έβαλε την εικόνα του αγίου Νικολάου στο πηδάλιο λέγοντας: "Άγιε Νικόλα, βλέπεις τον καιρό. Κάνε το κουμάντο σου, για να μη γίνει η πανήγυρή σου χωρίς ψάρια. Φεύγουμε!".
Έκανε όντως το κουμάντο του ο άγιος. Έφθασαν πολύ κοντά στο Μοναστήρι, τους αντιλήφθηκαν οι πατέρες, βγήκαν να τους δούν. Σαν γλάρος πετούσε το πλοιάριο πάνω στα κύματα. Πήραν την εικόνα του αγίου Νικολάου, κι άρχισαν να δέονται για να προσεγγίσει με ασφάλεια. Μα κάτω από τέτοιες συνθήκες ήταν εντελώς αδύνατο να προσορμισθεί το πλοιάριο.
Άλλά δεν ήταν αδύνατο για τον άγιο. Και τούτο ένα πελώριο κύμα σήκωσε ψηλά το σκάφος, το κατέβασε ομαλά-ομαλά μέσα στον αρσανά*, στη θέση όππου τοποθετείτο, και κατόπιν υποχώρησε ήρεμα, εκτελώντας το καθήκον του. Το γεγονός επανηγυρίσθει ιδιαιτέρως. Θαυμαστή τοσο η πίστη του ενάρετου μοναχού, όσο και η υπακοή του αγίου.
*Αρσανάς ή Ταρσανάς = ναυπηγείο, ναύσταθμος, αποβάθρα.
ΠΩΣ ΠΗΡΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΟΛΙΑΣ
Το θαύμα που θα αναφέρουμε τώρα εγινε στην Κύπρο μας πριν πολλά χρόνια. |
Το χωριο Άγιος Νικόλαος της Σολιάς δεν είχε αυτό το όνομα από την αρχή. Ένα θαύμα όμως του Αγίου Νικολάου έναμε τους κατοίκους να δώσουν στο χωριό τους αυτό το όνομα.
Ένας γεωργός μια μέρα, ζευγαρίζοντας το χωράφι του, συνάντησε μια δυσκολία. Το υνί του αλετριού του πιάστηκε κάτω από μια μέγάλη πέτρα. Με την αξίνα του ο γεωργός ξέθαψε την πέτρα και την έβγαλε στην επιφάνεια του χωραφιού.
Εκεί πρόσεξε που η πέτρα είχε μια τρύπα από τη μια άκρη ίσα με την άλλη, καμωμένη ξεπίτηδες. Ο γεωργός σκέφτηκε πως μια τέτοια πέτρα του είναι χρήσιμη και, ξεκινώντας το απόγευμα για το σπίτι του, την κουβάλησε στην αυλή του. Πέρασε από την τρύπα το σκοινί του βοδιού του το΄δεσε εκεί. Το πρωϊ που ξύπνησε, βρήκε πεθαμένο το βόδι του και φώναξε τους γείτονες για να τους πεί πως μπορεί να΄παθε το βόδι του από την πέτρα, γιατί μπορούσε να ΄ναι δαιμονοκαβαλλικεμένη. Οι γείτονες είπαν πως το βόδι πέθανε από κάποιο χόρτο, που ΄φαγε και όχι από την πέτρα. Ωστόσο ο γεωργός επέμενε, ώσπου μια μέρα, ένας γέρος του είπε, πως αυτό που έπαθε, είναι θαύμα του Αγ. Νικολάου, γιατί είχε ακούσει από τον παππού του, πως στο μέρος εκείνο που βρήκε την πέτρα βρισκόταν ο ναός του Αγ. Νικολάου που καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.
Ο γεωργός άρχισε να υποψιάζεται πως ο γέρος μπορεί να΄χει δίκιο. Ένα Σάββατο βράδυ φάνηκε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος και του είπε πως, εκεί που βρήκε την πέτρα, είναι η εκκλησία του θαμμένη βαθειά, και πρέπει να σκάψει να τη βρεί. Ο γεωργός εκείνος, την Κυριακή που πήγε στον Ναό, ύστερα από τη λειτουργία, ανάφερε στους χωριανούς του το όραμα που είδε, και τους παρακάλεσε να πάνε μαζί του να σκάψουν και να βρούνε τον Ναό. Εκείνοι τον ακολούθησαν και προτού δύσει ο ήλιος, βρήκαν τους τοίχους του Ναού. Εξακολούθησαν το ξέχωμα και ξέθαψαν ολόκληρο τον Ναό με όρθιους τους τοίχους ως τη μέση, και μάλιστα ζωγραφισμένους. Απάνω σ' ένα τοίχο ήταν ζωγραφισμένος ολόσωμος ο Άγιος Νικόλαος. Οι χωριανοί αποφάσισαν τότε να κτίσουν στην ίδια θέση τον Ναό του Αγίου και να ονομάσουν το χωριό τους Άγιο Νικόλαο.
Ένας γεωργός μια μέρα, ζευγαρίζοντας το χωράφι του, συνάντησε μια δυσκολία. Το υνί του αλετριού του πιάστηκε κάτω από μια μέγάλη πέτρα. Με την αξίνα του ο γεωργός ξέθαψε την πέτρα και την έβγαλε στην επιφάνεια του χωραφιού.
Εκεί πρόσεξε που η πέτρα είχε μια τρύπα από τη μια άκρη ίσα με την άλλη, καμωμένη ξεπίτηδες. Ο γεωργός σκέφτηκε πως μια τέτοια πέτρα του είναι χρήσιμη και, ξεκινώντας το απόγευμα για το σπίτι του, την κουβάλησε στην αυλή του. Πέρασε από την τρύπα το σκοινί του βοδιού του το΄δεσε εκεί. Το πρωϊ που ξύπνησε, βρήκε πεθαμένο το βόδι του και φώναξε τους γείτονες για να τους πεί πως μπορεί να΄παθε το βόδι του από την πέτρα, γιατί μπορούσε να ΄ναι δαιμονοκαβαλλικεμένη. Οι γείτονες είπαν πως το βόδι πέθανε από κάποιο χόρτο, που ΄φαγε και όχι από την πέτρα. Ωστόσο ο γεωργός επέμενε, ώσπου μια μέρα, ένας γέρος του είπε, πως αυτό που έπαθε, είναι θαύμα του Αγ. Νικολάου, γιατί είχε ακούσει από τον παππού του, πως στο μέρος εκείνο που βρήκε την πέτρα βρισκόταν ο ναός του Αγ. Νικολάου που καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.
Ο γεωργός άρχισε να υποψιάζεται πως ο γέρος μπορεί να΄χει δίκιο. Ένα Σάββατο βράδυ φάνηκε στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος και του είπε πως, εκεί που βρήκε την πέτρα, είναι η εκκλησία του θαμμένη βαθειά, και πρέπει να σκάψει να τη βρεί. Ο γεωργός εκείνος, την Κυριακή που πήγε στον Ναό, ύστερα από τη λειτουργία, ανάφερε στους χωριανούς του το όραμα που είδε, και τους παρακάλεσε να πάνε μαζί του να σκάψουν και να βρούνε τον Ναό. Εκείνοι τον ακολούθησαν και προτού δύσει ο ήλιος, βρήκαν τους τοίχους του Ναού. Εξακολούθησαν το ξέχωμα και ξέθαψαν ολόκληρο τον Ναό με όρθιους τους τοίχους ως τη μέση, και μάλιστα ζωγραφισμένους. Απάνω σ' ένα τοίχο ήταν ζωγραφισμένος ολόσωμος ο Άγιος Νικόλαος. Οι χωριανοί αποφάσισαν τότε να κτίσουν στην ίδια θέση τον Ναό του Αγίου και να ονομάσουν το χωριό τους Άγιο Νικόλαο.
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΝΕΩΚΟΡΟ.
Το παρόν θαύμα καθώς και το επόμενο τα αφηγήθηκε η κα Σύλβια Λεωνίδου - Ονησιφόρου από την Λεμεσό και τα κατάγραψε ο κος Κυριάκος Νικολαίδης στο βιβλίο "Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ" (Έκδοση Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Λεμεσού). |
Αρχίζει η αφήγηση... Ο παππούς μου δηλαδή ο πατέρας της μητέρας μου, ονομαζόταν Ιωάννης Κυριακίδης. Υπηρέτησε στην μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου σαν νεωκόρος περισσότερο από τριάντα χρόνια. Ήταν ένας τίμιος, ειλικρινής, ταπεινός και καλός άνθρωπος και αγαπούσε πάρα πολύ την Εκκλησία και είχε μεγάλη αδυναμία στον Αγιο Νικόλαο. Τον είχε πάντοτε προστάτη και βοηθό του.
Η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου (η Λεμεσός υπαγόταν στην Μητρόπολη Κιτίου) είχε παραχωρήσει στον παππού μου το ένα από τα δυο σπίτια που υπήρχαν κοντά στη Εκκλησία, ακριβώς εκεί που στεγάζεται σήμερα το Ενοριακό Κέντρο, και ζούσε μαζί με τη γυναίκα του Ελένη. Στο άλλο σπίτι έμενε ο ιερέας με την οικογένειά του.
Ένα βράδυ του χειμώνα, που βροχές έρχονταν και βροχές έφευγαν, είχε μιά μεγάλη καταιγίδα. Ήταν χαλασμός κόσμου. Βροντές ακούγονταν από μακρυά και μεγάλες αστραπές έσχιζαν τον ουρανό από ανατολή σε δύση. Μεγάλη ερημιά και βαθύ σκοτάδι επικρατούσε παντού. Ούτε φώτα υπήρχαν, ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα, γιατί ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από μαύρα πυκνά σύννεφα.
Ο παππούς μου είχε πλαγιάσει νωρίς. Περασμένα τα μεσάνυκτα. Η γιαγιά ξαφνικά άκουσε να σηκώνεται από το κρεββάτι του ο παππούς και τον βλέπει να ρίχνει βιαστικά πάνω στους ώμους του το φτωχικό του σακκάκι, έτοιμος να βγεί έξω από το σπίτι. Αμέσως η γιαγιά μου του έβαλε τις φωνές. "Που πας Γιαννή, τέτοια ώρα;" Ο δε παππούς ήρεμος και με σιγανή φωνή απαντά. "Μη φοβάσαι, Ελένη. Ήρθε ο Άγιος Νικόλαος και μου είπε ότι έπεσε η ασημένια εικόνα του κάτω στο πάτωμα της εκκλησίας και θα πάω να την σηκώσω".
Παρόλες τις προτροπές της γιαγιά να μην πάει μέσα σε τέτοια φοβισμένη και βροχερή νύκτα, εντούτοις ο παππούς πήγε γρήγορα στον ναό χωρίς να χάσει λεπτό.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε μούσκεμα σαν παπί, αλλά πολύ ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Είχε πράγματι δίκαιο. Η ασημένια εικόνα του Αγίου Νικολάου ήταν πεσμένη στο πάτωμα της εκκλησίας, όπως του είχε πεί προηγουμένως ο Άγιος. Ο παππούς σήκωσε την εικόνα του αγίου με μεγάλο σεβασμό και με πολλή ευλάβεια και την τοποθέτησε ξανά στην παντοτινή της θέση. Κάνοντας το σταυρό του τρείς φορές προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο και αφού κλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε μέσα στις βροχές στο φτωχικό του κρεββατάκι, για να συνεχίσει τον ύπνο του, ευχαριστημένος και ικανοποιημένος πλέον, γιατί είχε πράξει στο ακέραιον το καθήκον του.
Η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου (η Λεμεσός υπαγόταν στην Μητρόπολη Κιτίου) είχε παραχωρήσει στον παππού μου το ένα από τα δυο σπίτια που υπήρχαν κοντά στη Εκκλησία, ακριβώς εκεί που στεγάζεται σήμερα το Ενοριακό Κέντρο, και ζούσε μαζί με τη γυναίκα του Ελένη. Στο άλλο σπίτι έμενε ο ιερέας με την οικογένειά του.
Ένα βράδυ του χειμώνα, που βροχές έρχονταν και βροχές έφευγαν, είχε μιά μεγάλη καταιγίδα. Ήταν χαλασμός κόσμου. Βροντές ακούγονταν από μακρυά και μεγάλες αστραπές έσχιζαν τον ουρανό από ανατολή σε δύση. Μεγάλη ερημιά και βαθύ σκοτάδι επικρατούσε παντού. Ούτε φώτα υπήρχαν, ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα, γιατί ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από μαύρα πυκνά σύννεφα.
Ο παππούς μου είχε πλαγιάσει νωρίς. Περασμένα τα μεσάνυκτα. Η γιαγιά ξαφνικά άκουσε να σηκώνεται από το κρεββάτι του ο παππούς και τον βλέπει να ρίχνει βιαστικά πάνω στους ώμους του το φτωχικό του σακκάκι, έτοιμος να βγεί έξω από το σπίτι. Αμέσως η γιαγιά μου του έβαλε τις φωνές. "Που πας Γιαννή, τέτοια ώρα;" Ο δε παππούς ήρεμος και με σιγανή φωνή απαντά. "Μη φοβάσαι, Ελένη. Ήρθε ο Άγιος Νικόλαος και μου είπε ότι έπεσε η ασημένια εικόνα του κάτω στο πάτωμα της εκκλησίας και θα πάω να την σηκώσω".
Παρόλες τις προτροπές της γιαγιά να μην πάει μέσα σε τέτοια φοβισμένη και βροχερή νύκτα, εντούτοις ο παππούς πήγε γρήγορα στον ναό χωρίς να χάσει λεπτό.
Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε μούσκεμα σαν παπί, αλλά πολύ ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Είχε πράγματι δίκαιο. Η ασημένια εικόνα του Αγίου Νικολάου ήταν πεσμένη στο πάτωμα της εκκλησίας, όπως του είχε πεί προηγουμένως ο Άγιος. Ο παππούς σήκωσε την εικόνα του αγίου με μεγάλο σεβασμό και με πολλή ευλάβεια και την τοποθέτησε ξανά στην παντοτινή της θέση. Κάνοντας το σταυρό του τρείς φορές προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο και αφού κλείδωσε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε μέσα στις βροχές στο φτωχικό του κρεββατάκι, για να συνεχίσει τον ύπνο του, ευχαριστημένος και ικανοποιημένος πλέον, γιατί είχε πράξει στο ακέραιον το καθήκον του.
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΕΥΣΕΒΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Η κα Σύλβια Λεωνίδου - Ονησιφόρου συνεχίζει να αφηγείται το δεύτερο θαύμα που έγινε στην οικογένειά της. |
Η μητέρα μου Χρυστάλλα Ανδρέου κοιμήθηκε στις 3/2/1992. ΄Ηταν μια πολύ ήσυχη και πιστή γυναίκα και μεγάλωσε εκεί στα παλιά σπίτια της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.
Ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1985 ενώ καθόταν στην βεράντα του σπιτιού μαζί με τον πατέρα μου Ανδρέα Λεωνίδου και την μικρή μου αδελφή την Αγγελική Λεωνίδου και συνομιλούσαν όλοι μεταξύ τους, ξαφνικά η μητέρα μου σηκώθηκε από την καρέκλα της, άνοιξε την αγκαλιά της και την άκουσαν να φωνάζει: "Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! Περάστε μέσα". Το πρόσωπό της έλαμπε κάπως παράξενα και φαινόταν παρα πολύ χαρούμενη. Οι άλλοι που την είδαν και πρόσεξαν τις κινήσεις της και άκουσαν και τα λόγια της που είπε, δεν κατάλαβαν, μα ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν το λόγο που την έκαμε να πράξει ότι έπραξε.
Μετά από λίγα λεπτά κάθησε ήσυχη στην καρέκλα της. Ανήσυχοι οι άλλοι τη ρώτησαν τι είχε και τι έπαθε. Τότε η μητέρα μου απάντησε φυσικότατα: "Δεν βλέπατε τους τρείς Δεσποτάδες που ήλθαν στο σπίτι μας; Ήταν εδώ κοντά μας ο Άγιος Νικόλαος, ο Απόστολος Λουκάς και τον τρίτο δεν τον κατάλαβα ποιός ήταν. Και οι τρείς ήταν ντυμένοι στα αρχιερατικά τους ενδύματα. Τους είπα να περάσουν μέσα, αλλά ο Άγιος Νικόλαος μου απάντησε ότι ήταν όλοι τους βιαστηκοί. Αμέσως εκείνη τη στιγμή ο ΄Αγιος Νικόλαος ευλόγησε το σπίτι μας και μου είπε να μην φοβούμαι και ότι όλα θα πάνε καλά. Μου χαμογέλασαν και οι τρείς, βγήκαν από την αυλή μας και προχώρησαν προς το μέρος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Εσείς δεν τους είδατε που ήταν εδώ; Γιατί με ρωτάται;"
Η μητέρα μου την ώρα που έγιναν όλα αυτά ήταν ξύπνια και είχε τις αισθήσεις της. Επίσης η μητέρα μου ήταν ένας πολύ θετικός και ειλικρινής άνθρωπος και έλεγε με σιγουριά και με ενθουσιασμό εκείνα που συνέβηκαν εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού το 1985.
Ένα απόγευμα του καλοκαιριού του 1985 ενώ καθόταν στην βεράντα του σπιτιού μαζί με τον πατέρα μου Ανδρέα Λεωνίδου και την μικρή μου αδελφή την Αγγελική Λεωνίδου και συνομιλούσαν όλοι μεταξύ τους, ξαφνικά η μητέρα μου σηκώθηκε από την καρέκλα της, άνοιξε την αγκαλιά της και την άκουσαν να φωνάζει: "Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε! Περάστε μέσα". Το πρόσωπό της έλαμπε κάπως παράξενα και φαινόταν παρα πολύ χαρούμενη. Οι άλλοι που την είδαν και πρόσεξαν τις κινήσεις της και άκουσαν και τα λόγια της που είπε, δεν κατάλαβαν, μα ούτε μπορούσαν να εξηγήσουν το λόγο που την έκαμε να πράξει ότι έπραξε.
Μετά από λίγα λεπτά κάθησε ήσυχη στην καρέκλα της. Ανήσυχοι οι άλλοι τη ρώτησαν τι είχε και τι έπαθε. Τότε η μητέρα μου απάντησε φυσικότατα: "Δεν βλέπατε τους τρείς Δεσποτάδες που ήλθαν στο σπίτι μας; Ήταν εδώ κοντά μας ο Άγιος Νικόλαος, ο Απόστολος Λουκάς και τον τρίτο δεν τον κατάλαβα ποιός ήταν. Και οι τρείς ήταν ντυμένοι στα αρχιερατικά τους ενδύματα. Τους είπα να περάσουν μέσα, αλλά ο Άγιος Νικόλαος μου απάντησε ότι ήταν όλοι τους βιαστηκοί. Αμέσως εκείνη τη στιγμή ο ΄Αγιος Νικόλαος ευλόγησε το σπίτι μας και μου είπε να μην φοβούμαι και ότι όλα θα πάνε καλά. Μου χαμογέλασαν και οι τρείς, βγήκαν από την αυλή μας και προχώρησαν προς το μέρος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Εσείς δεν τους είδατε που ήταν εδώ; Γιατί με ρωτάται;"
Η μητέρα μου την ώρα που έγιναν όλα αυτά ήταν ξύπνια και είχε τις αισθήσεις της. Επίσης η μητέρα μου ήταν ένας πολύ θετικός και ειλικρινής άνθρωπος και έλεγε με σιγουριά και με ενθουσιασμό εκείνα που συνέβηκαν εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού το 1985.
ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΗΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ
Γύρω στο 1920 όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι, μέναμε εδώ στον Άγιο Νικόλαο. Είχαμε μεγάλη φτώχεια. Ο πατέρας μου ήταν βοσκός και είχε δικό του κοπάδι. Κάποια μέρα πήτε για να κόψει ξύλα. Εκεί λοιπόν που πήγε κτύπησε σ' ένα σημείο σ' ένα δέντρο και "έχασε το φώς του" (τυφλώθηκε). Ο κόσμος είπε ότι κτύπησε το "τραπέζι του έξω που δαμέ" (διαβόλου). |
Επισκέφτηκε διάφορους γιατρούς και δεν γιατρευόταν. Πήγε και σε διάφορες εκκλησίες. Στο τέλος αποφάσισε να πάμε περπατητοί από τον Άγιο Νικόλαο στην Αγία Βαρβάρα στο Ζακάκι. Το βράδυ, στον ύπνο του, φανερώθηκε ένας Άγιος και του είπε: "Πήγες σε όλες τις εκκλησίες και κοντά μου δεν ήρθες".
"Ποιός είσαι;" ρώτησε ο πατέρας μου. Και πήρε την απάντηση: "Είμαι ο Άγιος Νικόλας. Θέλω να έρθεις έτσι..." και σήκωσε τα ράσα του, δείχνοντας τα πόδια του που ήταν καθαρά.
Ο πατέρας μου ζήτησε να του βράσουν νερό και έκανε μπάνιο. Κάναμε μαζί την αντίστροφη πορεία με τα πόδια αυτός, ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος κι' εγώ. Το βράδυ ο πατέρας μου κοιμήθηκε μόνος του μέσα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Το άλλο πρωϊνό πήγαμε να τον πάρουμε από εκεί αλλά δεν τον βρήκαμε. Είχε γίνει καλά. Ο Άγιος Νικόλαος θεράπευσε τα μάτια του και όταν ξύπνησε έβλεπε όπως πρίν. Είχε πάει σπίτι μας, στη στάνη, πήρε το κοπάδι και το οδήγησε στην βοσκή.
Όλοι μας δοξάσαμε τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο! Οι "παλιοί" είχαν μεγάλη πίστη βλέπετε.
"Ποιός είσαι;" ρώτησε ο πατέρας μου. Και πήρε την απάντηση: "Είμαι ο Άγιος Νικόλας. Θέλω να έρθεις έτσι..." και σήκωσε τα ράσα του, δείχνοντας τα πόδια του που ήταν καθαρά.
Ο πατέρας μου ζήτησε να του βράσουν νερό και έκανε μπάνιο. Κάναμε μαζί την αντίστροφη πορεία με τα πόδια αυτός, ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος κι' εγώ. Το βράδυ ο πατέρας μου κοιμήθηκε μόνος του μέσα στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Το άλλο πρωϊνό πήγαμε να τον πάρουμε από εκεί αλλά δεν τον βρήκαμε. Είχε γίνει καλά. Ο Άγιος Νικόλαος θεράπευσε τα μάτια του και όταν ξύπνησε έβλεπε όπως πρίν. Είχε πάει σπίτι μας, στη στάνη, πήρε το κοπάδι και το οδήγησε στην βοσκή.
Όλοι μας δοξάσαμε τον Θεό και τον Άγιο Νικόλαο! Οι "παλιοί" είχαν μεγάλη πίστη βλέπετε.
ΘΑΥΜΑ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
|
(Απόσπασμα από την εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΙΝΗ" ημερομηνίας 19/7/1998)
Ο αστυφύλακας Πολύδωρος Γεωργιάδης δεν είναι από τους ανθρώπους, που λυγίζουν εύκολα. Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και μοναδική νηφαλιότητα, τη ζωή. Όταν θυμάται όμως, τις 100 μέρες της αιχμαλωσίας του, σταν μπουντρούμια των Αδάνων και της Αμάσιας, είναι αδύνατο, όσο κι αν προσπαθεί, να κρύψει τα δάκρυά του κι ακόμα περισσότερα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν εξιστορούσε την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου, μέσα στο κελλί του, στις 5 Σεπτεμρίου. Ας τον αφήσουμε να μας αφηγηθεί τι είδε:
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
"Ενώ κοιμόμουν, στις 10 το βράδυ εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος, κρατώντας στο ένα χέρι τη γυναίκα μου, η οποία φορούσε τα ίδια ρούχα με την τελευταία μέρα, που την είδα, όταν πιάστηκα αιχμάλωτος, και στο άλλο χέρι ένα μωρό. "Να η γυναίκα σου και το αρσενικό μωρό που σου γέννησε", μου είπε. "Ναι, αλλά το τάξαμε στον Απόστολο Ανδρέα", του απάντησα. "Το ξέρω, αλλά να το βαφτίσετε στην εκκλησία μου", μου είπε ο Άγιος Νικόλαος και εξαφανήστηκε. "Την ίδια στιγμή", πρόσθεσε ο Πολύδωρος Γεωργιάδης, είδα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο χωριό μου, τη Νατά της Πάφου. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε στις φυλακές ο Ερυθρός Σταυρός και εγώ έγραψα αυτά που είδα τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου, όταν εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος. Οι Σημειώσεις μου έφθασαν, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στα χέρια της γυναίκας μου, η οποία αργότερα μού είπε ότι συγκλονήστηκε και ενημέρωσε όλους τους συγχωριανούς μου για την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου. Στις 28 Οκτωμβρίου, όταν απελευθερώθηκα, πήγαμε κατευθείαν στη Νατά. Ήταν 1.30 το πρωί και όλοι οι συγχωριανοί μου, που ήταν ειδοποιημένοι, βρίσκονταν στο πόδι, ενώ η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου κτυπούσε χαρμόσυνα".
Ο αστυφύλακας Πολύδωρος Γεωργιάδης δεν είναι από τους ανθρώπους, που λυγίζουν εύκολα. Αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και μοναδική νηφαλιότητα, τη ζωή. Όταν θυμάται όμως, τις 100 μέρες της αιχμαλωσίας του, σταν μπουντρούμια των Αδάνων και της Αμάσιας, είναι αδύνατο, όσο κι αν προσπαθεί, να κρύψει τα δάκρυά του κι ακόμα περισσότερα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όταν εξιστορούσε την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου, μέσα στο κελλί του, στις 5 Σεπτεμρίου. Ας τον αφήσουμε να μας αφηγηθεί τι είδε:
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
"Ενώ κοιμόμουν, στις 10 το βράδυ εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος, κρατώντας στο ένα χέρι τη γυναίκα μου, η οποία φορούσε τα ίδια ρούχα με την τελευταία μέρα, που την είδα, όταν πιάστηκα αιχμάλωτος, και στο άλλο χέρι ένα μωρό. "Να η γυναίκα σου και το αρσενικό μωρό που σου γέννησε", μου είπε. "Ναι, αλλά το τάξαμε στον Απόστολο Ανδρέα", του απάντησα. "Το ξέρω, αλλά να το βαφτίσετε στην εκκλησία μου", μου είπε ο Άγιος Νικόλαος και εξαφανήστηκε. "Την ίδια στιγμή", πρόσθεσε ο Πολύδωρος Γεωργιάδης, είδα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο χωριό μου, τη Νατά της Πάφου. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε στις φυλακές ο Ερυθρός Σταυρός και εγώ έγραψα αυτά που είδα τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου, όταν εμφανίστηκε ο Άγιος Νικόλαος. Οι Σημειώσεις μου έφθασαν, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, στα χέρια της γυναίκας μου, η οποία αργότερα μού είπε ότι συγκλονήστηκε και ενημέρωσε όλους τους συγχωριανούς μου για την εμφάνιση του Αγίου Νικολάου. Στις 28 Οκτωμβρίου, όταν απελευθερώθηκα, πήγαμε κατευθείαν στη Νατά. Ήταν 1.30 το πρωί και όλοι οι συγχωριανοί μου, που ήταν ειδοποιημένοι, βρίσκονταν στο πόδι, ενώ η καμπάνα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου κτυπούσε χαρμόσυνα".
Με πληροφορίες από imlemesou.org/anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου