Ενα ξεροβόρι μας έκανε να σηκώσουμε τον γιακά.
Η αγρυπνία άρχιζε στις δέκα.
Μπαίνοντας στην εκκλησία κατάλαβαμε το διαφορετικό....Κατέβηκαν οι γιακάδες, ξεκουμπώθηκαν πανωφόρια και καρδιές, ζεστάθηκαν τα παγωμένα μέλη, αόρατος κυκλοφορούσε ο Παπαδιαμάντης -ευτυχής που μπορούσε να ξαναγράψει- άγιοι μπαινόβγαιναν αθέατοι -ένιωθες την ελαφρά αύρα του ερχομού τους-, ταπεινές οι φωνές των ψαλτάδων, ανθοστόλιστες οι εικόνες, το λείψανο του Αγ. Ρηγίνου ασφάλεια της νύχτας, ο παπα Μιχάλης στο ψαλτήρι εγγύηση ότι όλα θα είναι σεβαστικά και παπαδιαμαντικής υφής, το σκοτάδι σπλαχνικό, το λιγοστό φως ευγενικό, σκυμένα κεφάλια, χέρια δεμένα μπροστά σε εκούσια υποταγή έρωτος προς το θείον και οι άγιοι να ανεβοκατεβαίνουν από τα εικονίσματα, άλλος στο Χερουβικό, άλλος στο Ευαγγέλιο, άλλος στο Κοινωνικό για να χαιδέψουν τα ανθρώπινα και να τα απαλύνουν σε μετάνοια και κατάνυξη.
Η μάνα μου αλλιώς κι'αυτή απόψε, έφερε το προσφοράκι που ζύμωσε, λιβάνι και καρβουνάκι για να τα καίνε οι άγγελλοι την ώρα που θα κοινωνούσε, νομίζω.
Η Ζωή δίπλα μου, έκλαιγε. Μετά μου είπε πως έβλεπε στην Ωραία Πύλη τον Γέροντα Ευμένιο με πορφυρή στολή γεμάτη χρυσούς σταυρούς....Καθόλου παράξενο να ήταν κι'αυτός εκεί. Τί είναι νάρθεις απ' τον Παράδεισο; Χόπ, ένα πήδημα και έφτασες....
Ο παπα Σπυρίδωνας έδινε το αντίδωρο, ο παπα Νικόλας τον άρτο.
Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ο κόσμος αφού έπαιρνε και από τα δύο, δεν έφευγε.
Αργότερα στις κουβέρτες, στα ενύπνια και στα χνώτα των σπιτικών μας, οσφραινόμαστε τα λιβάνια τούτης της παράξενης βραδυάς..
Εξω φυσούσε δυνατό ξεροβόρι. 'Η μήπως μας είχαν ακολουθήσει οι άγιοι που είχαν κατέβει να τιμήσουν την γιαγιά μας την Αννα, την μάνα της Κυράς της Παναγιάς;
Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ο κόσμος αφού έπαιρνε και από τα δύο, δεν έφευγε.
Ολοι κοντοστέκονταν. Σαν να μην ήθελαν να πάψουν να αποτελούν πληθυσμό της οικίας του Κυρίου, σαν να ήταν εποχή κατακομβών και έξω περίμεναν οι διώκτες, σαν να ήταν στη μέση ενός θαύματος και δεν ήθελαν να βγούν εκτός του κάδρου των θαυμασίων......
Τελικά βγήκαμε στην κρύα νύχτα, πάλι. Μέσα μας, όλα ήταν ζεστά .
Αργότερα στις κουβέρτες, στα ενύπνια και στα χνώτα των σπιτικών μας, οσφραινόμαστε τα λιβάνια τούτης της παράξενης βραδυάς..
Εξω φυσούσε δυνατό ξεροβόρι. 'Η μήπως μας είχαν ακολουθήσει οι άγιοι που είχαν κατέβει να τιμήσουν την γιαγιά μας την Αννα, την μάνα της Κυράς της Παναγιάς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου