Μετά την κακοκαιρία της παραμονής, λίγοι περίμεναν πως θα ήταν δυαντό να ξημερώσει μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα. Κι’ όμως ο Άγιός ήθελε να «βγει»…… Προσπάθησε να κρύψει τις αμέτρητες πληγές του το νησάκι μας δίχως και να το καταφέρει. Τι να πρωτοσκεπάσει αλήθεια ! Πώς να πάρουν της πόλης τη μορφή εκείνα τα ατέλειωτα χαλάσματα, εκείνος ο κυμάς που βγαίνει από τις μπουλντόζες και τις πολύμορφες μηχανές, που αλέθουν την πατρίδα του Ξενόπουλου !
Έτσι μονάχα το γαλάζιο τ’ ουρανού και της Πόχαλης το πράσινο, θύμιζαν πως βρισκόμαστε στη Φλωρεντία της Ελλάδας. Μονάχα αυτά κι΄ η φαντασία , που έφτιαχνε σπίτια τα ερείπια και κορνιζάρανε με κολώνες το δρόμο που ακολουθούσε η λιτανεία.
Αλήθεια ποια σκέψη δεν γύρισε στα παληά σαν ο Άγιος έφτασε στην ιστορική πλατεία «Πάνω πλατεία», την πλατεία του Βενετσιάνου Άγιου Μάρκου, των Ποπολάρων και του Ρώμα. Εκεί που τα ερείπια σε κυκλώνουν από παντού και που του κάκου ψάχνεις να βρεις τι ήταν εδώ, τι υπήρχε εκεί !
Ποια σέψη δεν ύψωσε λαμπροντυμένο το πανέμορφο καζίνο, τον πύργο του Ρολογιού του Φόρου, τον Μόντε και το καμπαναρίο των Αγίων Πάντων. Ποια φαντασία δεν ζωντανεύει το μέγαρο της Νομαρχίας , τα’ αρχοντικό του Μιχαλίτση, τα σπίτια τα ψηλά με τα σημαιοστόλιστα μπαλκόνια και τα πλημμυρισμένακλόσμο παράθυρα ;
Και πόσοι δεν πάλαιψαν να πνίξουν τους λυγμούς τους, σαν ανεβασμένοι πάνω στα χαλάσματα του πατρικού τους, πάνω στον τάφο της χαμένης ευτυχίας τους, περίμεναν για να δουν την Χάρη Του , για να κάμουν τον σταυρό τους !
Και ό Άγιος διάβαινε και έδινε την ευλογία Του, για να ξαναγίνει πάλι Χώρα τούτη η κόλαση.
Σαν ζωντάνεμα μιας μεγάλης ελπίδας ήχοι καμπάνας συντρόφεψαν την λιτανεία στο δρόμο της. Β έ ρ ο ι Ζακυθινοί , περιφρονώντας τον θανάσιμο κίνδυνο, σκαρφάλωσαν στα ετοιμόρροπα καμπαναρία της Πικριδιώτισσας και της Χρυσοπηγής και σιγοντάρανε το υπερκόσμιο τραγούδι της μεγάλης καμπάνας του καμπαναρίου του Αγίου, που σωσμένη από κάποιο θαύμα απ’ την καταστροφή, είχε κρεμαστεί σε τρία δοκάρια και σήμαινε απίστευτα θλιβερά. Κι’ όμως, έστω και μέσα σε χαλάσματα, η λιτανεία αυτή είχε μίαν αφάνταστη μεγαλοπρέπεια. Είχε κάτι που δεν μπορεί κανένας να το χαρακτηρίσει. Κάτι το βαθύ, το δυνατό, το μεγάλο. Κάτι σαν πίστη και σαν κουράγιο. Κάτι σαν θύμιση και σαν όνειρο…
Κάτι που συντρόφεψε τους Ζακυθινούς στις παράγκες και στις σκηνές τους, κάτι που τους έφερε στα μάτια κάποιο δάκρυ που μάταια προσπάθησαν να κρύψουν. Κάτι που τους μιλούσε για ένα καιρό που διάβηκε και που κανείς δεν ξέρει πότε γυρίσει.
Χρονογράφημα του Τάλμποτ Κεφαλινού στις 24-12-1954.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου