8 Ἰουλίου
Ὁ ἔνδοξος ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσιος γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος. Κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἅγιος Βλάσιος (Σούβλιαση ἡ παλαιότερη ὀνομασία) τῆς Θεσπρωτίας, κοντὰ στὴν πόλη τῆς Ἠγουμενίτσας. Οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε γι' αὐτὸν προέρχονται ἀπὸ τὸν Βίο του ποὺ σώζεται στὸ ἔργο «Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὅπου κυρίως ἀναφέρεται τὸ μαρτυρικὸ του τέλος. Δὲν γνωρίζουμε κάτι σχετικὸ μὲ τὴν παιδικὴ καὶ νεανικὴ του ἡλικία, εὔκολα ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι μέσα στὰ δύσκολα χρόνια ποὺ ἔζησε, ἔλαβε ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του εὐσεβῆ ἀνατροφὴ «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Ἡ εὐσεβής του ἀνατροφὴ καὶ ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ ὁδήγησαν ἀργότερα τὸν μακάριο Ἀναστάσιο στὴν ἀπόφαση νὰ ἐνταχθεῖ στὸν Ἱερὸ Κλῆρο καὶ νὰ διακονήση τὸν Θεὸ καὶ τὸν λαὸ Του ὡς πρεσβύτερος.
Σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἰερατικῆς του ζωῆς καὶ ἐνῶ ἐφημέρευε σὲ κάποιο Ναὸ ἔξω ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀρχίζει τὴν ἐξιστόρησή του ὁ Συναξαριστής. Συνέβη τότε τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίου τοῦ Ρώσσου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἔνιωσε μέσα του νὰ ἀνάβει ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ παρακαλοῦσε κάθε μέρα τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώση νὰ δώση κι αὐτὸς τὸ αἷμα του γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Κωνσταντινούπολη ζοῦσε κι ἕνας Κύπριος ἱερομόναχος ὁ ὁποῖος λόγω τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς ποῦ ζοῦσε, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἑβδομήντα του χρόνια, ἔχοντας χάσει καὶ τὸ φῶς του, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἀσπάστηκε τὴν πίστη τοῦ Μωάμεθ. Οἱ Τοῦρκοι, ὅπως συνήθιζαν σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τοῦ προσέφεραν πολλὰ δῶρα καὶ τιμὲς καὶ ἐκεῖνος, τυφλωμένος περισσότερο πνευματικὰ ἀπὸ ὅτι σωματικά, ἔφθασε νὰ μεταβαίνει μαζὶ μὲ τοὺς Σέχηδες στὸ Γενί-Τζαμὶ καὶ νὰ κηρύττει στὰ σκαλοπάτια του, διδάσκοντας στοὺς εἰσερχόμενους μουσουλμάνους τούς μύθους τῆς θρησκείας των, λαμβάνοντας ἀπὸ αὐτοὺς καὶ χρήματα.
Μία μέρα ἐνῶ ὁ Ἅγιος μετέβαινε στὴν ἀγορά, πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ Γενί-Τζαμὶ καὶ βλέποντας στὰ σκαλοπάτια τὸν ἐξομώτη, πρώην ἱερομόναχο, νὰ διδάσκη τοὺς Τούρκους, πόνεσε μὲ τὴν καρδιά του καὶ στάθηκε ἐκεῖ παρατηρώντας τον ἀναλογιζόμενος ἀπὸ ποιὸ ὕψος τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ ἐξέπεσε καὶ κατακρημνίσθηκε σὲ τέτοιο βάθος σκοτισμοῦ, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ κακοῦ, ὁ Ἑωσφόρος. Βλέποντας τὸν Ἀναστάσιο νὰ στέκεται σκεπτικός, οἱ διερχόμενοι Τοῦρκοι, τοῦ εἶπαν μὲ τὴν συνηθισμένη τους βαρβαρότητα. «Μπρέ, παππᾶ, βλέπεις αὐτὸν τὸν Σέχη; Καὶ αὐτὸς παππᾶς ἦταν καὶ γνώρισε τὴν πίστη μας καὶ ἔγινε Τοῦρκος. ἔλα κι ἐσὺ νὰ γίνης Τοῦρκος γιὰ νὰ κερδίσης τὸν Παράδεισο. Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἔλεγαν οἱ Ἀγαρηνοί. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἄνοιξε τὸ εὐλογημένο του στόμα καὶ τοὺς ἀπάντησε μὲ λόγια σκληρὰ ὅμως ἀληθινά. «Ὦ τυφλοὶ καὶ πλανεμένοι, τί τὸν ἀκοῦτε; Αὐτὰ πού σᾶς λέει εἶναι ὅλα ψέματα. Ἐσεῖς, πού εἶστε Τοῦρκοι ἀπὸ τοὺς προγόνους σας, αὐτὸν τὸν σαπρόγερο βάλατε νὰ σᾶς διδάξη τὴν πίστη; Αὐτὸν ποὺ τὸν ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πολλή του κακία καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, τώρα στὰ γεράματα; Ποῦ γνωρίζει τὴν πίστη σας αὐτὸς πού ἀκόμη δὲν γιατρεύτηκε ἀπὸ τὸ σουνέτισμα; Κρίμα στὴ γνώση σας καὶ λέτε ὅτι ἔχετε καὶ πίστη».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ ἀκόμη περισσότερα μὲ μεγάλη τόλμη καὶ θάρρος στὴν τουρκικὴ γλώσσα, ὁ Ἅγιος, σιώπησε. Οἱ δὲ Ἀγαρηνοὶ ἀκούγοντάς τα, ὥρμησαν κατεπάνω του μὲ μίσος καὶ ἀρπάζοντάς τον, τὸν παρουσίασαν στὸν Κατή, δηλαδὴ τὸν ἱεροδικαστὴ τῶν μουσουλμάνων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Βεζύρη. Ὁ δὲ Μάρτυς εἶπε καὶ σ' αὐτοὺς τὰ ἴδια λόγια γι' αὐτὸ καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐξορισθῆ στὸ νησὶ τῆς Χίου. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀνεβάσουν στὸ πλοῖο γιὰ τὴν ἐξορία, ὁ Ἅγιος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, μὲ φρόνιμο τρόπο τοὺς ξεγέλασε καὶ τὸν ἔφεραν πάλι μπροστὰ στὸν Βεζύρη, στὸν ὁποῖο εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἐνδοξότατε ἀφέντη, γιὰ ποιὸ λόγο μὲ στέλνεις στὴν ἐξορία; Ἐπειδή σοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια; Μᾶλλον νὰ μὲ τιμήσης θὰ ἔπρεπε καὶ ὄχι νὰ μὲ ἐξορίσης. Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν θέλετε νὰ ἀκούσετε τὴν ἀλήθεια, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχετε αὐτοὺς τοὺς τυφλοὺς καὶ πλανεμένους νὰ σᾶς διδάσκουν». Τόσο ἔντονα καὶ μὲ θάρρος ἐχλεύασε τὴν θρησκεία τῶν Τούρκων καὶ ἐκύρηξε τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ὁμολογώντας ἔτσι τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ὅλη τὴν ἔνσαρκον Αὐτοῦ οἰκονομίαν, ὥστε ὅλοι ποὺ τὸν ἄκουγαν νὰ μείνουν ἄφωνοι. Μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξουν τὸν ἔλεγχο αὐτῆς τῆς φωνῆς τῆς ἀληθείας, κατὰ διαταγὴ τοῦ Μουφτῆ, ἔστειλαν καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν μπροστὰ στὸ Γενί-Τζαμί. Ἔτσι ὁ τρισμακάριστος Ἀναστάσιος ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ μὲ τόση λαχτάρα ποθοῦσε καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ πέταξε γιὰ νὰ μεταβῆ κοντὰ στὸν Σωτήρα Χριστό, ποὺ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε. Ἦταν ἡ 8η Ἰουλίου τοῦ 1743.
Μετὰ τὴν ἀποτομή τῆς τιμίας αὐτοῦ κεφαλῆς, φῶς οὐράνιο παρουσιάστηκε τὴ νύκτα πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ἱερομάρτυρος καὶ ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς φρουροὺς ποὺ τὸ ἐφύλαγαν, καθῶς καὶ ἀπὸ ὅσους πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ, Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους καὶ ὅλοι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ παράδοξο θέαμα. Οἱ μὲν Ἀγαρηνοὶ καταισχύνθηκαν ἀπὸ τὴν θεοσημεία, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, ποὺ ἀντιδοξάζει τοὺς πιστούς Του δούλους. Στὴ συνέχεια τὸ Ἅγιο Λείψανο, παραδόθηκε στοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ ταφῆ. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ παράδοση δὲν διέσωσε τὸν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ μαρτυρικοῦ σώματος, οὔτε ἄλλη πληροφορία σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα, μετὰ τὸ θάνατό του.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀναστασίου τελεῖται πανηγυρικὰ στὶς 8 Ἰουλίου, στὴν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, στὸν Ἅγιο Βλάσιο, στὸν ἱστορικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου εὑρίσκεται ἡ ἱερά του Εἰκόνα, ἐνῶ παράλληλα γίνονται ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀνέγερση Ἱεροῦ Ναοῦ ἐπ' ὀνόματί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου