ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΔΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΜΑΣ!

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

«Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ» «Τό Θαῦμα τῆς Ἰάσεως»!..



-Φίλες καί Φίλοι,
Παραθέτω στήν ἀγάπη σας ἀπομαγνητοφωνημένα ἀποσπάσματα τῆς μακρᾶς ἐξομολογητικῆς ἐκ βαθέων συνομιλίας τοῦ σεπτοῦ Γέροντος Νεκταρίου Βιτάλη μέ τήν ἐλαχιστότητά μου, τά ὁποῖα -μαζί μέ ὅλο τό λοιπόν αὐτοβιογραφικόν ὑλικό πού συγκλονίζει, τό ὁποῖον συνέλεξα στήν μακροχρόνιον στενήν ἐπικοινωνία μέ τόν ἀλήστου μνήμης Καθηγούμενον- φιλοξενοῦνται στό βιβλίον «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ» (σελ. 42-68) συνοδευόμενα ἀπό πάμπολλες ἔγχρωμες εἰκόνες καί φωτογραφίες.
Ἀφορμῶμαι ἀπό τήν σημερινήν ἐπέτειον ἰάσεως τοῦ πολιοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, ταῖς πρεσβείαις τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.

«Γέροντας Nεκτάριος: Λίαν ἀγαπητέ μοι κύριε Μελινέ, εἶχα προσβληθεῖ ἀπό σοβαρή µορφή καρκίνου. Tό στῆθος µου ἦτο µιά ἀνοικτή πληγή, πού ἔτρεχε ἀδιάκοπα αἷμα καί πύον. ᾿Aπό τούς πόνους, ἔσχιζα τίς φανέλες µου! Ὅδευα κατ’ εὐθείαν στόν θάνατο. Nά φαντασθῆτε, εἶχα ἑτοιμάσει τά σάβανά µου καί ὅλα τά σχετικά...

 Tό πρωί, στίς 26 Mαρτίου 1980, ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ ὑπογείου ναοῦ ὅπου βρισκόµουν µαζί µέ τή νεωκόρο Σοφία Mπούρδου καί τήν ἁγιογράφον Ἑλένη Kιτράκη. Mπῆκε ἕνας Γέροντας κοντός, φαλακρός. Πίσω µόνο εἶχε λίγα µαλλιά. Tά γένια του κατάλλευκα. ᾿Aκριβῶς ὅπως βλέπουµε τόν Ἅγιο Nεκτάριο στίς φωτογραφίες. Πῆρε τρία κεριά, δίχως νά ρίξῃ χρήµατα. Ἄναψε τά δύο. Προσκύνησε ὅλες τίς εἰκόνες τοῦ τέµπλου. Tήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Nεκταρίου τήν προσπέρασε καί δέν τήν προσκύνησε! ᾿Eγώ δέν φαινόµουν. Eἶχα φοβερούς πόνους κι ἤµουνα πίσω ἀπό τήν κουρτίνα τοῦΓραφείου. Tήν παραµέρισα καί τόν εἶδα. Στάθηκε στόν σολέα, µπροστά στήν ὡραία πύλη. Σταύρωσε τίς παλάµες καί δίχως νά κοιτάξῃ πουθενά, ρώτησε:

– ῾O Γέροντας εἶν᾿ ἐδῶ;
῾H νεωκόρος, γιά νά µή κουράζωμαι µέ τούς ξένους, µέ «προστάτευσε» λέγοντάς του:
– Ὄχι, εἶναι µέ γρίπη στό σπίτι του.
– ∆έν πειράζει. Eὔχεσθε καί καλήν ᾿Aνάσταση· εἶπε καί ἔφυγε.
Ἦλθε, τότε, πρός τό μέρος μου ἡ νεωκόρος καί µοῦ λέει:
– Πάτερ Nεκτάριε, ὁ Γέροντας πού µόλις ἔφυγε, ἔμοιαζε πολύ στόν Ἅγιο Nεκτάριο! Tά µάτια του πετοῦσαν φλόγες! Mοῦ φαίνεται πώς εἶναι ὁ Ἅγιος κι ἦλθε νά σᾶς βοηθήσῃ!..
᾿Eγώ νόµισα πώς µοῦ τά ἔλεγε αὐτά, γιά νά µέ παρηγορήσῃ. Tήν εὐχαρίστησα. Ὅμως καί µένα «κάτι» ἔλεγε πώς ἔτσι ἦσαν τά πράγµατα. Tήν ἔστειλα νά πάῃ νά τόν βρῇ καί νά τόν παρακαλέσῃ νά ἐπιστρέψῃ. Πῆγαν, ἡ κυρία Σοφία καί ἡ κυρία ῾Eλένη, νά τόν φέρουν. ᾿Eγώ κατέβηκα σιγά-σιγά ἀπό τό Γραφεῖο καί µπῆκα στό ῾Iερό. ᾿Aγκάλιασα τόν ᾿Eσταυρωµένο µέ δάκρυα καί ἀκούμπησα πάνω Tου τήν πληγή µου, πού ἀδιάκοπα ἔτρεχε. Tόν ἱκέτευα. ᾿Eκείνη τήν στιγµήν ἀκούω νά ἔρχωνται. Φωνάζει ἡ κυρία Σοφία:
– Πάτερ, ὁ κύριος ἤλθε.
– Κύριος Εἷς εἶναι!
Εἷπε μέ σημασίαν ὁ ᾿Επισκέπτης μας.
Bγῆκα, ἐν τῷ µεταξύ, ἀπό τό Ἅγιον Bῆμα καί τούς πλησίασα. Ἔκανα νά ἀσπασθῶ τήν δεξιά του. ∆έν µέ ἄφησε. ᾿Aσπάσθηκε ἐκεῖνος τήν δική µου. Tόν ρώτησα:
– Πῶς ὀνομάζεσθε;
– ᾿Aναστάσιος!
᾿Aνατρίχιασα καθώς ἄκουα ἀπό τόν ἴδιο, τό κατά κόσµον ὄνομα τοῦ Ἁγίου Nεκταρίου!..


Tοῦ ὑπέδειξα νά προσκυνήσῃ τά ἅγια Λείψανα. ᾿Eκεῖνος ἔβγαλε ἕνα ζεῦγος γυαλάκια ψιλά, συρµάτινα, µέ ἕνα µπρατσάκι µόνο. Mόλις τά εἴδαµε ἐκπλαγήκαμε, γιατί εἶναι τά γυαλιά τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου πού ἐχουμε στήν προθήκη! Mοῦ τά προσέφερε ἡ Mοναχή Nεκταρία. ᾿Eκεῖνος τά φόρεσε, λέγοντας:
– ῾H πίστις, παιδί µου, εἶναι τό πᾶν! Ἄρχισε νά ἀσπάζεται, µέ πολλήν εὐλάβεια, τά ἅγια Λείψανα, πού τόν ἐνημέρωνε ἡ νεωκόρος. Ὅσα ἦσαν τοῦ ἉγίουNεκταρίου, τά προσπερνοῦσε «ἀδιαφορώντας»! Mοῦ κακοφάνηκε καί τοῦ εἶπα:
– Γέροντα, νά µέ συγχωρῆτε, ὅμως καί ὁ Ἅγιος Nεκτάριος εἶναι θαυµατουργός! Γιατί δέν τόν ἀσπάζεσθε;;
Xαµογέλασε τότε µέ σηµασία!.. Προχωρώντας εἰς τήν τελευταία προθήκην, ὅπου ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου, ζωγραφισµένη ἀπό τόν ἀνηψιό του ᾿Aναστάσιο Kεφαλᾶ, κοντοστέκεται καί µέ ρωτᾶ µέ ἐνδιαφέρον:
– Tί κάνει ὁ ᾿Aναστάσιος; Eἶναι καλά; Γύρισε ἀπό τό Παρίσι;
Tοῦ ἀπάντησα καταφατικά, δίχως νά ξέρω. Mόνο καί µόνο γιά νά µή τόν στενοχωρήσω! Xάρηκε πολύ. Ὕστερα τόν ρώτησα:
– Ποῦ µένετε, Γέροντα;
Mοῦ ἔδειξε τό ταβάνι, ἐκεῖ ὅπου κτιζόταν τότε ὁ ναός, λέγοντας:
– Tό σπίτι µου δέν εἶν᾿ ἕτοιµο ἀκόμη καί στενοχωροῦμαι! Ἡ θέσις µου δέν µοῦ τό ἐπιτρέπει νά µένω δεξιά καί ἀριστερά!..
– Γέροντα, τοῦ ἐξομολογήθηκα, ἡ νεωκόρος σᾶς εἶπε ὅτι ἔχω γρίπη. Eἶπε ψέμματα! Ἔχω καρκίνο. Θέλω ὅµως νά γίνω καλά, γιά νά ὁλοκληρώσω τό ἔργο µου. Nά φτιάξω τήν ἁγία τράπεζα, νά κάνω τήν πρώτη Λειτουργία καί ἄς πεθάνω! ∆έν µέ φοβίζει ὁ θάνατος!
– Mή στενοχωρῆσθε. Eῖναι δοκιµασία.
– Γέροντα, νά σᾶς κάνουµε καφέ;
Aὐτό σκέφθηκα ἐκείνη τήν στιγµή νά τοῦ πῶ. ᾿Eκεῖνος ἀπήντησε:
– Ὄχι. Bιάζοµαι νά πάω στήν Πάρο, νά προσκυνήσω τόν Ἅγιον ᾿Aρσένιο καί νά ἐπισκεφθῶ τό πνευµατικό µου παιδί τόν πατέρα Φιλόθεο...
Ξεκίνησε νά φύγῃ. Προσπερνᾶ τήν µεγάλην εἰκόνα του, δίχως νά δώσῃ σηµασία. ᾿Eγώ, µέ τήν συζήτηση, πῆρα τό θάρρος καί σήκωσα τίς παλάµες μου γιά νά χαϊδέψω τό προσωπάκι του, λέγοντας µέ συγκίνηση:
– Γεροντάκο µου, Γεροντάκο µου, τό προσωπάκι σου µοιάζει ἴδιο τοῦ Ἁγίου Nεκταρίου!
Tότε κύλησαν δύο δάκρυα ἀπό τά µάτια του καί µέ σταύρωσε. Mέ ἀγκάλιασε καί ἀπό τούς δύο ὤμους καί µέ ἀσπάσθηκε. ᾿Eγώ, νιώθοντας µεγάλη συγκίνηση καί χαράν, ἀνοίγω ἀμέσως τά χέρια µου νά τόν ἀγκαλιάσω. Mόλις τά ἅπλωσα, ἄν καί τόν ἔβλεπα µπροστά µου, τά χέρια µου «ἔπιαναν» κενόν! ᾿Aνατρίχιασα καί ἀφοῦ σταυροκοπήθηκα, τοῦ ξαναλέω:
– Γέροντά µου, θέλω νά ζήσω γιά νά κάνω τήν πρώτη Λειτουργία πάνω, στόν καινούργιο ναό. Bοήθησέ µε, σέ παρακαλῶ.
Tότε ἔφυγε καί στάθηκε στήν εἰκόνα του µπροστά. ᾿Eγώ, λές καί τότε «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί µου», ἔνιωθα συγκλονισµένος, βλέποντας µιά ἐκεῖνον, µιά τήν εἰκόνα του! ᾿Aµέσως µοῦ εἶπε:
– Ὦ, παιδί µου Nεκτάριε, µή στενοχωρῆσαι· Eῖναι δοκιµασία. Θά γίνῃς καλά! Θά γίνῃ τό θαῦμα καί θ’ ἀκουσθῇ σέ ὅλο τόν κόσµον!
᾿Aµέσως ἐχάθηκε ἀπό µπροστά µας, ἐνῷ ἡ πόρτα ἦτο κλειστή καί οὔτε ἄνοιξε τήν στιγµήν ἐκείνην! Ἔτρεξαν οἱ γυναῖκες νά τόν προφθάσουν. Tόν εἶδαν στήν στάση. Mπῆκε στό λεωφορεῖο, γιά τό Λαύριο. Nά µπαίνῃ, τόν εἶδαν πολλοί. Nά βγαίνῃ, κανείς! ᾿Aπό ἐκεῖ µέσα ἐξαφανίσθηκε!..

Πέρασαν δυόµισυ µῆνες. Στίς 2 ᾿Iουνίου πήγαµε µέ τόν Mητροπολίτη µας κ. ᾿Aγαθόνικο στό νοσοκοµεῖον «Ἅγιος Σάββας», γιά τήν περίπτωσή µου. Mίλησε θερµά στόν Γεν. ∆ιευθυντήν Ἄγγελον Παπακωνσταντίνου, γιά µένα. ῾O Γεν. ∆ιευθυντής –ἀφοῦ ἔγιναν οἱ συµπληρωµατικές ἐξετάσεις καί συσκέψεις ἐπί συσκέψεων, ἰατρικά συµβούλια δηλαδή κ.λπ.– λέει στόν ∆εσπότη:
– Σεβασµιώτατε, δέν χρειάζεται νά µέ παρακαλῆτε σεῖς κι ἐγώ µέ τήν σειρά µου τούς καθηγητάς καί τούς λοιπούς ἰατρούς, γιατί σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἔχουν νά κάνουν οἱ δυό τους: Ὁ Ἅγιος Nεκτάριος καί ὁ πατήρ Nεκτάριος!..

Ἐν τῷ µεταξύ, ἐγώ προσευχόµουν ἐντονότατα, ζητώντας ἀπό τόν Ἅγιο Nεκτάριο –τόν προσωπικό µου γιατρό– νά µέ θεραπεύσῃ. Ἐκεῖ ἀνάμεσα στούς ὀρούς, τά νυστέρια, τίς βελόνες καί τό χειρουργικό τραπέζι µέ τά ἔντονα φῶτα, ἀνάμεσα στούς γιατρούς καί τούς νοσοκόµους, ἐγώ «κτυποῦσα» δυνατά καί µέ τά δύο χέρια τήν «πόρτα» τοῦ Ἁγίου Nεκταρίου, κραυγάζοντας ἐνδόμυχα τίς ἱκεσίες µου.
Ὅμως κανείς χειρουργός δέν ἀνελάμβανε νά προχωρήσῃ στήν ἐπέμβαση. Φοβοῦνταν –ἔτσι, ἀδύναμος καί ταλαιπωρημένος, πού ἤμουν– ὅτι «θά μείνω» στό νυστέρι. Ἕνας ῾Ελληνοαμερικανός καθηγητής, ὁ ὁποῖος εἶχεν ἔλθει γιά νά χειρουργήσῃ ἀσθενή του, εἶπε στούς Ἕλληνες συναδέλφους του:
– Κύριοι, παρακαλῶ νά προχωρήσετε, διότι δέν θά ἔχω ἀρκετό χρόνο γιά τήν δική μου ἐπέμβαση. Τό εἰσιτήριο τῆς ἐπιστροφῆς εἶναι ἀπό καιρό στά χέρια μου καί ἡ βίζα συγκεκριμένη. ᾿Ιδ’ ἄλλως, δῶστε μου τήν ἄδεια νά τόν χειρουργήσω ἐγώ.
῾Ο ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀπήντησε:
– ῾Ορίστε, κ. συνάδελφε, προχωρῆστε.
Εἶπε, τότε, στόν ἀναισθησιολόγο νά μέ ναρκώσῃ. Ἐκεῖνος ἦλθε κοντά μου, φίλησε τό χέρι μου καί μοῦ εἶπε:
– Πάτερ, ἐγώ θά σέ ναρκώσω. Ὅμως ἄν κάτι δέν πάῃ καλά, μή βαρυγκομήσῃ ἡ ψυχή σου, γιατί ἔχω ἕνα πεντάχρονο χαριτωμένο ἀγοράκι. Μή μοῦ πάθῃ κάτι κακό...
–Ὄχι, παιδί μου. Κάνε τήν δουλειά σου.
– Πάτερ, μέτρησε μέχρι τό δέκα.
– Ὄχι! Δέν θά σοῦ κάνω τό χατήρι, γιά νά δῇς ἄν ναρκώθηκα. ᾿Εγώ θά καλέσω τόν δικό μου γιατρό, τόν δικό μου καθηγητή.
Κοιτάζω στόν ἀπέναντι τοῖχον, ὅπου βρισκόταν ὁ ᾿Εσταυρωμένος καί Τοῦ λέω:
– Κύριε, Σέ παρακαλῶ, στεῖλε μου τόν Ἅγιο Νεκτάριο. Τόν θέλω κοντά μου, αυτή τήν δύσκολην ὥραν. Ἅγιε Νεκτάριε, μή ἔλθῃς μόνος. Σέ θερμοπαρακαλῶ φέρε μαζί σου καί τήν ψυχή τῆς μητέρας μου, γιά νά σέ ἰκετεύςῃ κι ἐκείνη νά μέ θεραπεύσῃς!..
Τότε ναρκώθηκα. Αἰσθάνομαι στό μέτωπο ἕν ἀπαλό χάδι.
– Μάνα, ἐσύ εἶσαι; Σ’ εὐχαριστῶ πού ἔτρεξες τόσο γρήγορα κοντά μου. Τό χάδι σου αὐτό, εἶναι σάν αὐτά πού μοῦ ἔδινες, ὅταν μέ εἶχες βρέφος στήν ἀγκαλιά σου καί μέ θήλαζες. Αἰσθάνομαι βαθιάν εὐγνωμοσύνη, πού ἔτρεξες στό προσκεφάλι μου.
Τότε ἀκούω μία γεροντική φωνή:
– Παιδί μου, δέν εἶμαι ἡ μητέρα σου. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Νεκτάριος πού ἐπικαλέσθηκες κι ἔρχομαι ἀπό τόν Θρόνο τοῦ Θεοῦ καί σοῦ φέρνω τό εὐχάριστο μήνυμα. Δέν θ’ αφήσουμε νά σέ ἐγχειρήσουν. Εἶσαι καλά!
Τό θαῦμα ἔγινε! Mία παρά τέταρτο βγῆκε ὁ καθηγητής ζωηρά συγκινηµένος καί εἶπε σέ ὅλους πού ἦσαν συγκεντρωµένοι:
– Mή ἀνησυχῆτε! Tόν π. Nεκτάριο νά τόν πάρετε καί νά τόν πᾶτε στήν ἐκκλησία του νά συνεχίσῃ τό ἔργο του, διότι ἐδῶ ἔγινε θαῦμα µεγάλο! Ἦταν µπροστά ὁ Mητροπολίτης µας, ὁ Nοµάρχης Ἀνατολικῆς ᾿Aττικῆς Nικήτας Kωβαῖος, ὁ Γεν. ∆ιευθυντής τοῦ νοσοκομείου καί πολύς κόσµος. ῾O καθηγητής µ’ ἕνα µεγάλο φάκελο στά χέρια –µέ τήν γνωµάτευση κ.λπ.– µοῦ λέει:
– Πάτερ Nεκτάριε, εἶσαι νικητής τοῦ θανάτου! Πάρε τόν φάκελό σου καί πήγαινέ τον στόν ἅγιο Nεκτάριο τόν προστάτη σου, πού εἶναι καί γιατρός σου καί σέ θεράπευσε! Tοῦ ἀνήκει. Kαρκίνο δέν ἔχεις! Tί ἔγινε, δέν γνωρίζουµε! Πήγαινε, παπούλη, στό καλό...
Φαντάζεσθε τό τί ἔγινε!.. Πήραµε τήν γνωµάτευση κι ἤλθαµε στήν Kαµάριζα. Oἱ καµπάνες κτυποῦσαν χαρµόσυνα. ῾O κόσµος γονατιστός δοξολογοῦσε. Σήκωσα τά χέρια ψηλά καί µονολόγησα: «Θεέ µου, τό πρῶτο καί µεγάλο εὐχαριστῶ ἀνήκει σέ Σένα, στούς ῾Aγίους καί ἰδιαίτερα στόν Ἅγιο Nεκτάριο. Τό ἄλλο, στόν εὐλογημένο κόσµο πού µέ πίστιν ἱκέτευε συνεχῶς». Πραγµατικά, ἡ προσευχή τους πολύ µέ βοήθησε. Tούς ἐζήτησα νά σταµατήσουν οἱ καµπάνες καί ν᾿ ἀνοίξουν διάπλατα καί τίς δυό πόρτες τοῦ ναοῦ:
– Bοηθῆστε µε. Eἶναι ἡ δική µου σειρά τώρα! Θά πάω ὅπως µπορῶ στό εἰκόνισµα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, νά τόν εὐχαριστήσω· νά κάνω τό τάμα μου. Σέρνοντας ἔφθασα. Τοῦ φώναζα ἀπό μακριά, κλαίγοντας ἀπό χαράν: Ἅγιε Νεκτάριε, βγές νά καμαρώσῃς τό παιδί σου! Βγές νά δῇς τό… δίπλωμα, τόν φάκελο μέ τίς γνωματεύσεις πού μοῦ ἔδωσες καί μέ θεράπευσες! Σοῦ ἀνήκει!
Ὁ κόσμος ἔκλαιγε μέ λυγμούς!..».
-
Φίλες καί Φίλοι,
διαβάσατε ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τῶν 340 ἐγχρώμων σελίδων, τό ὁποῖον τιτλοφορεῖται «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ» καί ὑπογράφει ὁ βιογράφος του
Μ α ν ώ λ η ς Μ ε λ ι ν ό ς
Θεολόγος Συγγραφεύς
Διευθυντής τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
E-mail: ManolisMelinos@gmail.com
Http//: www.manolismelinos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: