Κατάκοποι κι ίσως απελπισμένοι, μα πάντα όρθιοι και αγονάτιστοι, μοναχικοί κατά βάθος οι περισσότεροι, γιατί δεν θέλουν και πολλά - πολλά ούτε με τους προσκυνημένους ούτε με τα μεγάλα λόγια, οι απόφοιτοι του 1974 από τούτα τα γυμνάσια γίνονται πάλι σήμερα δεκαοχτώ χρόνων παιδιά.
Λείπουν πολλοί. Πόσοι χαθήκανε εκείνο το καλοκαίρι, προδομένοι από τα καθάρματα που με το ιερό όραμα τα είχανε διχάσει και πόσοι φύγανε, πρόωρα θύματα ειρήνης;
Πόσοι ζουν μετρώντας τα χρόνια τους σαν πληγές κάτω από τον ήλιο που αφού ανέτειλε λαμπρός, λίγο πριν γεννηθούν, την 1η Απριλίου 1955, έδυσε μέσα στο αίμα την 20η Ιουλίου 1974 κι από τότε δεν λέει να ξαναβγεί;
Πόση υπομονή άραγε να έχουν όταν ακούνε όσους τρέπονταν σε φυγή από την εξουσία που είχαν υφαρπάξει (έχοντας εξασφαλίσει πώς θα την παραδώσουν για να σώσουν το τομάρι τους), να συνεχίζουν, αυτοί και τα πολιτικά παιδιά τους, να επιδίδονται στο μόνο πράγμα που καλά γνωρίζουν, στα ψεύτικα ωραία λόγια;
Αλλά και πώς αντέχουν τους λαοπρόβλητους που διαδέχθηκαν τους τυράννους, σαράντα επτά χρόνια τώρα να υποχωρούν συνεχώς στον κατακτητή που ζητά όλο και περισσότερα καταδικάζοντάς μας σε έναν διαρκή ιστορικό εξευτελισμό;
Σκύβω με σεβασμό σ' εκείνα τα παιδιά, άντρες και γυναίκες πια και "στ' όνομά τους μνέω", εγώ, ο Ελλαδίτης της ήττας και της παρακμής.
Και περπατώ μαζί τους ως το τέλος. Μέχρι το πρωί εκείνο που ο ήλιος θα φωτίσει πάλι τις αίθουσες αυτές της Κερύνειας και της Αμμοχώστου κι ο ελληνικός λόγος θ' ακούγεται ξανά μέσα σ' αυτές από τα χείλη των εγγονιών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου