Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός, και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχθούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
***
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
Αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντζο τ’ άλογο μου!»
***
Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες – εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
***
Τους είδα πίσω να ‘ρθουνε – παράφρονες ωραίοι
Ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο-
Και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου