῞Οταν λοιπὸν ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα ἔπεσα νὰ ξεκουρασθῶ, ἦρθαν στὴν μνήμη μου ὅσα ἄκουσα.᾿Επειδὴ ἤμουν ἀκόμη ἄπειρος στὴν πνευματικὴ ζωή, δὲν ἀπεμάκρυνα ἀμέσως αὐτὲς τὶς σκέψεις.
᾿Ενῶ τὶς συλλογιζόμουν, ἀποροῦσα πῶς συμβαίνει οἱ ἄνθρωποι ν᾿ ἁμαρτάνουν καὶ ποιὰ εὐχαρίστησι νιώθουν στὶς σαρκικὲς ἁμαρτίες.
Τέτοιοι λογισμοί, ὅλο καὶ περισσότερο μὲ ἀπασχολοῦσαν καὶ δὲν μποροῦσα μὲ κανένα τρόπο ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους.
Ξαφνικὰ χτύπησαν τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ μου καὶ μὲ φώναξαν στὴν ὑπακοή. Πῆγα χωρὶς ἀργοπορία καὶ ἄρχισα τὴν δουλειὰ πρόθυμα. Συγχρόνως προσευχόμουν.
Καὶ νά, οἱ λογισμοὶ ποὺ τόσο μὲ βασάνιζαν προηγουμένως, τώρα ἐξαφανίσθηκαν. Τοὺς ξέχασα ἐντελῶς. ᾿Εργάσθηκα ἀρκετὲς ὧρες μέχρι τὰ μεσάνυχτα. ῎Εκανα τὸν Κανόνα μου καὶ ἀποκοιμήθηκα.
Πρωὶ-πρωὶ μὲ φώναξαν νὰ πάω στὸν ῾Ηγούμενο. ᾿Εκεῖνος μὲ ὡδήγησε στὸ γραφεῖο του.
– Πές μου, Πέτρο (σ.ἡμ. αὐτὸ ἦταν τὸ βαπτιστικό του ὄνομα), μοῦ εἶπε, σὰν σὲ Πνευματικό, μήπως στὸ παρελθὸν ἔπεσες σὲ κανένα ἁμάρτημα ποὺ δὲν ἐξωμολογήθηκες;
᾿Εγὼ αἰφνιδιάστηκα. Σκέφθηκα πολλὴ ὧρα, ἐρεύνησα τὸν ἑαυτό μου, ἔκανα μιὰ ἀναδρομὴ στὰ περασμένα, ἀλλὰ δὲν βρῆκα τίποτε.
– ῎Οχι, Γέροντα, δὲν θυμᾶμαι κάτι, γιὰ τὸ ὁποῖο νὰ μὲ ἐλέγχη ἡ συνείδησίς μου.
– ᾿Εξέτασε καλύτερα τὸν ἑαυτό σου, μοῦ εἶπε πάλι, ἐπιμένοτας στὸ σημεῖο αὐτό.
᾿Εβύθισα τὴν σκέψι μου σὲ μιὰ ἐξονυχιστικὴ αὐτοκριτική, ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ θυμηθῶ κάτι ποὺ νὰ τὸ εἶχα κρατήσει ἀνεξομολόγητο.
– Κάτι πρέπει νὰ ὑπάρχη, μοῦ εἶπε. ῎Ακου τί εἶδα ἀπόψε στὸν ὕπνο μου:
᾿Ενῶ βρισκόμουν στὴν Μεγάλη ᾿Εκκλησία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου ποὺ περιστοιχίζεται ἀπὸ τὶς Εἰκόνες τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου καὶ τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου, σὲ βλέπω νὰ μπαίνης στὸ Ναὸ καὶ προχωρῶντας πρὸς τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ βάζης μετάνοια.
Τότε ἡ Παναγία σὰν νὰ ἦταν ζωντανὴ γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό της. Κοίταξες καὶ σὺ πρὸς τὴν κατεύθυνσι ἐκείνη, ἀλλὰ πάλι σὲ ἀπεστράφη. Κάθισες ἀπέναντί της περίλυπος.
Τότε ὁ ῞Οσιος ᾿Αντώνιος σὲ σκέπασε στοργικὰ μὲ τὸν μανδύα του καὶ μαζὶ μὲ τὸν ᾿Απόστολο Πέτρο εἶπαν στὴν Θεοτόκο:
– ῾Υπεραγία Δέσποινα, συγχώρεσέ τον, γιατὶ ἁμάρτησε ἀπὸ ἄγνοια. ᾿Εμεῖς δίνουμε ἐγγύησι γι᾿ αὐτόν.
Καὶ ἡ ἁγία Παρθένος τοὺς ἀπήντησε:
– ᾿Εφ᾿ ὅσον γίνεσθε σεῖς ἐγγυηταί του, γιὰ χάρι σας τὸν συγχωρῶ.
Καὶ ἀμέσως γύρισε τὸ πρόσωπό της πρὸς τὸ μέρος σου. ᾿Εγὼ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ξύπνησα. Αὐτὸ μὲ κάνει νὰ ἐπιμένω. Σκέψου καλά, μὴ τυχὸν ἁμάρτησες μὲ τὴν σκέψι, ἄν ὄχι μὲ ἔργα. »
Τότε, σὰν νὰ φωτίσθηκε ἡ μνήμη μου, θυμήθηκα τὶς ἀκάθαρτες ἐκεῖνες σκέψεις καὶ ἀμέσως τὶς ἐξωμολογήθηκα. ῎
Ω! πόσο πρέπει νὰ φυλᾶμε, σκεπτόμουν ὕστερα, τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀπρεπεῖς λογισμούς. Δὲν ἀρκεῖ ἡ καθαρότης στὸ σῶμα. ῾Η Παναγία μᾶς ἀποστρέφεται καὶ ὅταν ἀκόμα σκεπτώμαστε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων.
Χρειάζεται προσοχὴ στὸ σημεῖο αὐτό, ποὺ ἐπιμένει ὁ Ψαλμωδὸς λέγοντας: «᾿Εκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με, καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων φεῖσαι τοῦ δούλου σου».
Στάρετς Παρθένιος τῆς Κιεβο-Πετσέρσκαγια Λαύρας, Μετάφρασις ἀπὸ τὰ ρωσικά, ἔκδ. ἕκτη, ῾Ιερᾶς Μονῆς Παρακλήτου ᾿Ωρωπὸς ᾿Αττικῆς 1993, σελ. 31-34.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου