π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
«Εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολὺν καιρό. Ροῦχο δὲν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σὲ σπίτι, ἀλλὰ ζοῦσε στὰ μνήματα».
Έμενε στα μνήματα ο δαιμονισμένος των Γαδαρηνών. Ήταν ένας ζωντανός νεκρός. Δεν μπορούσε να μιλήσει, να σχετιστεί με τους ανθρώπους, ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Όταν πέφτει το σκοτάδι, οι άνθρωποι μαζευόμαστε στα σπίτια μας. Δεν είναι μόνο η κούραση της ημέρας. Είναι η ανάγκη να έχουμε έναν χώρο για να φυλαχτούμε από τη μοναξιά της νύχτας. Γιατί το βράδυ αυτό που νιώθουμε είναι η ανάγκη να μην είμαστε μόνοι. Να έχουμε κάποιον και κάπου να μπορούμε να νικήσουμε τον φόβο του θανάτου, που το βράδυ μας πιάνει πιο πολύ.
Πλασμένος για το φως ο άνθρωπος. Και το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός. Μαζί με το φως πορεύεται στη σχέση, στην αγάπη. Θέλει να μοιραστεί κορμί και ψυχή. Θέλει να ακούσει μια ανάσα. Να γευτεί μιαν αγκαλιά. Γι’ αυτό και τα παιδιά φοβούνται το βράδυ. Φοβούνται να κοιμηθούνε μόνα τους. Γι’ αυτό και τα λαμπάκια νυκτός. Γι’ αυτό και η τηλεόραση και το κινητό ανοιχτά όλη νύχτα. Για να ακούγεται μια φωνή, ένας ήχος που λειτουργεί παρηγορητικά. Άνθρωπον ουκ έχεις, αλλά τουλάχιστον σε συντροφεύουν τα γεννήματα του ανθρώπου.
Ο δαιμονισμένος των Γαδαρηνών δεν ήθελε άνθρωπο ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Έχοντας παραδώσει τον εαυτό του, ψυχή τε και σώματι, στον διάβολο, δεν λογάριαζε φως και σκοτάδι. Όταν απουσιάζει το φως, όλα είναι σκοτάδι. Γι’ αυτό και το μνήμα ο τόπος του, μέρα και νύχτα. Για να μη βλέπει κανέναν. Να μην ακούει κανέναν. Να είναι αυτός και ο εαυτός του. Αρνήθηκε την αγάπη. Και ήταν ένας ζωντανός νεκρός.
Όταν ο άνθρωπος αρνιέται την αγάπη ως νόημα στη ζωή του, μοιάζει με τον ζωντανό- νεκρό των Γαδαρηνών. Όταν θεοποιεί τον εαυτό του, τον θεωρεί αλάθητο, παντοδύναμο, εξουσιαστή των πάντων, όταν οι άλλοι είναι μόνο γι’ αυτόν, τότε οδηγείται στην μοναξιά του Γαδαρηνού. Το σπίτι του είναι τάφος. Κλεισμένος στο κινητό του, θαυμάζει τον εαυτό του. Μη μιλώντας στους άλλους, κάποτε γιατί δεν έχει τίποτα να πει, κάνει τη νύχτα του κόλαση. Γιατί κατά βάθος η ψυχή του τού υπενθυμίζει ότι είναι πλασμένος γι’ αυτό που αρνείται. Το φως και την αγάπη.
Ο δαιμονισμένος των Γαδαρηνών γιατρεύεται από τον Χριστό. Η αλλαγή τότε φαίνεται στο ότι φορά ρούχα, μιλά λογικά, είναι δίπλα στον Χριστό. Ξαναβρίσκει την αγάπη στο πρόσωπο του Ιησού. Και η προτροπή του Κυρίου είναι να ξαναγυρίσει στο σπίτι του και να διηγηθεί τη δωρεά του Θεού. Όχι στο μνήμα πλέον, αλλά στο σπίτι του το πραγματικό. Εκεί που βλέπει ανθρώπους, μιλά στους ανθρώπους, νοιάζεται τους ανθρώπους, αγαπά τους ανθρώπους κι αφήνει να τον αγαπήσουν αληθινά. Μόνο που για να κρατηθεί στο φως, του χρειάζεται η ευγνωμοσύνη στον Θεό. Που τον έπλασε και τον ανέπλασε. Που του έδειξε ότι χωρίς πίστη, δεν υπάρχει φως. Χωρίς αγάπη, όλα είναι νέκρα.
Άμποτες αυτός ο πολιτισμός, κι εμείς μαζί του, να νιώσουμε ότι μείζων των διαφορών, των μικροτήτων, των επιτευγμάτων, των όπλων, των επιδιώξεων είναι η αγάπη που γίνεται φως. Είναι η παρουσία του Χριστού στη ζωή μας. Μέχρι τότε όμως, ο καθένας και η καθεμιά μας ας ξυπνήσει όταν βλέπει ότι νικιέται από το σκοτάδι της μοναξιάς, του εγώ που τα θέλει όλα δικά του, της άρνησης του Θεού. Κι ας κρατηθούμε στην Εκκλησία. Για να μη νιώθουμε και να μην είμαστε μόνοι!
Πλασμένος για το φως ο άνθρωπος. Και το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός. Μαζί με το φως πορεύεται στη σχέση, στην αγάπη. Θέλει να μοιραστεί κορμί και ψυχή. Θέλει να ακούσει μια ανάσα. Να γευτεί μιαν αγκαλιά. Γι’ αυτό και τα παιδιά φοβούνται το βράδυ. Φοβούνται να κοιμηθούνε μόνα τους. Γι’ αυτό και τα λαμπάκια νυκτός. Γι’ αυτό και η τηλεόραση και το κινητό ανοιχτά όλη νύχτα. Για να ακούγεται μια φωνή, ένας ήχος που λειτουργεί παρηγορητικά. Άνθρωπον ουκ έχεις, αλλά τουλάχιστον σε συντροφεύουν τα γεννήματα του ανθρώπου.
Ο δαιμονισμένος των Γαδαρηνών δεν ήθελε άνθρωπο ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Έχοντας παραδώσει τον εαυτό του, ψυχή τε και σώματι, στον διάβολο, δεν λογάριαζε φως και σκοτάδι. Όταν απουσιάζει το φως, όλα είναι σκοτάδι. Γι’ αυτό και το μνήμα ο τόπος του, μέρα και νύχτα. Για να μη βλέπει κανέναν. Να μην ακούει κανέναν. Να είναι αυτός και ο εαυτός του. Αρνήθηκε την αγάπη. Και ήταν ένας ζωντανός νεκρός.
Όταν ο άνθρωπος αρνιέται την αγάπη ως νόημα στη ζωή του, μοιάζει με τον ζωντανό- νεκρό των Γαδαρηνών. Όταν θεοποιεί τον εαυτό του, τον θεωρεί αλάθητο, παντοδύναμο, εξουσιαστή των πάντων, όταν οι άλλοι είναι μόνο γι’ αυτόν, τότε οδηγείται στην μοναξιά του Γαδαρηνού. Το σπίτι του είναι τάφος. Κλεισμένος στο κινητό του, θαυμάζει τον εαυτό του. Μη μιλώντας στους άλλους, κάποτε γιατί δεν έχει τίποτα να πει, κάνει τη νύχτα του κόλαση. Γιατί κατά βάθος η ψυχή του τού υπενθυμίζει ότι είναι πλασμένος γι’ αυτό που αρνείται. Το φως και την αγάπη.
Ο δαιμονισμένος των Γαδαρηνών γιατρεύεται από τον Χριστό. Η αλλαγή τότε φαίνεται στο ότι φορά ρούχα, μιλά λογικά, είναι δίπλα στον Χριστό. Ξαναβρίσκει την αγάπη στο πρόσωπο του Ιησού. Και η προτροπή του Κυρίου είναι να ξαναγυρίσει στο σπίτι του και να διηγηθεί τη δωρεά του Θεού. Όχι στο μνήμα πλέον, αλλά στο σπίτι του το πραγματικό. Εκεί που βλέπει ανθρώπους, μιλά στους ανθρώπους, νοιάζεται τους ανθρώπους, αγαπά τους ανθρώπους κι αφήνει να τον αγαπήσουν αληθινά. Μόνο που για να κρατηθεί στο φως, του χρειάζεται η ευγνωμοσύνη στον Θεό. Που τον έπλασε και τον ανέπλασε. Που του έδειξε ότι χωρίς πίστη, δεν υπάρχει φως. Χωρίς αγάπη, όλα είναι νέκρα.
Άμποτες αυτός ο πολιτισμός, κι εμείς μαζί του, να νιώσουμε ότι μείζων των διαφορών, των μικροτήτων, των επιτευγμάτων, των όπλων, των επιδιώξεων είναι η αγάπη που γίνεται φως. Είναι η παρουσία του Χριστού στη ζωή μας. Μέχρι τότε όμως, ο καθένας και η καθεμιά μας ας ξυπνήσει όταν βλέπει ότι νικιέται από το σκοτάδι της μοναξιάς, του εγώ που τα θέλει όλα δικά του, της άρνησης του Θεού. Κι ας κρατηθούμε στην Εκκλησία. Για να μη νιώθουμε και να μην είμαστε μόνοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου