Το σπίτι όλο είχε πλημμυρίσει με μιά γλυκιά άγνωστη μυρωδιά.
Μύριζε παιδί, μύριζε γράμματα.
Του γέρου του 'ρχότανε να πάει κάπου και να κλάψει κρυφά.Θα ήταν κάτι σαν ευγνωμοσύνη, σαν προσευχή.
Άμα τύχαινε να λείπει τέτοιες ώρες ή Αρετή, στριμωχνότανε ο γέρος κοντά του και του 'λεγε με παρακαλεστή φωνή:
- Ε... δε θα μου δανείσεις και μένα κανένα απ' αυτά τα χρυσά γραμματάκια σου;
Το παιδί χαμογελούσε ευτυχισμένο και του χάϊδευε το φαγωμένο του λαιμό.
- Όλα να στα δανείσω μπάρμπα - Ανέστη. Όλα!
- Στάσου. Τα χωράω όλα;Πόσα είναι;
- Εικοστέσσερα.
- Αχ... αναστέναξε ο γέρος.Πολλά τα κάνανε. Δεν μας λογαριάσανε οι γραμματιζούμενοι καθόλου, εμάς τους φτωχούς.Την ευκολία τους κείνοι!...Όλα για την ευκολία τους.
- Τόσα είναι τα γράμματα μπαρμπ' Ανέστη. Δεν φταίνε αυτοί. Με λιγότερα δε θα μπορούσαμε να τις γράψουμε όλες τις λέξεις.
- Τι να τις κάνω όλες τις λέξεις;Εγώ μονάχα δύο θέλω να γράψω.Α ν έ σ τ η ς Κ α λ η ω ρ ί τ η ς.Τιποτ' άλλο"!
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ* Ένα παιδί μετράει τ' άστρα *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου