Το λιτό δωμάτιο, φωτισμένο μονάχα από το τρεμόσβημα του καντηλιού, αγκάλιαζε την ασκητική μορφή που προσευχόταν αδιάκοπα.
Ο Γέροντας, έχοντας τελειώσει τον Εσπερινό και το Απόδειπνο, κρατούσε στα χέρια του το κομποσχοίνι, ψιθυρίζοντας την ευχή που άνοιγε τις πύλες του ουρανού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Κάθε λέξη, κάθε ανάσα τον έφερνε πιο κοντά στη Θεία Χάρη.
Η κούραση έσβηνε, το σώμα ξεχνούσε το βάρος του, και η ψυχή του αναδυόταν σε άλλον κόσμο, απρόσιτο για το γήινο βλέμμα.
Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία της νύχτας, ένα φώς ουράνιο πλημμύρισε το κελλί.
Όχι σαν το φώς του ήλιου, που τυφλώνει και βαραίνει το βλέμμα, αλλά γλυκό, διάφανο, φωτεινό και συνάμα ελαφρύ, σαν χάδι Θεού.
Τα μάτια του ενισχύθηκαν μυστικά για να αντέξουν αυτήν την θεία λάμψη.
Δεν ήταν πια στην πεπερασμένη πραγματικότητα, αλλά σε μια σφαίρα όπου ο χρόνος είχε πάψει να κυλά.
Ο νους του πλημμύρισε από θεία νοήματα, σαν διάλογος άρρητος με τον Δημιουργό.
Ήταν μια νύχτα χωρίς τέλος, μια ενατένιση στην αιωνιότητα.
Όταν το θείο φώς αποσύρθηκε, η επιστροφή στην καθημερινότητα ήταν απότομη.
Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει, κι όμως, στα μάτια του, όλα έμοιαζαν θαμπά, σαν να είχε απλωθεί έκλειψη πάνω στον κόσμο.
Περπατούσε έξω, μα του φαινόταν πως ήταν ακόμα νύχτα.
Ο ήλιος, που για τόσους ανθρώπους ήταν η πηγή του φωτός, μπροστά στο άκτιστο φώς έμοιαζε σχεδόν αδύναμος, ένας αχνός λύχνος μπροστά στην άπειρη λαμπρότητα.
Όλη την ημέρα πορεύτηκε σαν ξένος στον κόσμο, παρατηρώντας με απορία τις γήινες ασχολίες που άλλοτε γέμιζαν τις ώρες του.
Και όμως, την επόμενη μέρα, η όραση επανήλθε, ο κόσμος ξαναβρήκε τη συνήθη του όψη.
Το καθημερινό τυπικό συνεχίστηκε, αλλά εκείνη η νύχτα έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη του, σαν ένα παράθυρο που για λίγο άνοιξε και αποκάλυψε το φώς που δεν γνωρίζει σκιά.
Το Άκτιστο Φως δεν ήταν απλώς μια εμπειρία· ήταν η ίδια η αποκάλυψη του Θεού.
Ένα άγγιγμα της αιωνιότητας, που έκανε το παρόν να φαντάζει εφήμερο και το φώς του κόσμου σχεδόν σκοτεινό μπροστά στη δόξα του Ουρανού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου