Ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι ὁ τρελό-Γιάννης διέθετε κάθε μῆνα ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ μισθοῦ του γιὰ τὴν τροφοδοσία σὲ ψωμὶ τῶν φτωχῶν τῆς γειτονιᾶς του. Στὸν κυρ-Ἀποστόλη ἔλεγε πὼς ἐξυπηρετεῖ λίγους φίλους ἀρρώστους καὶ πὼς τάχα πληρώνεται γιὰ αὐτό.
Πὼς γνώριζε ὅμως τοὺς φτωχοὺς τῆς γειτονιᾶς του; Σὰν μικρὸ παιδί, εἶχε τὴ συνήθεια νὰ χτυπᾶ ἀδιάκριτα τὰ κουδούνια ὄχι μόνο τῆς πολυκατοικίας του ἀλλὰ καὶ τῶν διπλανῶν πολυκατοικιῶν. Αὐτοσυστηνόταν σ’ ὅλους καὶ τοὺς ρωτοῦσε ἂν χρειάζονταν κάτι νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσει. «Πὼς ξημερώσατε σήμερα; Μήπως ἔχει προκύψει κανένα πρόβλημα καὶ μπορῶ νὰ σᾶς φανῶ χρήσιμος; Τὰ παιδιά σας πὼς πᾶνε;»
Στὴν ἀρχὴ κάποιοι τὸν ἀπόπερναν. Ἄλλοι τοῦ ἔκλειναν κατάμουτρα τὴν πόρτα ἀρνούμενοι νὰ τοῦ μιλήσουν, φανερὰ ἐνοχλημένοι ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη παρουσία του. Ἄλλοι ὅμως περίμεναν τὸν τρελό-Γιάννη γιὰ νὰ ἀκούσουν, ὅπως ἔλεγαν καμιὰ κουβέντα καλή. Τελικὰ τοὺς ἔμαθε ὅλους, γνώριζε τὶς ἰδιοτροπίες ἀλλὰ καὶ στοιχεῖα τοῦ χαρακτῆρα τους.
Τὰ βράδια συνήθιζε ὁ τρελό-Γιάννης νὰ ἀποσύρεται στὸ φτωχικὸ σπίτι του καὶ νὰ προσευχεται. Τοῦ ἄρεσε νὰ διαβάζει δυνατὰ τὸ Ψαλτήριο γιὰ νὰ φεύγουν, ὅπως εἶπε σὲ κάποιον ποὺ τὸν ρώτησε, τὰ κακούδια ἀπὸ τὴ γειτονιά.
Τὸ διάβαζε τόσο δυνατὰ ποὺ κάποιος νεοφερμένος νοικάρης ποὺ δὲν τὸν ἤξερε καλὰ μιὰ ἡμέρα κάλεσε τὴν ἀστυνομία διαμαρτυρόμενος γιὰ διατάραξη κοινῆς ἡσυχίας! Καθημερινὰ ὁ σαλὸς λιβάνιζε ὅλα τὰ διαμερίσματα ξεκινῶντας ἀπὸ τὸν τελευταῖο ὄροφο ἕως καὶ κάτω, ἀκόμη καὶ τὶς αὐλές. Ὅταν δὲ κάποιος ἦταν ἄρρωστος, τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ ἀφοῦ τὸν λιβάνιζε καὶ τὸν σταύρωνε τοῦ διάβαζε συλλαβιστὰ μὲ τὰ λίγα κολλυβογράμματα ποὺ γνώριζε τὴν καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου. «Εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ἵνα ἰαθῆτε» τοὺς ἔλεγε. Τοὺς παρότρυνε νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν γιὰ νὰ γίνουν καλὰ ἄπό το μεγάλο γιατρό, τὸν Χριστό μας…
Δὲν ἦταν λίγες μάλιστα οἱ φορὲς ποὺ γυρνῶντας ἀπὸ τὸν φοῦρνο ἔπαιρνε τὴ σκούπα καὶ σκούπιζε τὴν πολυκατοικία γιὰ νὰ εἶναι, ὅπως ἔλεγε, καθαρή.
Τοῦ ἄρεσε νὰ παρεμβαίνει χαμογελῶντας σ’ αὐτοὺς ποὺ συνήθιζαν νὰ καυγαδίζουν γιὰ τὰ πολιτικὰ κόμματα δημοσίως στὰ καφενεῖα (παλαιότερα ὑπῆρχαν μεγάλοι καυγᾶδες γιὰ τὰ κόμματα).
«Ἂχ βρὲ ἐσεῖς γιατί ὑπολογίζετε καὶ στηρίζεσθε σὲ τενεκέδες καὶ κύμβαλα. Νὰ παρακαλᾶτε ἀντὶ νὰ τσακώνεστε νὰ μᾶς στείλει ὁ Θεὸς ἕνα Δαυὶδ γιὰ βασιλιᾶ. Αὐτὸς ἔλυνε τὰ προβλήματα γιατί μάτωναν τὰ γόνατά του στὴν ἱκεσία καὶ στὴν προσευχή.
Οἱ δικοί σας οἱ ἔξυπνοι τί κάνουν; Ἱκετεύουν μόνο γιὰ μίζες καὶ γίνονται ἕνα μὲ τὴ διαφθορά… Σας περνοῦν γιὰ χαζοὺς καὶ σᾶς κοροϊδεύουν», συνήθιζε νὰ τοὺς λέει. «Φύγε μωρὲ τρελο-Γιάννη» ἀπαντοῦσαν ἐκεῖνοι καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀποφύγουν τὸν ἔστελναν γιὰ κανένα θέλημα. Ἐκεῖνος πάντα τοὺς ἔλεγε: «Μὴν ἐλπίζετε στοὺς ἄρχοντες. Νὰ ἔχετε μόνο τὴν ἐλπίδα σας στὸ Θεό».
ΠΗΓΗ: “Ὁ τρελο-Γιάννης ὁ διὰ Χριστὸν σαλός”, Διονύσιος Α. Μακρής, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, Ἀθήνα 2023, σέλ.17-20
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου