Ἔγινε βοσκὸς προβάτων καὶ ἀπόκτησε ἀρκετὸ πλοῦτο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν φθονήσει ὁ ἀδελφός του, ποὺ τὸν διέβαλε στὸν κριτή, ὅτι δῆθεν βρῆκε θησαυρό.
Γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸν φθόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ὁ Ἰάκωβος, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόμενος σὰν ἔμπορος προβάτων ἔγινε καὶ πάλι πλούσιος. Κάποια μέρα ὅμως, πῆγε στὸν Πατριάρχη, ἐξομολογήθηκε καὶ διαμοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχούς, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. Κατόπιν πῆγε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, ὅπου ἡσύχαζε ὑποτασσόμενος σὲ κάποιον γέροντα Ἰγνάτιο.
Ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετὰ στὶς ἀρετές, ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ ἕξι μαθητές του, καὶ διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ἀρετῆς στὴ μοναχικὴ πολιτεία. Ἀργότερα ἀναχώρησε μὲ τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὸ Κάστρο Πέτρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Μετέωρα, ὅπου δίδαξε στοὺς ἐκεῖ Μοναχούς.
Ἔπειτα πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Δεβέρκιστας, κοντὰ στὴ Ναύπακτο, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ λοιπόν, συκοφαντήθηκε ἀπ᾿ τοὺς Τούρκους, ὅτι ἐξεγείρει τοὺς χριστιανοὺς κατὰ τῆς ἐξουσίας. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε μαζὶ μὲ δυὸ μαθητές του στὸν Μπέη Τρικάλων, ποὺ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ 40 μέρες. Ἀπὸ τὴν φυλακὴ αὐτή, ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, Ἰάκωβο διάκονο καὶ Διονύσιο μοναχό, στὸ Διδυμότειχο τῆς Θρᾴκης, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος Σελήμ.
Ἐκεῖ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν φρικτά, τοὺς ἔστειλαν στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ἦλθε καὶ ὁ Σουλτάνος, ὁ ὁποῖος τοὺς πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Οἱ Ἅγιοι ὅμως, μὲ μία φωνὴ ἀπάντησαν: «μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶμεν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστόν, κἂν μύρια βάσανα μᾶς παιδεύσετε». Τότε μὲ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου, οἱ βασανιστὲς ἔξυναν μὲ σιδερένια νύχια τὶς σάρκες τους, γρονθοκοποῦσαν τὰ σαγόνια τοῦ γέροντα Ἰακώβου καὶ ἔβγαζαν λουρίδες τὸ δέρμα του ἀπὸ τὸ στῆθος, καὶ στὶς πληγές του ἔριχναν ἁλάτι καὶ ξίδι.
Τοὺς δυὸ μαθητές του, τοὺς μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ οἱ τρεῖς ἦταν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, τοὺς ἀπαγχόνισαν στὶς 1 Νοεμβρίου 1520.
Τὰ λείψανα τοῦ ὁσιομάρτυρα Ἰακώβου καὶ τῶν συμμαρτύρων του, βρίσκονται στὴ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη.
Βίο καὶ Ἀκολουθία τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ῥήτωρ Θεοφάνης ὁ Θεσσαλονικεύς, ποὺ ὑπῆρξε σύγχρονός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου