Του Ιωάννου Π. Μπουγά, Θεολόγου
Η κουρά του Ανδρέου Κορκολιάκου πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 1929 στην Ιερά Μονή Δημιόβης Μεσσηνίας όπου και έλαβε το όνομα Βησσαρίων. Του ανατέθηκε το διακόνημα του μαγείρου, κατά τον κανονισμό της Μονής, ως και αυτό του τραπεζάρη.
Χειροτονείται Διάκονος κατά το έτος 1931 και Πρεσβύτερος στις 15 Σεπτεμβρίου 1933. Το 1936 έχει φύγει από την Μονή και ευρίσκεται στην περιοχή της Καρδίτσας και αργότερα της Λαμίας και εγκαταβιώνει στην Μονή Αγάθωνος από όπου υπηρετεί ως ιερεύς-εφημέριος σε αρκετά χωριά της περιοχής.
Εκοιμήθη στις 22 Ιανουαρίου 1991. Το σκήνωμα του με έντονα τα σημάδια της αφθαρσίας φυλάσσεται σήμερα στην Ιερά Μονή Αγάθωνος.
Ο βιος του υπήρξε θαυμαστός, πλήρης έργων αγάπης προς τον συνάνθρωπο και ένεκα τούτου η χάρις του Θεού τον αξίωσε και της αφθαρσίας.
« Ονομάζομαι Αναστασία Τζίφα εκ πατρός το δε γένος της μητέρας μου ήταν Κορκολιάκου. Ο άνδρας μου ονομάζεται Δημητρόπουλος. Όλα μας τα χρόνια ζούμε εδώ στο Πεταλίδι Μεσσηνίας.
Όταν γεννήθηκα εγώ το 1935 ο Γέροντας Βησσαρίων ήταν 30 ετών. Ήταν ο πιο αγαπητός θείος μου. Τον ήξερα καλά τον είχα γνωρίσει πολύ. Ο Γέροντας Βησσαρίων ήταν αδελφός της μητέρας μου, άρα θείος μου. Η μητέρα μου ήταν επτά αδέλφια, τρεις αδελφές και τέσσερα αγόρια. Η μάννα μου η Άννα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του, αυτή τον μεγάλωσε τον μικρό Ανδρέα( Βησσαρίωνα) με μεροκάματα στα σύκα και τον αγαπούσε πολύ. Με τον δεύτερο γάμο ο πατέρας του απέκτησε και άλλα πέντε παιδιά, ήταν δηλαδή δώδεκα αδέλφια.
Εδώ στην Παναγίτσα όπου είναι η Αγία Εικόνα Της ερχόταν, ντυνόταν παπαδάκι, στεκόταν μπροστά στο εικόνισμα της με καμάρι και έπαιρνε ένα σεντόνι από το σεντούκι τής μακαρίτισσας τής μητέρας του, το έκανε ράσο, γιατί από τότε είχε την χάρη του Θεού, στεκόταν στην Αγία Τράπεζα και προσευχόταν, ήταν πολύ θρήσκο παιδί, καθόταν γονατιστό μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας μας και την ερωτούσε αν τον θέλει να γίνει καλογεράκι. Παρασκευή και Τετάρτη δεν έτρωγε αρτύσιμα. Νήστευε και έλεγε αν θα φάω θα στεναχωρήσω την Παναγία μου γιατί τώρα που δεν έχω μητέρα με προσέχει Αυτή.
Αυτός απαντούσε τι να κάνω Άννα μου αφού πεινάνε και κείνα τα παιδάκια. Από μικρός ήταν αγαπητό παιδάκι εδώ στο Πεταλίδι.
Όπως άκουγα αργότερα από τον ίδιο και από την μάνα μου-γιατί όταν έφυγε από την Καλαμάτα ήμουν πολύ μικρό παιδί και τον γνώρισα αργότερα Καλόγερο- όταν πρωτοντύθηκε καλογεράκι πήγε στην Τίμιοβα πάνω από την Καλαμάτα στο Μοναστήρι και από εκεί έφυγε και πήγε σε ένα Μοναστήρι που λέγεται Παναγουλάκη. Στην Τιμιοβα πήγε πρώτα, αλλά δεν πέρναγε καλά, κουραζόταν πολύ, κουβάλαγε ξύλα, μαγείρευε μες την κουζίνα, έπλενε πιάτα, κατσαρόλες. Τα έλεγε ο ίδιος αυτά, θυμάμαι που κουβέντιαζε με την μητέρα μου και έκλαιγε. Στου Παναγουλάκη δεν ξέρω πόσο έκατσε και από κει έφυγε και πήγε στην Καρδίτσα και αργότερα στην Λαμία.
Πηγαίναμε και μείς στην Λαμία να τον δούμε μέναμε ένα βράδυ στον ξενώνα του μοναστηριού του και μετά φεύγαμε. Ήταν φιλόξενος. Μας καλοδεχόταν άνοιγε την αγκαλιά του μας αγκάλιαζε σαν να έβλεπε την μητέρα μας και αδελφή του, γιατί όταν πέθανε η μητέρα μου ήμουν 19 χρονών. Βλέπαμε ότι ο κόσμος τον αγαπούσε. Είχα πάει και στην Λαμία τρεις φορές γιατί ήταν και μακριά από το Πεταλίδι και δεν είχαμε και τα χρήματα
Εδώ στο Πεταλίδι ερχόταν αρκετές φορές γιατί εμείς εδώ μέναμε με την μητέρα μας και μεγαλύτερη αδελφή του την Άννα και ερχόταν τακτικά, μας έφερνε πράγματα τροφές, έδινε λεφτά της μητέρας μου να ψωνίσει να μας ταΐσει γιατί είμαστε ορφανά, εγώ δεν γνώρισα τον πατέρα μου, ήμουν πέντε μηνών που πέθανε ο πατέρας μου, ήμασταν τρία παιδιά δύο αδελφές και ένας αδελφός. Όταν ακούγαμε ότι θα έρθει ο θειος μας ο Βησσαρίωνας πετάγαμε από την χαρά μας, νομίζαμε ότι θα είναι ο σωτήρας μας. Μας αγαπούσε πολύ. Μου είχε δώσει και δυο φωτογραφίες του, τον είχα συμπαθήσει πολύ. Είχε έρθει και εδώ στο σπίτι μου, τον φιλοξένησα εδώ έμεινε δύο μέρες.
Είχα και μια θεία Καλόγρια της μητέρας μου αδελφή και αδελφή του Γέροντος. Ήταν στη Καλαμάτα στο μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου όπου έζησε και πέθανε. Από τα αδέλφια του Γέροντος όλα πέθαναν δεν ζει κανένα.
Στην κηδεία του πατρός Βησσαρίωνα δεν πήγαμε δεν το μάθαμε, δεν μας ειδοποίησε κανείς, αλλά όταν τον έβγαλαν από τον τάφο πήγαμε και μάλιστα ήταν δυο πούλμαν από εδώ το Πεταλίδι.
Εδώ στο Πεταλίδι τον είχαν γνωρίσει πολλοί, όλοι τον αγαπάνε και αυτοί που δεν τον είχαν γνωρίσει και όσοι τον είχαν γνωρίσει, όλοι Άγιον τον λένε. Ευχαριστήθηκαν πολύ που ακούνε ότι θα τον αγιάσουν, όσοι τον θυμήθηκαν συζητάνε για αυτόν συνεχώς. Χάρηκε εδώ ο κόσμος.
Μακάρι να με βοηθήσει και μένα η Παναγία να ζήσω να τον δώ να αγιάσει, να ακούσω τις καμπάνες εδώ στο χωριό να χτυπούν χαρμόσυνα για την αγιοσύνη του και θα φτερουγίζει η ψυχή μου από χαρά που από τα σπλάχνα του Πεταλιδίου γεννήθηκε ένας Άγιος.
Την ευχή του να έχουμε και να μας προστατεύει μαζί με την Παναγιά μας την Πεταλιδιώτισσα και τον Αη Νικόλα».
Καυχώνται και σεμνύνονται η Ιερά Μονή Δημιόβης και η πόλη του Πεταλιδίου Μεσσηνίας επειδή εκ των σπλάχνων αυτών εγεννήθη η αγία μορφή του οσίου Ιερομονάχου Βησσαρίωνος Κορκολιάκου του και φιλανθρώπου.
Όπως άκουγα αργότερα από τον ίδιο και από την μάνα μου-γιατί όταν έφυγε από την Καλαμάτα ήμουν πολύ μικρό παιδί και τον γνώρισα αργότερα Καλόγερο- όταν πρωτοντύθηκε καλογεράκι πήγε στην Τίμιοβα πάνω από την Καλαμάτα στο Μοναστήρι και από εκεί έφυγε και πήγε σε ένα Μοναστήρι που λέγεται Παναγουλάκη. Στην Τιμιοβα πήγε πρώτα, αλλά δεν πέρναγε καλά, κουραζόταν πολύ, κουβάλαγε ξύλα, μαγείρευε μες την κουζίνα, έπλενε πιάτα, κατσαρόλες. Τα έλεγε ο ίδιος αυτά, θυμάμαι που κουβέντιαζε με την μητέρα μου και έκλαιγε. Στου Παναγουλάκη δεν ξέρω πόσο έκατσε και από κει έφυγε και πήγε στην Καρδίτσα και αργότερα στην Λαμία.
Πηγαίναμε και μείς στην Λαμία να τον δούμε μέναμε ένα βράδυ στον ξενώνα του μοναστηριού του και μετά φεύγαμε. Ήταν φιλόξενος. Μας καλοδεχόταν άνοιγε την αγκαλιά του μας αγκάλιαζε σαν να έβλεπε την μητέρα μας και αδελφή του, γιατί όταν πέθανε η μητέρα μου ήμουν 19 χρονών. Βλέπαμε ότι ο κόσμος τον αγαπούσε. Είχα πάει και στην Λαμία τρεις φορές γιατί ήταν και μακριά από το Πεταλίδι και δεν είχαμε και τα χρήματα
Εδώ στο Πεταλίδι ερχόταν αρκετές φορές γιατί εμείς εδώ μέναμε με την μητέρα μας και μεγαλύτερη αδελφή του την Άννα και ερχόταν τακτικά, μας έφερνε πράγματα τροφές, έδινε λεφτά της μητέρας μου να ψωνίσει να μας ταΐσει γιατί είμαστε ορφανά, εγώ δεν γνώρισα τον πατέρα μου, ήμουν πέντε μηνών που πέθανε ο πατέρας μου, ήμασταν τρία παιδιά δύο αδελφές και ένας αδελφός. Όταν ακούγαμε ότι θα έρθει ο θειος μας ο Βησσαρίωνας πετάγαμε από την χαρά μας, νομίζαμε ότι θα είναι ο σωτήρας μας. Μας αγαπούσε πολύ. Μου είχε δώσει και δυο φωτογραφίες του, τον είχα συμπαθήσει πολύ. Είχε έρθει και εδώ στο σπίτι μου, τον φιλοξένησα εδώ έμεινε δύο μέρες.
Είχα και μια θεία Καλόγρια της μητέρας μου αδελφή και αδελφή του Γέροντος. Ήταν στη Καλαμάτα στο μοναστήρι του Αγίου Κωνσταντίνου όπου έζησε και πέθανε. Από τα αδέλφια του Γέροντος όλα πέθαναν δεν ζει κανένα.
Στην κηδεία του πατρός Βησσαρίωνα δεν πήγαμε δεν το μάθαμε, δεν μας ειδοποίησε κανείς, αλλά όταν τον έβγαλαν από τον τάφο πήγαμε και μάλιστα ήταν δυο πούλμαν από εδώ το Πεταλίδι.
Εδώ στο Πεταλίδι τον είχαν γνωρίσει πολλοί, όλοι τον αγαπάνε και αυτοί που δεν τον είχαν γνωρίσει και όσοι τον είχαν γνωρίσει, όλοι Άγιον τον λένε. Ευχαριστήθηκαν πολύ που ακούνε ότι θα τον αγιάσουν, όσοι τον θυμήθηκαν συζητάνε για αυτόν συνεχώς. Χάρηκε εδώ ο κόσμος.
Μακάρι να με βοηθήσει και μένα η Παναγία να ζήσω να τον δώ να αγιάσει, να ακούσω τις καμπάνες εδώ στο χωριό να χτυπούν χαρμόσυνα για την αγιοσύνη του και θα φτερουγίζει η ψυχή μου από χαρά που από τα σπλάχνα του Πεταλιδίου γεννήθηκε ένας Άγιος.
Την ευχή του να έχουμε και να μας προστατεύει μαζί με την Παναγιά μας την Πεταλιδιώτισσα και τον Αη Νικόλα».
Καυχώνται και σεμνύνονται η Ιερά Μονή Δημιόβης και η πόλη του Πεταλιδίου Μεσσηνίας επειδή εκ των σπλάχνων αυτών εγεννήθη η αγία μορφή του οσίου Ιερομονάχου Βησσαρίωνος Κορκολιάκου του και φιλανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου