(Προύσα, Άνοιξη 2024 — συνομιλεί ο καθηγητής Τουρκικών, Μιχάλης Κώσταλος)
Μπροστά του στεκόταν η κυρία Ελένη Χριστοδούλου, 65 ετών, απόγονος της Φωτεινής, μιας γυναίκας που έζησε τον ξεριζωμό του 1922. Μαζί της, ο καθηγητής Μιχάλης Κώσταλος, που τη συνόδευε ως φίλος, διερμηνέας και, τελικά, συνοδοιπόρος στη μνήμη.
Μιχάλης Κώσταλος: Κυρία Χριστοδούλου, τι ήταν αυτό που σας έφερε εδώ, ύστερα από έναν αιώνα σχεδόν από τον ξεριζωμό;
Ελένη Χριστοδούλου: Ένα ανείπωτο χρέος. Από μικρή άκουγα τη γιαγιά μου, τη Φωτεινή, να μιλά για την Προύσα. Μιλούσε πάντα με ένα φως στα μάτια, σαν να περιέγραφε παράδεισο. Το σπίτι της — “το αρχοντικό με τα γαλάζια παράθυρα και το δέντρο της ροδιάς στην αυλή” — έγινε για μένα ένας μύθος. Μεγάλωσα με αυτό το σπίτι να ζει μέσα στις λέξεις της. Όταν έφυγε εκείνη, ένιωσα πως έπρεπε να επιστρέψω και να της το ξαναδώσω, έστω μέσα από τα μάτια μου.
Μ.Κ.: Ήταν δύσκολο να εντοπιστεί. Οι δρόμοι έχουν αλλάξει, τα τοπωνύμια έχουν χαθεί.
Ε.Χ.: Πολύ δύσκολο. Αν δεν είχα εσάς, δε θα τα είχα καταφέρει. Εσείς ρωτούσατε, μεταφράζατε, μιλούσατε με σεβασμό στους ανθρώπους. Κανείς δεν μας έκλεισε την πόρτα. Θυμάμαι έναν γέροντα που μας είπε: “Πιο πάνω, σ’ εκείνη τη στροφή, υπάρχει ένα Ρουμ κονάκι. Το λένε το σπίτι των παλιών.” Αυτή η φράση με συγκλόνισε.
Μ.Κ.: Ναι, και θυμάμαι πώς μείνατε ακίνητη μόλις το είδατε.
Ε.Χ.: Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήταν σαν να με χτύπησε κύμα. Το σπίτι στεκόταν εκεί, πληγωμένο αλλά περήφανο. Οι τοίχοι είχαν ξεφλουδίσει, μα τα ξύλα στα μπαλκόνια ακόμα κρατούσαν. Ένιωσα σαν να άκουσα τη φωνή της γιαγιάς να ψιθυρίζει το όνομά μου.
Μ.Κ.: Πώς ήταν εκείνη η στιγμή;
Ε.Χ.: Δε θα την ξεχάσω ποτέ. Πλησίασα και άγγιξα τον τοίχο. Ήταν ζεστός, σαν να ανέπνεε. Κοίταξα μέσα από το σπασμένο παράθυρο και είδα ένα παλιό τζάκι, γεμάτο στάχτη. Στάχτη, αλλά όχι σιωπή. Ήταν η ζωή που είχε περάσει από εκεί. Ύστερα είδα στο κάτω μέρος του τοίχου ένα κομμάτι μπλε πλακάκι. Το ίδιο που μου περιέγραφε η γιαγιά. Τότε λύγισα. Έπεσα στα γόνατα και ψιθύρισα: «Το βρήκα, γιαγιά. Το βρήκα.»
Μ.Κ.: Μείνατε πολλή ώρα εκεί.
Ε.Χ.: Δεν ήθελα να φύγω. Ακούγαμε μόνο τα πουλιά και τον άνεμο να περνά μέσα απ’ τα παράθυρα. Θυμάμαι πως εσείς καθίσατε διακριτικά πιο πέρα. Δεν μου είπατε λέξη — κι αυτό το σέβομαι βαθιά. Ήταν σαν να γνωρίζατε ότι δε χρειαζόταν μετάφραση εκείνη τη στιγμή.
Μ.Κ.: Τι νιώσατε για τους ανθρώπους εδώ; Για τους απογόνους εκείνων που έμειναν;
Ε.Χ.: Συγκίνηση. Ένας νεαρός μας πλησίασε και μας είπε, στα τουρκικά: “Αν ήταν το σπίτι της γιαγιάς σας, είναι και δικό σας. Είστε ευπρόσδεκτη.” Κι εκεί κατάλαβα πως ο χρόνος δε σβήνει τα πάντα. Υπάρχουν ψυχές που θυμούνται χωρίς να ξέρουν.
Μ.Κ.: Το ταξίδι αυτό φαίνεται πως σας άλλαξε.
Ε.Χ.: Ναι. Μεγάλωσα με την ιδέα του ξεριζωμού, με το τραύμα της απώλειας. Τώρα καταλαβαίνω πως δεν πρόκειται μόνο για πόνο, αλλά και για συνέχεια. Εσείς μου δείξατε τον δρόμο με τη γλώσσα. Μου μαθαίνατε πώς να λέω στα τουρκικά “γιαγιά” — anneanne. Όταν το είπα μπροστά στο σπίτι, ένιωσα να σπάει κάτι μέσα μου και να απελευθερώνεται.
Μ.Κ.: Αν σας ζητούσα να της γράψετε ένα γράμμα, τι θα της λέγατε;
Ε.Χ.: Θα της έγραφα:
«Γιαγιά Φωτεινή, γύρισα. Το σπίτι σου είναι ακόμη εδώ, κουρασμένο μα ζωντανό. Τα ξύλα σου τρίζουν, μα μοσχοβολούν ακόμα μνήμη. Οι άνθρωποι σε θυμούνται χωρίς να σε ξέρουν. Και τώρα που στάθηκα στην αυλή σου, νιώθω πως η ρίζα σου μ’ έπιασε ξανά. Δεν είσαι χαμένη πια. Είσαι εδώ, μαζί μου.»
Μ.Κ.: Είναι σπάνιο να συναντά κανείς τόση γαλήνη μέσα στα ερείπια.
Ε.Χ.: Ίσως γιατί τα ερείπια δεν είναι το τέλος. Είναι το σημείο που η ιστορία σταματά για να ακούσει. Κι εσείς, κύριε Κώσταλε, με βοηθήσατε να ακούσω. Με τη γλώσσα, με τον τρόπο σας, με τον σεβασμό. Δεν ήρθαμε να πάρουμε κάτι, ήρθαμε να αφήσουμε ένα ευχαριστώ.
Επίλογος του Μιχάλη Κώσταλου
Όταν φύγαμε, ο ήλιος έγερνε πίσω από το Όρος Όλυμπος της Μικράς Ασίας. Το αρχοντικό φωτιζόταν με μια ζεστή λάμψη, και η κυρία Ελένη γύρισε να το κοιτάξει για τελευταία φορά.
«Τώρα μπορώ να αναπαυθώ κι εγώ», είπε ήρεμα.
Κι εγώ κατάλαβα πως ο ξεριζωμός δεν τελειώνει με την απώλεια, αλλά με την επιστροφή. Όταν ένας απόγονος γυρίσει να θυμηθεί, τότε η ιστορία ξαναγίνεται πατρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου