Αθανάσιος Ρίζος
Να τος λοιπόν ο Άγιος μας. Ο ποιμένας της Δρυϊνουπόλεως, ο φωτιστής των ψυχών, ο παρηγορητής των πονεμένων. Κατεβαίνει πάλι από τα ιερά μονοπάτια της Νεμέρτσικας, όχι μέσα από τον χρόνο, αλλά διαπερνώντας τον. Περνά τα σύννεφα, διαβαίνει τις εποχές, και στέκει στην πλατεία της Πολύτσανης, στην ίδια γη που τον γέννησε και τον ύμνησε. Δεν είναι άγαλμα, ούτε μάρμαρο. Είναι πνοή. Είναι η χάρη που φόρεσε μορφή για να γίνει φως ανάμεσα στους ανθρώπους.Στέκει ακίνητος κι όμως ζωντανός, όπως το φως που πάλλεται χωρίς να κινείται. Το βλέμμα του δεν κοιτά, ευλογεί. Το χέρι του δεν αγγίζει, μα διαπερνά. Από τη σιωπή του αναδίνεται ειρήνη, από την ακινησία του ρέει ζωή. Και κάθε αυγή που γεννιέται, κάθε νύχτα που βαθαίνει, μοιάζει σαν να κατεβαίνει πάλι απ’ τα βουνά του χρόνου, όχι για να φανεί, αλλά για να θυμίσει. Για να θυμίσει πως ο Θεός δεν ξεχνά, κι ούτε οι ψυχές που Τον γνώρισαν.
Τα λείψανα του Αγ.Σοφιανού στον Ι.Ν.Ταξιαρχών Πολύτσιανης Πωγωνίου(Πηγή)
Πόσοι χειμώνες πέρασαν, πόσες γενιές έλιωσαν στα χιόνια και στα καμπαναριά; Κι όμως, ο Άγιος ήταν εκεί απέναντι με αγριόθωρα πρόσωπα εχθρών. Μόνο σιώπησε, ώσπου να ’ρθει η ώρα. Και να τώρα, επέστρεψε. Με το βλέμμα στραμμένο προς την απεραντοσύνη, λες κι αφουγκράζεται ξανά τον ψαλμό των παιδιών, τη φωνή των γερόντων, το μυστικό εκείνο μουρμούρισμα της πίστης που ποτέ δεν έπαψε να ανασαίνει κάτω απ’ τα κατώφλια.
Οι περαστικοί κοντοστέκονται. Άλλοι σταυροκοπιούνται, άλλοι σωπαίνουν, μα όλοι νιώθουν το ίδιο ρίγος ‒ ότι κάτι αόρατο κινείται ανάμεσά τους. Γιατί δεν είναι μόνος ο Άγιος στην πλατεία. Είναι κι ο τόπος μαζί του, η ψυχή του λαού, η μνήμη που πήρε σάρκα, η πίστη που έγινε φως.
Περιπλανήθηκε στα βουνά και στα λαγκάδια, στάθηκε σε μοναστήρια και σε ποτάμια, έσκυψε πάνω σε πρόσωπα κουρασμένα, και όταν ήρθε η ώρα, κατέβηκε αθόρυβα από το θρόνο, για να μπει στις ψυχές των ανθρώπων και να τις ανοίξει σαν άνθη. Κι από τα άνθη αυτά αναδίδεται ακόμη το άρωμα της ταπείνωσης, της ελπίδας, της σιωπηλής αγιοσύνης.
Η Πολύτσανη σιωπά ν’ ακούσει το κήρυγμά του. Μέσα στη σιωπή της ανασαίνει η παρουσία του Σοφιανού· το άρωμα της θυσίας, το φως της διδασκαλίας, το δάκρυ της προσευχής. Εκεί, στο μέσον της πλατείας, δε στέκει μια προτομή, αλλά μια μορφή ζώσα· μια φλόγα που δεν γνώρισε τέλος. Να τος, ο Άγιος Σοφιανός, όρθιος όπως άλλοτε στην πύλη του μοναστηριού· αθόρυβος, ανέγγιχτος, γεμάτος φως. Δεν ήρθε από το παρελθόν, μα από την αιωνιότητα, για να μαρτυρήσει πως κι αν αλλάξουν οι καιροί, το θαύμα μένει.
Κι οι ψυχές, που για χρόνια περιπλανήθηκαν κλεισμένες, τώρα ανοίγουν μπροστά του σαν ρόδα στο φως, σκορπίζοντας δάκρυ, ανθόνερο και ευωδιά. Ο χρόνος στέκει· η πλατεία ανασαίνει· κι εκεί, ανάμεσα στους ήχους και στα πουλιά, περνά για μια στιγμή ο Θεός μέσα από το πρόσωπο του Αγίου.
Και τότε καταλαβαίνεις. Δεν είναι άγαλμα αυτό που βλέπεις· είναι η ίδια η παρουσία του φωτός. Δεν είναι επιστροφή, είναι φανέρωση. Η Πολύτσανη δεν τον φιλοξενεί, εκείνος την περιβάλλει, την κρατεί στην αγκαλιά του, όπως ο ήλιος κρατεί τη γη, και τη φωτίζει.
Πέτρος Τσερκέζης
Ο πρόλογος από το μυθιστόρημα «Ο ΑΓΙΟΣ» σε διαδικασία δημιουργίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου