η πιο"θεμελιωμένη καί ελπιδοφόρα από τις χριστιανικές αλήθειες, αποτελεί, ξέχωρα για μας τους Έλληνες, το πρώτο και πιο σπουδαίο, χωρίς άλλο, γεγονός της Χριστιανοσύνης καί άπ' αυτήν ακόμα τη Γέννηση του Χριστού, πού με τόσο κοσμική λαμπρότητα γιορτάζεται από τη Δύση.
Ή Ελληνική ψυχή, με την ευαισθησία πού τη διακρίνει καί πού πάντα χαρούμενα σκιρτούσε μπροστά στην όμορφη Ελληνική φύση καί υμνούσε με λυρικά δημιουργήματα, φεγγαρόφωτες νύχτες καί ανθοστόλιστες πλαγιές, έτσι καί τώρα φτερουγίζει χαρούμενα κι ελπιδοφόρα την ήμερα τούτη καί γιορτάζει τη δική της Ανάσταση από τη χειμωνιάτικη νάρκη της, την αμαρτία.
Αυτή τη γιορταστική ατμόσφαιρα, πού υπάρχει στην Αναστάσιμη ήμερα, τη συμπληρώνουν Εκκλησιαστικοί ποιητές καί μελωδοί -πανηγυρικοί αυλητές- με ανεπανάληπτα δημιουργήματα σαν το διθυραμβικό «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών...» ή το «Αναστάσεως ήμερα καί λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει καί αλλήλους περιπτυξώμεθα», πανανθρώπινο στοχασμό αγάπης, πού απετέλεσε πηγή για έμπνευση σ' όλους τους Έλληνες ποιητές, καλλιτέχνες καί συγγραφείς.
Άλλα εκείνος πού κυριολεκτικά συγκλονίζεται από το περιστατικό της ημέρας αυτής, πού φαίνεται σ' όλη του την ποιητική δημιουργία, είναι ό εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, πού συνεπαρμένος από την ύπέρλαμπρη καί θριαμβευτική έξοδο του Χρίστου «εκ του τάφου», οραματίζεται, προκαλεί, προτρέπει, διασαλπίζει σ' Ανατολή καί Δύση την ανάσταση του σκλαβωμένου Γένους.
Έτσι στην «'Ωδή εις Μοναχήν» χειρίζεται τόσο όμορφα την ποιητική του λύρα, πού στο διάβα της πέννας του δεν συναντά καμιά δυσκολία ούτε στη χρησιμοποίηση θρησκευτικών στοιχείων, ούτε στην έστω καί συμβολική αναφορά του (στ. 8-9) στην Ανάσταση του Χριστού.
Μα καί σ' αυτό του τον Εθνικό Ύμνο με άνεση καί ξέχωρη πλαστικότητα αναφέρεται στο θρησκευτικό πεδίο, χωρίς προβληματισμό, γράφοντας:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι την ήμερα του Χριστού, μέρα πού άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.
Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας ή θρησκεία μ' ένα σταυρό, καί το δάκτυλο κινώντας, οπού αινεί τον ουρανό.
«Σ αυτό έφώναξε, το χώμα στάσου ολόρθη, Έλευθεριά καί φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην Εκκλησιά»
Εκεί όμως πού ή θρησκευτική ποίηση του Σολωμού κορυφώνεται, είναι στο ποίημα «Ή Ήμερα της Λαμπρής», χαρούμενος παιάνας στο σωτηριολογικό πανανθρώπινο γεγονός, πού μοναδικά ϊσως ζωγραφίζει, δημιουργεί, παρουσιάζει καί διατρανώνει την πίστη του σ' αυτό με ανεπανάληπτες γιορταστικές, ανθρώπινες καί βαθυστόχαστες στροφές.
«Καθαρώτατον ήλιο έπρομηνούσε της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι, σύγνεφο, καταχνιά, δεν άπερνοϋσε τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη καί από κει κινημένο άργοφυσούσε τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι, πού λες καί μέσ' της καρδιάς τα φύλλα-γλυκεία ή ζωή καί ό θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι καί κόρες, όλοι, μικροί μεγάλοι έτοιμασθήτε, μέσα στές εκκλησιές τές δαφνοφόρες με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε-ανοίξετε αγκαλιές είρηνοφόρες όμπροστά στους Αγίους καί φιληθήτε• φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη, πότε Χριστός ανέστη εχθροί καί φίλοι.
Δάφνες εις πλάκα έχουν οι τάφοι, καί βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες•
γλυκόφωνο, κοιτώντας τές ζωφραφισμένες εικόνες ψάλλουνε οί ψαλτάδες-λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι από το φως, πού χύνουνε οι λαμπάδες, κάθε πρόσωπο λάμπει, άπ' τ' άγιοκέρι οπού κρατούνε οί χριστιανοί στο χέρι»
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ-''Νεανικοί Προβληματισμοί''/πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου