Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του Πολοτσκ καί στη συνέχεια αποφοίτησε από τη στρατιωτική Ακαδημία του 'Ορενμπουργκ. Μετά έγινε αξιωματικός του τσαρικού στρατού κι έφτασε ίσαμε το βαθμό του συνταγματάρχη.
Κάποτε αρρώστησε από μιαν απλή πνευμονία, πού όμως παρά λίγο να τον οδηγήσει στο θάνατο. Την ώρα πού κατ' εντολή του ένας στρατιώτης του διάβαζε το ευαγγέλιο έχασε τις αισθήσεις του. Καί τότε είδε ξαφνικά ν' ανοίγει ό ουρανός. Από το δυνατό φως καί το φόβο του ταράχτηκε πολύ. Σέ μια στιγμή συνειδητοποίησε το παρελθόν του, την αμαρτωλή ζωή του κι ένιωσε έντονη τη διάθεση για μετάνοια. Καί μέσα σ' αυτήν την έκσταση ακούσε μια φωνή να του λέει: «Να πας στην 'Οπτινα».
Μ'όλο πού οί γιατροί του ήταν απαισιόδοξοι για την έκβαση της υγείας του, ό συνταγματάρχης Παύλος Πλεχάνωφ έγινε καλά καί πήρε το δρόμο για την 'Οπτινα. Εκεί συνάντησε το στάρετς Αμβρόσιο, ό όποιος του έδωσε εντολή να γυρίσει πρώτα για να τακτοποιήσει τίς εκκρεμότητες του καί μετά να πάει στο μοναστήρι. Του έδωσε όμως προθεσμία τρεις μήνες. Αν καθυστερούσε περισσότερο, ή ψυχική του βλάβη θα ήταν μεγάλη.Ό Παύλος γύρισε στην Πετρούπολη, αλλά τα εμπόδια πού συνάντησε ήταν μεγάλα. Πρώτα πρώτα του πρόσφεραν προαγωγή σε στρατηγό. Μετά του βρήκαν μια θαυμάσια σύζυγο, έπειτα ο περίγυρος άρχισε να του φέρνει εμπόδια καί να προσπαθεί να τον μεταπείσει. Με δυσκολία κατώρθωσε ό Παύλος να ρυθμίσει τίς εκκρεμότητες του καί να φτάσει στην 'Οπτινα την τελευταία μέρα της τρίμηνης προθεσμίας του, για να βρει όμως το στάρετς Αμβρόσιο μέσα στο ναό, στο φέρετρο του.
Ό ηγούμενος π. Ανατολίος τον παρέδωσε στην υποταγή του στάρετς Νεκταρίου. Κοντά του ό δόκιμος Παύλος πέρασε όλα τα στάδια της μοναχικής υπακοής, έγινε μοναχός με το όνομα Βαρσανούφιος και χειροτονήθηκε ιερομόναχος.
Στή διάρκεια του ρωσοϊαπωνικοϋ πολέμου ό π. Βαρσανούφιος κλήθηκε να υπηρετήσει ως εφημέριος στο νοσοκομείο του Αγίου Σεραφείμ. Με το τέλος του πολέμου γύρισε στην 'Οπτινα καί διαδέχτηκε ως προϊστάμενος της σκήτης το στάρετς Ιωσήφ.
Ό π. Βαρσανούφιος ήταν άνθρωπος με εξαιρετική μόρφωση, αρκετή ευφυΐα καί ακέραιο χαρακτήρα. Ως προϊστάμενος της σκήτης βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις, πνευματικές καί σωματικές, στην οικοδομική ανανέωση καί την εύρυθμη λειτουργία της. Συνδύαζε αρμονικότατα την αυστηρότητα με την επιείκεια καί τη στοργική αγάπη προς τους αδελφούς της σκήτης. Δε δίσταζε να επιτιμά όταν το έκρινε απαραίτητο, ήταν όμως πολύ σπλαχνικός προς εκείνους πού μετανοούσαν.'Οπως κι οι άλλοι γέροντες της 'Οπτινα ήταν κι αυτός μεγάλος ασκητής κι είχε το χάρισμα της προορατικότητας, πού το χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα στην εξομολόγηση.
Πολλά από τα πνευματικά του παιδιά τον εύλαβούνταν ιδιαίτερα, δεν έλειψαν όμως καί κείνοι πού δεν τους άρεσε αυτή του ή πνευματική δραστηριότητα. Ό στάρετς αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες καί πειρασμούς, ιδιαίτερα μετά την κοίμηση του προηγούμενου προϊσταμένου της σκήτης, του στάρετς Ιωσήφ.
Από το 1909 ό στάρετς Βαρσανούφιος αρρώσταινε όλο καί πιο συχνά. Κι ακόμα συχνότερα άρχισε να μιλάει για το θάνατο του πού πλησίαζε. Γύρω στον Απρίλιο του ίδιου χρόνου ό π. Αλέξιος ο πορτάρης του 'φερε ένα δέμα πού του είχε στείλει μια μοναχή. Τί είχε μέσα; "Ενα μεγάλο σχήμα των μοναχών. Ό στάρετς ποθούσε από καιρό να γίνει μεγαλόσχημος. Αυτό όμως το λογάριασε σημαδιακό. — Αυτό είναι ένδειξη ότι το τέλος μου είναι κοντά, είπε.
Προς το τέλος του 1909 ό στάρετς άρχισε να πηγαίνει όλο καί πιο αραιά στο ναό για τις αγρυπνίες καί τίς πρωινές ακολουθίες. Δεν μπορούσε να πηγαίνει ούτε καί στις μεγάλες γιορτές των Είσοδίων της Θεοτόκου (πού πανηγύριζε καί το μοναστήρι), της Γέννησης του Χρίστου ή των Θεοφανείων. Σ' αυτές τίς περιπτώσεις ο! ακολουθίες γίνονταν στο κελλί του. Ό στάρετς έλεγε τίς εκφωνήσεις κι οι μοναχοί διάβαζαν κι έψαλλαν. 'Οσο περνούσε ό καιρός όμως γινόταν καί πιο αδύναμος.Το βράδυ της 11ης Ιουλίου ό π. Βαρσανούφιος έλαβε το μεγάλο καί αγγελικό σχήμα. Τον ανέλαβε ως πνευματικός πατέρας ό π. Νεκτάριος, ένας ιερομόναχος της σκήτης.
Ή καρδιά του ήταν στην "Οπτινα καί δεν ήθελε τίποτ' άλλο, παρά νά πεθάνει εκεί.Φαίνεται όμως πώς δεν ήταν θέλημα Θεού να κοιμηθεί στην 'Οπτινα. 'Αφησε την τελευταία του πνοή στο Γκολουτβίνσκυ, την 1η Απριλίου του 1913. Ως το τέλος του είχε διαύγεια πνευματική. Προσευχόταν συνέχεια στο Χριστό καί την Παναγία κι επικαλούνταν πολλούς αγίους, τους όποιους εύλαβούνταν ιδιαίτερα, καθώς καί τους γέροντες της "Οπτινα πού είχαν ήδη κοιμηθεί. Τα τελευταία του λόγια ήταν για τον παράδεισο.Το σώμα του, καλυμμένο με το μεγάλο καί αγγελικό σχήμα, τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Γκολουτβίνσκυ, οπού έμεινε ως τίς 6 Απριλίου, Σάββατο του Λαζάρου.
« "Ηξερες μόνο ν' αγαπάς, μονό να 'σαι καλός, παρ' όλη τη θάλασσα του μίσους καί των συκοφαντιών πού έπεσε επάνω σου. "Ολα τα δεχόσουν με υπομονή, όπως ό Ίώβ. Είμαι ό ίδιος μάρτυρας καί το επιβεβαιώνω πώς λόγος κατάκρισης δεν ακούστηκε από σένα για κανέναν. . . Σάν ποιμενάρχης γνωρίζω τί σημαίνουν τέτοιοι γέροντες για μας. 0ι συμβουλές του ήταν πολύτιμες, γιατί τη μόρφωση του τη συμπλήρωνε με την εμπειρία καί το ύψος της μοναχικής ζωής . . .»Το σώμα του, με εντολή της Ιεράς Συνόδου, μεταφέρθηκε μετά με ειδικό τρένο μέχρι το Κόζελσκ, κι από κει τον κουβάλησαν κληρικοί στην 'Οπτινα στα χέρια τους. Στίς 9 Απριλίου, Μεγάλη Τρίτη, έγινε ή κηδεία κι ή ταφή του στη σκήτη, παρουσία 21 ιερομόναχων, 4 διακόνων καί πλήθους κόσμου.
''Πατερικό της Όπτινα'' Πέτρου Μπότση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου