Η υπέροχη παραβολή που ακούσαμε σήμερα, θεωρείται από τα καλύτερα κείμενα της Αγάς Γραφής, που εκφράζουν με συντομία και σαφήνεια το περιεχόμενο της πίστης μας. Στην παραβολή δεσπόζουν τρία πρόσωπα, που το κάθε ένα δίνει το δικό του, χαρακτηριστικό μήνυμα.
Ο νεότερος υιός δηλώνει τους ανθρώπους οι οποίοι, ενώ αρχικά είχαν κάποια σχέση με τον Θεό, στη συνέχεια Τον αρνιούνται και ζουν χωρίς ηθικούς φραγμούς και όρια. Στην αρχή νομίζουν ότι όλα είναι όμορφα και απολαμβάνουν τις επιλογές τους. Αργότερα όμως, βλέπουν τα ολέθρια αποτελέσματα αυτών των επιλογών. Βιώνουν την απόρριψη, την απομόνωση, το εσωτερικό κενό, τη δυστυχία. Στην κατάσταση αυτή, κάνουν σύγκριση με τη ζωή μέσα στη χάρη του Θεού και αποφασίζουν να επιστρέψουν στην οικογένεια του Πατέρα.
Ο μεγαλύτερος γιός είναι αυτός που προβληματίζει με την στάση του. Όταν μαθαίνει ότι γύρισε ο αδελφός του και ο πατέρας διοργανώνει μεγάλο γλέντι, θυμώνει με τον αδελφό του, αλλά κυρίως με την συμπεριφορά του πατέρα τους. Γιατί άραγε; Μήπως γιατί στο βάθος του εαυτού του μοιάζει πολύ με τον αδελφό του; Το μεγάλο αμάρτημα του μικρού αδελφού είναι πως νόμιζε ότι η ευτυχία βρίσκεται έξω από το σπίτι του πατέρα. Μήπως όμως και ο μεγαλύτερος αδελφός είχε την ίδια εντύπωση; Τι λέει; Ποτέ δεν μου έδωσες ένα κατσίκι να γλεντήσω και εγώ, έξω από το σπίτι, μαζί με τους φίλους μου. Άρα και αυτός θεωρούσε ότι θα ήταν ευτυχισμένος μακριά από τον πατέρα του. Μόνο που δεν είχε κάνει πράξη τις ενδόμυχες σκέψεις του. Τώρα, αντί να το συνειδητοποιήσει, να τρέξει να αγκαλιάσει τον αδελφό του και να πει: «Αδελφέ μη στενοχωριέσαι, μη νοιώθεις άσχημα και εγώ τα ίδια μυαλά είχα, απλά δεν έφυγα από το σπίτι», προτιμάει να δείχνει ότι αυτός είναι ο καλός, κατηγορώντας και καταδικάζοντας τον αδελφό του.
Το τρίτο πρόσωπο της παραβολής είναι ο πατέρας, που είναι γεμάτος αγάπη. Εκπλήσσει η όλη συμπεριφορά του. Στην αρχή δέχεται την παράλογη κατηγορία του μικρού γιού, πως το σπίτι τους είναι φυλακή και αυτός θέλει να γλεντήσει τη ζωή του. Μάλιστα απαιτεί από τον πατέρα και το μερίδιο της περιουσίας που, κατά την γνώμη του, του αναλογεί. Ο πατέρας σέβεται την ελευθερία του και του παρέχει ό,τι του ζητάει, έστω και αν γνωρίζει ότι η επιλογή του αυτή θα τον καταστρέψει. Όταν ο γιός ταπεινωμένος, εξουθενωμένος και μετανοιωμένος επιστρέφει, ο πατέρας τρέχει, τον παίρνει στην αγκαλιά του «καί κατεφίλησεν αὐτόν». Δεν τον επιπλήττει, δεν του ζητάει να απολογηθεί, αλλά τον δέχεται στην θέση που είχε πριν. Τον ντύνει με την καλύτερη στολή, του δίνει δαχτυλίδι, σύμβολο εξουσίας, και διατάζει να ετοιμαστεί μεγάλο γλέντι. Στη συνέχεια, όταν μαθαίνει ότι ήλθε ο μεγάλος γιός του αλλά δεν θέλει να μπει στο σπίτι, βγαίνει έξω και με γλυκό τρόπο και με επιχειρήματα τον παρακαλεί να αφήσει την γεμάτη πείσμα αντίδρασή του και να έλθει μέσα στο σπίτι, στη χαρά του γυρισμού του αδελφού του.
Με την παραβολή του αυτή ο Χριστός περιγράφει δύο τύπους ανθρώπων, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως μονάχα αυτοί οι χαρακτήρες υπάρχουν. Στη συγκεκριμένη αφήγηση βλέπουμε τον άνθρωπο που απομακρύνεται από τον Θεό, όμως η οδύνη της αμαρτίας αλλά και η εμπειρία που είχε κάποτε από τη ζωή κοντά στον Θεό, τον οδηγούν στην μετάνοια και την επιστροφή. Το μεγάλο του σφάλμα είναι η αποκοπή από την κοινωνία με τον Θεό. Οι άλλες αμαρτίες, η σπάταλη και ανήθικη ζωή, είναι το φυσικό επακόλουθο της απομάκρυνσης αυτής.
Ο νεότερος υιός δηλώνει τους ανθρώπους οι οποίοι, ενώ αρχικά είχαν κάποια σχέση με τον Θεό, στη συνέχεια Τον αρνιούνται και ζουν χωρίς ηθικούς φραγμούς και όρια. Στην αρχή νομίζουν ότι όλα είναι όμορφα και απολαμβάνουν τις επιλογές τους. Αργότερα όμως, βλέπουν τα ολέθρια αποτελέσματα αυτών των επιλογών. Βιώνουν την απόρριψη, την απομόνωση, το εσωτερικό κενό, τη δυστυχία. Στην κατάσταση αυτή, κάνουν σύγκριση με τη ζωή μέσα στη χάρη του Θεού και αποφασίζουν να επιστρέψουν στην οικογένεια του Πατέρα.
Ο μεγαλύτερος γιός είναι αυτός που προβληματίζει με την στάση του. Όταν μαθαίνει ότι γύρισε ο αδελφός του και ο πατέρας διοργανώνει μεγάλο γλέντι, θυμώνει με τον αδελφό του, αλλά κυρίως με την συμπεριφορά του πατέρα τους. Γιατί άραγε; Μήπως γιατί στο βάθος του εαυτού του μοιάζει πολύ με τον αδελφό του; Το μεγάλο αμάρτημα του μικρού αδελφού είναι πως νόμιζε ότι η ευτυχία βρίσκεται έξω από το σπίτι του πατέρα. Μήπως όμως και ο μεγαλύτερος αδελφός είχε την ίδια εντύπωση; Τι λέει; Ποτέ δεν μου έδωσες ένα κατσίκι να γλεντήσω και εγώ, έξω από το σπίτι, μαζί με τους φίλους μου. Άρα και αυτός θεωρούσε ότι θα ήταν ευτυχισμένος μακριά από τον πατέρα του. Μόνο που δεν είχε κάνει πράξη τις ενδόμυχες σκέψεις του. Τώρα, αντί να το συνειδητοποιήσει, να τρέξει να αγκαλιάσει τον αδελφό του και να πει: «Αδελφέ μη στενοχωριέσαι, μη νοιώθεις άσχημα και εγώ τα ίδια μυαλά είχα, απλά δεν έφυγα από το σπίτι», προτιμάει να δείχνει ότι αυτός είναι ο καλός, κατηγορώντας και καταδικάζοντας τον αδελφό του.
Το τρίτο πρόσωπο της παραβολής είναι ο πατέρας, που είναι γεμάτος αγάπη. Εκπλήσσει η όλη συμπεριφορά του. Στην αρχή δέχεται την παράλογη κατηγορία του μικρού γιού, πως το σπίτι τους είναι φυλακή και αυτός θέλει να γλεντήσει τη ζωή του. Μάλιστα απαιτεί από τον πατέρα και το μερίδιο της περιουσίας που, κατά την γνώμη του, του αναλογεί. Ο πατέρας σέβεται την ελευθερία του και του παρέχει ό,τι του ζητάει, έστω και αν γνωρίζει ότι η επιλογή του αυτή θα τον καταστρέψει. Όταν ο γιός ταπεινωμένος, εξουθενωμένος και μετανοιωμένος επιστρέφει, ο πατέρας τρέχει, τον παίρνει στην αγκαλιά του «καί κατεφίλησεν αὐτόν». Δεν τον επιπλήττει, δεν του ζητάει να απολογηθεί, αλλά τον δέχεται στην θέση που είχε πριν. Τον ντύνει με την καλύτερη στολή, του δίνει δαχτυλίδι, σύμβολο εξουσίας, και διατάζει να ετοιμαστεί μεγάλο γλέντι. Στη συνέχεια, όταν μαθαίνει ότι ήλθε ο μεγάλος γιός του αλλά δεν θέλει να μπει στο σπίτι, βγαίνει έξω και με γλυκό τρόπο και με επιχειρήματα τον παρακαλεί να αφήσει την γεμάτη πείσμα αντίδρασή του και να έλθει μέσα στο σπίτι, στη χαρά του γυρισμού του αδελφού του.
Με την παραβολή του αυτή ο Χριστός περιγράφει δύο τύπους ανθρώπων, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως μονάχα αυτοί οι χαρακτήρες υπάρχουν. Στη συγκεκριμένη αφήγηση βλέπουμε τον άνθρωπο που απομακρύνεται από τον Θεό, όμως η οδύνη της αμαρτίας αλλά και η εμπειρία που είχε κάποτε από τη ζωή κοντά στον Θεό, τον οδηγούν στην μετάνοια και την επιστροφή. Το μεγάλο του σφάλμα είναι η αποκοπή από την κοινωνία με τον Θεό. Οι άλλες αμαρτίες, η σπάταλη και ανήθικη ζωή, είναι το φυσικό επακόλουθο της απομάκρυνσης αυτής.
Υπάρχει όμως και ο άνθρωπος που τυπικά ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, όμως καλλιεργεί τα διάφορα πάθη μέσα του, δεν τα βλέπει, βλέπει μόνο των άλλων και τους κατακρίνει. Αυτός θέλει το Θεό μόνο δικό του και δεν του επιτρέπει να αγαπάει και να συγχωράει τους άλλους.Τελειώνοντας την παραβολή ο Κύριος, αναφέρει πως ο πατέρας λέει στο μεγάλο γιο: «πάντα τά ἐμά σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δέ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη».
Τα υπέροχα αυτά λόγια μας δείχνουν δύο πράγματα. Πρώτο μας διαβεβαιώνουν πως ο Θεός μοιράζεται με εμάς τη δόξα του και την ευτυχία του Παραδείσου και δεύτερο ότι χαίρεται όταν γυρνάμε κοντά Του και μας θυμίζει πως η ζωή μακριά από τον Θεό είναι θάνατος, και ο Ουράνιος Πατέρας «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4). Αμήν.
Γραπτό κήρυγμα Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας(28 Φεβρουαρίου 2021)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου