Καὶ τὸ ἅγιο Γεροντικὸ λέγει ὅτι μοναχὴ μπῆκε στὸν κῆπο καὶ χωρὶς νὰ κάνη τὸν σταυρό της ἔκοψε μαρούλι κι ἔφαγε καὶ δαιμονίσθηκε. Κι ὅταν ὁ καλὸς παπᾶς τὴν διάβαζε, ὁ πειρασμὸς εἶπε: «Δὲν φταίω ἐγώ· ἐγὼ καθόμουν πάνω στὸ μαρούλι κι ἔκοψε τὸ φυτὸ καὶ μ᾽ ἔφαγε».
Θυμᾶμαι στὸ χωριό μου τὰ φαράγγια νὰ ἀντιλαλοῦν αὐτὴν τὴν βλαστημιά. Εἶδα ζῶα ποὺ τρελάθηκαν. Εἶδα ἀνθρώπους ποὺ πῆγαν καὶ δὲν ξαναῆρθαν.
Δυστυχῶς σήμερα οἱ περισσότεροι εἶναι γιὰ κεῖ...
Ακόμη καὶ ἡ μάνα ποὺ τοὺς γέννησε δὲν φείδεται τῆς κακῆς αὐτῆς εὐχῆς. Δὲν ξέρω γιατὶ ἡ κακὴ αὐτὴ εὐχὴ βάζει τὸν κάθε κατεργάρη στὴν θέση του. Φαίνεται ὅτι εἶναι πόθος τοῦ διαβόλου νὰ δέχεται τὰ παιδιά του μὲ δυνατὴ φόρα νὰ προσκολλοῦνται στὴν ἀγκαλιά του.
– Μάνα, πατέρα, τὰ θρέμματά σου στὸν Χριστὸ νὰ τὰ ἐξαποστέλλης.
– Μὰ μὲ προκαλοῦνε.
Σπάνια νὰ ἀκούσης σήμερα γιαγιά, μάνα «στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πᾶς, παιδί μου». Τὴν ὁλόκαρδη κι ὁλόψυχη αὐτὴν εὐχὴ σπάνια τὴν ἀκοῦς.
Ρωτᾶς τὴν μάννα:
– Ποῦ εἶναι ὁ γιός σου;
– Στοῦ διαόλου τὴν μάνα.
Ναὶ εἶναι, ἀλλὰ ἐσὺ μὴ τὸ ἐπικροτῆς. Δεῖξε τὴν ἀνησυχία σου, κλάψε τὸν χαμὸ τοῦ παιδιοῦ σου.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ πέρα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέρμα τῶν εὐχῶν τῆς σημερινῆς μάννας καὶ τοῦ σημερινοῦ γονιοῦ. Οἱ μάγοι καὶ οἱ φαρμακοὶ τῆς Αἰγύπτου ἔρριξαν τὶς ράβδους κάτω κι ἔγιναν φίδια, ἀλλὰ ὅταν τοὺς εἶπε ὁ φαραὼ νὰ τὰ ἐπαναφέρουν, ὅπως ἔκανε ὁ Μωυσῆς, δὲν μπόρεσαν.
Ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ στέλνει στὸν διάβολο. Ἄντε νὰ πᾶς νὰ τονε γυρίσης. Πήγαινε. Ἔχεις τὴν δύναμη νὰ ἀπαντήξης τὸν διάβολο; Ἂν ὄχι, τότε γιατί τὸν χρησιμοποιεῖς;
Πηγαινοέφερναν στὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα δεκαεξάχρονη κόρη, ποὺ ἔβγαζε τὴν γλῶσσα της μέσα σὲ πολλὰ σάλια καὶ ἔγλειφε τὸ λαρύγγι της! Θέαμα ἀποκρουστικὸ καὶ σιχαμερό.
– Πῶς φθάσαμε σὲ τέτοια συμφορά;
Μακαριστος Γέροντας Γρηγόριος Δοχειαρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου