Ο πιστός… τετράποδος «Μακεδονομάχος», στον οποίο για τις υπηρεσίες του, του απονεμήθηκε τιμής ένεκεν ο βαθμός του… Λοχαγού!
Πάνω του… σφύριξαν εκατοντάδες σφαίρες από «γκράδες». Εκείνος, πάντα κατάφερνε να γλιτώσει και να επιστρέψει πίσω στη γενέτειρά του, την Κρήτη, απ’ όπου είχε ξεκινήσει μαζί με τον ιδιοκτήτη του, για να σώσουν την Μακεδονία από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες που την ορέγονταν. Έγραψε κι αυτός, την δική του ιστορία, αν και δεν έγινε ποτέ γνωστή, όσο εκείνη του «Μάγκα», που ύμνησε στα «Μυστικά του Βάλτου», η Πηνελόπη Δέλτα.
«Είναι κι αυτός σύντροφός μου»
Όλα ξεκίνησαν από την Αθήνα. Στο κέντρο, που είχε αναλάβει την συγκρότηση σωμάτων από εθελοντές-αγωνιστές για την Μακεδονία, παρουσιάστηκε ένας πανύψηλος Κρητικός, έχοντας μαζί του τον σκύλο του.
«Δεν μπορείς να τον πάρεις μαζί σου! Είναι επικίνδυνο! Θα γαυγίζει και θα σας προδώσει! Εκεί, είναι πολύ άγρια τα πράγματα!», είχε τις αντιρρήσεις του ο υπεύθυνος στρατολόγησης.
Ο Εμμανουήλ Παναγιωτάκης, (Βαβουλές το προσωνύμιό του), ένας πανύψηλος και γεροδεμένος άνδρας, γύρω στα 30 χρόνια του, ατάραχος απάντησε:
«Είναι κι αυτός σύντροφός μου. Θα έρθει μαζί με τα παλικάρια μου! Μάλιστα θα μας βοηθήσει, γιατί είναι εκπαιδευμένος!»
Ο Εμμανουήλ Παναγιωτάκης, (Βαβουλές το προσωνύμιό του), ένας πανύψηλος και γεροδεμένος άνδρας, γύρω στα 30 χρόνια του, ατάραχος απάντησε:
«Είναι κι αυτός σύντροφός μου. Θα έρθει μαζί με τα παλικάρια μου! Μάλιστα θα μας βοηθήσει, γιατί είναι εκπαιδευμένος!»
Κι αμέσως έδωσε μερικά παραγγέλματα:
«Λοφ, κρύψου! Εχθρός!». Ο σκύλος στη στιγμή έγινε άφαντος.
«Έλα! Πρηνηδόν!». Κι εκείνος παρουσιάστηκε και έγινε ένα με το πάτωμα. «Πάρτε τον, μαζί σας!», λύγισε ο υπεύθυνος που έδωσε την έγκρισή του για να περάσει μαζί με το εκστρατευτικό σώμα στη Μακεδονία και ο «Λοφ».
Ο καπετάν Βαβουλές είχε συνεργαστεί με πολλούς αρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα, όπως τον Δεσπότη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, τον Σπύρο Σπυρομήλιο (καπετάν Μπούα).
2 σχόλια:
Πολύ ὡραία καί ἄγνωστη στούς πιό πολλούς ἡ ἀνωτέρω ἀνάρτηση καί εὐχαριστοῦμε πολύ τόν «Προσκυνητή» γι’αὐτό.
Ἐπειδή ὅμως φαινόταν πώς κοβόταν ἀπότομα τό νόημα στό τέλος, ἀναζήτησα ἀπό τήν πηγή καί ψάχνοντας βρήκα ὅλο τό κείμενο τῆς δημοσίευσης.
Ἀπό τήν κατωτέρω ἱστοσελίδα:
https://www.kynigesia.gr/kynigi/kynigetikes-istories/o-8/
μεταφέρω τό ὑπόλοιπο κείμενο σέ δύο συνέχειες ἐπειδή εἶναι μεγάλο.
«....
Ο καπετάν Βαβουλές είχε συνεργαστεί με πολλούς αρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα, όπως τον Δεσπότη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, τον Σπύρο Σπυρομήλιο (καπετάν Μπούα), τον Άγρα κι άλλους. Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, με υπαρχηγό τον συντοπίτη του Ηλία Χειλαδάκη κι άλλους Κρητικούς πολέμησαν με τους Βουλγαρο-κομιτατζήδες στην περιοχή των Γιαννιτσών, της Αλμωπίας, έχοντας στο πλευρό τους τον σκύλο.
Εκείνος τους είχε σώσει άπειρες φορές, όταν τους προειδοποιούσε με ένα ελαφρό γρύλισμα για εχθρική ενέδρα, καθώς τους αντιλαμβανόταν από πολύ μακριά. Πολλές φορές, του έδιναν πράγματα στο στόμα και τον έστελναν να τα παραδώσει σε συναγωνιστές που βρίσκονταν σε άλλο σημείο της λίμνης. Σε μια μάχη, ορισμένα από τα παλικάρια της ομάδας , είχαν αποκοπεί σε κάποιο σημείο, όπου τους χτυπούσαν οι εχθροί και κινδύνευαν να συλληφθούν, καθώς τους τελείωναν τα πυρομαχικά τους. Ο καπετάν Βαβουλές έδεσε τις σφαίρες πάνω στο σώμα του σκύλου και τον πρόσταξε:
«Πήγαινέ τις στα παιδιά!». Ο Λοφ, κολυμπώντας πέρασε απέναντι και τις παρέδωσε στους συντρόφους του, οι οποίοι κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση!
Τετράποδος… κομάντο
Οι Βούλγαροι είχαν λυσσάξει με τον σκύλο και πολλές φορές επιχείρησαν να τον σκοτώσουν. Δεν τα κατάφεραν, γιατί εκείνος είχε μάθει να τρέχει σαν τον άνεμο και να κρύβεται πίσω από κορμούς δένδρων και πέτρες. Ήταν ένας τετράποδος…κομάντο, που οι άνδρες της ομάδας του καπετάν-Βαβουλέ έπιναν νερό στο όνομά του, γιατί ήταν πάμπολλες οι φορές που τους είχε γλιτώσει! Αυτά τα κατορθώματα του Λοφ ήταν η αιτία που η επιμελητεία του Μακεδονικού Αγώνα αναγνώρισε τις υπηρεσίες του και του απένειμε τον τίτλο του λοχαγού! Μάλιστα, αργότερα, ο αείμνηστος Χανιώτης, Ιωάννης Μάντακας, είχε στο μουσείο που δημιούργησε ίδιος, σε περίοπτη θέση μια μεγάλη φωτογραφία του καπετάν Βαβουλέ με δυο παλικάρια του και τον Λοφ να ποζάρει ξαπλωμένος στα πόδια τους. (Δυστυχώς, το μουσείο αυτό καταστράφηκε από πυρκαγιά).
Κατά την επιστροφή του στην Κρήτη, ο καπετάνιος είχε πάντα στο πλευρό του τον σκύλο του. Μερικές φορές πήγαινε κι έμενε στης αδελφής του, στις Βουκολιές Χανίων. Ένα Σάββατο, ήταν παζάρι και αυτός πήρε δυο κιλά ψάρια και τα έδωσε στον Λοφ, για να τα πάει στο σπίτι της, το οποίο απείχε δυο χιλιόμετρα!
Κάποιοι δεν το πίστευαν και ο Μανωλιός τους προκάλεσε:
«Στοίχημα 500 δραχμές, ότι θα τα παραδώσει στην αδελφή μου. Κι εσείς, αν θέλετε, δοκιμάστε να του τα πάρετε». Εκείνοι, δέχτηκαν και …έχασαν! Παρόλο, που έστησαν καρτέρι στον σκύλο, αυτός τους αντιλήφθηκε, τους απέφυγε και πήγε τα ψάρια στη Βαγγελιώ. Ο καπετάν Βαβουλές, όταν έμεινε στης Βαγγελιώς, είχε τη συνήθεια να κατεβαίνει πρωί-πρωί για μπάνιο στο ποτάμι. Μια φορά, περνούσε από εκεί ένας νεαρός (Μπουλταδάκης, από το χωριό Κεφαλάς) καβάλα στο μουλάρι του. Το ζώο τρόμαξε και τον έριξε κι εκείνος, με βρισιές, όρμησε πάνω στον λουόμενο, θεωρώντας τον υπεύθυνο για το περιστατικό.»
συνεχίζεται....
Θ.Σ.
Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου
«.....
Ο Λοφ, που ήταν δεμένος στο σπίτι της αδελφής του, έσπασε το σκοινί και σαν… σφαίρα έφτασε και έπεσε πάνω στον νέο που είχε πιαστεί στα χέρια με το αφεντικό του, καταδαγκώνοντάς τον. Η υπόθεση έφτασε και στο Δικαστήριο, ύστερα από μήνυση του νεαρού. Ο πρόεδρος ζήτησε από τον Βαβουλέ να περιγράψει το γεγονός. Εκείνος τα είπε με το νι και με το σίγμα: «Με το σκυλί ήμασταν μαζί στην Μακεδονία! Με έσωσε από Βουλγάρους! Το ίδιο έκανε και τώρα, που είδε ότι δέχτηκα επίθεση! Είναι εκπαιδευμένος!».
«Αθώος ο κατηγορούμενος»
Και αμέσως, είπε στον πρόεδρο του δικαστηρίου: «Κρύψτε το πορτοφόλι μου, όπου θέλετε και θα το βρει». Το πήρε ο γραμματέας και το έβαλε κάτω από το τραπέζι. Ο καπετάν Βαβουλές φώναξε τον σκύλο που καθόταν έξω από την πόρτα: «Λόφ, μου έκλεψαν το πορτοφόλι, μωρέ! Βρες το!». Εκείνος, οσμίστηκε τον αέρα, πέρασε από όλο το ακροατήριο και κατευθύνθηκε στην έδρα. Μπροστά στον γραμματέα, στάθηκε γρυλλίζοντας!
«Μην τον πειράξεις! Μονάχα, φέρε μου το πορτοφόλι». Ο Λοφ το πήρε και το ακούμπησε στο χέρι του αφεντικού του. Ο πρόεδρος σηκώθηκε και ανακοίνωσε: «Αθώος ο κατηγορούμενος», και αμέσως πρόσταξε: «Σηκωθείτε όλοι και σταθείτε προσοχή για να τιμήσουμε τους δυο μακεδονομάχους: τον καπετάν Μανώλη και τον σκύλο του!».
«Ο Μανωλιός ήταν κυνηγός και δεινός σκοπευτής. Σε ένα γλέντι, αρραβώνα ή βάπτισης, οι άνδρες έκαναν σκοποβολή και τον προκάλεσαν: «παίξε και συ, μωρέ Μανωλιό. Από τους πυροβολισμούς είχαν πετάξει τρομαγμένα δυο περιστέρια. Αυτός τράβηξε το πιστόλι του και τα πέτυχε και τα δυο στον αέρα. Από τον Λοφ, κρατήσαμε πολλούς απογόνους στην οικογένειά μας: ήταν ο Λέων, η Σπίθα, η Ήρα, παλιά και σήμερα έχω την Στούπα. Διαβάζαμε για τον Φλοκ στον λοχαγό Μαρκ. Θαυμάζαμε στην τηλεόραση, την Λάσυ, αλλά έχουμε κι εμείς σκύλους ήρωες!», λέει στο Kynigesia.gr, ο Μάρκος Παναγιωτάκης, από τα Παλιά Ρούματα Χανίων, του οποίου ο παππούς ήταν πρωτοξάδελφος με τον πατέρα του καπετάν Βαβουλέ.
«Σκύβω το χώμα το φιλώ…»
Κι ευθύς σκαρώνει δυο μαντινάδες:
«Σκύβω, το χώμα το φιλώ, εις τη Μακεδονία, εκεί που αίμα χύθηκε για την Ελευθερία…».
«Όποιος φοβάται τη φωτιά, τσι μπάλας το ντουμάνι, αφήνει την πατρίδα του και του την παίρνουν άλλοι».
Τρεις χιλιάδες Κρητικοί στον Μακεδονικό Αγώνα
Η Μακεδονία οφείλει πολλά στους Κρήτες που αγωνίστηκαν για τη σωτηρία της. Όπως γράφει ο Σταύρος Φωτάκης, στην διαδικτυακή εφημερίδα «Ο Αγώνας της Κρήτης», από τους 6.000 εθελοντές, οι 3.000 ήταν… σταυραετοί από τις κορφές του Ψηλορείτη και της Μαδάρας. Οι 700 δεν γύρισαν πίσω. Ο πρώτος νεκρός μη Μακεδόνας που έπεσε στο πεδίο της μάχης ήταν ο Γεώργιος Σεϊμένης, που θρυλείται πως όταν τον αποκεφάλισαν, η κομμένη του κεφαλή συνέχιζε να φτύνει κατάμουτρα τους εχθρούς. Από τους τρεις γενικούς αρχηγούς του Αγώνα, ο ένας ήταν ο Παύλος Μελάς από την παλιά Ελλάδα και οι άλλοι δυο Κρητικοί: ο Γεώργιος Κατεχάκης, με το ψευδώνυμο Καπετάν Ρούβας, από το Ηράκλειο Κρήτης, κι ο Γεώργιος Τσόντος, με ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας, από τ’ Ασκύφου Σφακίων. Από τους είκοσι πολίτες αρχηγούς, οι δεκατέσσερις ήταν Κρητικοί, κι από τους ογδόντα δύο σημαιάρχες, οι δεκαεννέα πάλι Κρητικοί.
Η λαϊκή μούσα δεν παρέλειψε το χρέος της να υμνήσει τους Κρήτες Μακεδονομάχους με τους παρακάτω στίχους:
Μεριάστε ο Βάρδας να διαβεί να πάει στο Μοναστήρι
κει που’ ν ο πόλεμος χαρά κι η μάχη πανηγύρι… (για τον Τσόντο)
Οι σφαίρες δε σε τρόμαζαν γιατί ’σουν αντρειωμένος
ήσουν σεμνός κι αντρόπιαστος, απ’ όλους διαλεγμένος (για τον Κατεχάκη).»
Μέ ἐκτίμηση
Θεόδωρος Σ.
Δημοσίευση σχολίου