Οἱ ἀπόστολοι, ἂν καὶ πίστευαν ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκλεκτός του, ὁ Μεσσίας, ἄργησαν πολὺ νὰ καταλάβουν ὅτι ἡ βασιλεία του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Ὅταν βέβαια τὸ κατάλαβαν, δέχτηκαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου ποὺ τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Χριστός. Τὸ μυαλό τους ξεθόλωσε ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιδιώξεις καὶ φιλοδοξίες μετὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς ὁδήγησε «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Στὸ ἑξῆς, ἀντὶ νὰ κυνηγοῦν ἀξιώματα, θεωροῦσαν τιμή τους νὰ βαστάζουν ἐπάνω τους τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ὑποφέρουν ὅπως Ἐκεῖνος (Ἰω. 18, 36. 16, 13. Γαλ. 6, 17).
Τότε κατανόησαν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅτι πρῶτος καὶ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους δὲν εἶναι ὅποιος ἐπιδιώκει τὴν πρώτη θέση παντοῦ, «τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς». Ἀλλὰ ὅποιος βάζει τὸν ἑαυτό του τελευταῖο καὶ γίνεται ὑπηρέτης τῶν ἄλλων, «πάντων δοῦλος καὶ διάκονος». Ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ἦλθε γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουμε ἐμεῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς διακονήσει Ἐκεῖνος. Καὶ ἔφτασε νὰ πλένει καὶ τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του, ἀκόμα καὶ τοῦ Ἰούδα. Ἀπὸ μείζων, ἔγινε ἐλάχιστος (Ματθ. 23, 6. Μάρκ. 10, 43-44. Ἰω. 13, 4-16).
Πολλοὶ Χριστιανοὶ δὲν κατάλαβαν ποτὲ τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τὴ στάση τοῦ Χριστοῦ. Μὲ κάθε μέσο, θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο, πατώντας ἀκόμα καὶ ἐπὶ πτωμάτων, ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πρώτη θέση. Γαντζώνονται στὴν ἐξουσία, κάνουν τὰ πάντα γιὰ τὴν καρέκλα τους. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατακυριεύουν, καταδυναστεύουν, τυραννοῦν, καθυποτάσσουν. Εἶναι γενικευμένη ἡ τάση, στὸν τομέα του ὁ καθένας νὰ ἐπιδιώκει νὰ ἐπικρατεῖ πάνω στοὺς ἄλλους. Μὰ εὐτυχῶς ὑπάρχουν καὶ οἱ φωτεινὲς ἐξαιρέσεις. Κάποιες φωτισμένες ψυχές, ἀντὶ γιὰ πρωτοκαθεδρία, ἀναζητοῦν «τὸν ἔσχατον τόπον» (Λουκ. 14, 10). Πατριάρχες γίνονται ἀνώνυμοι μοναχοί. Βασιλιάδες, πρίγκιπες καὶ πριγκιπόπουλα, ἀνταλλάσσουν τὴν ἐπίγεια βασιλεία μὲ τὴν ἐπουράνια. Ἀφήνουν τὴ βασιλική τους πορφύρα καὶ ντύνονται τὸ μοναχικὸ τριβώνιο. Ἕνα τέτοιο λαμπερὸ ἀστέρι εἶναι καὶ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος.
Ἔζησε σαράντα χρόνια στὰ παλάτια ὡς δάσκαλος καὶ πατέρας τῶν παιδιῶν (Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου) τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Κοιμόταν πάνω σὲ πολύτιμα στρώματα. Τὸν ὑπηρετοῦσαν χίλιοι δοῦλοι χρυσόζωνοι, φορώντας πανάκριβα κοσμήματα καὶ ὁλομέταξα ροῦχα. Μὰ ἄφησε τὶς τιμὲς καὶ ἔγινε μοναχός. Ἔζησε ἄλλα πενήντα πέντε χρόνια στὴν ἀπόλυτη φτώχεια. Καὶ ὅπως στὸ παλάτι δὲν φοροῦσε κανένας πολυτιμότερο ροῦχο ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι καὶ στὸ μοναστήρι δὲν φοροῦσε κανένας εὐτελέστερο ἀπὸ τὸ δικό του. Στὴν Ἐκκλησία στεκόταν πίσω ἀπὸ μιὰ κολόνα γιὰ νὰ μὴ βλέπει κανένας τὸ πρόσωπό του. Ὅταν ἀρρώστησε, ἡ μόνη του πολυτέλεια ἦταν μιὰ κουρελοῦ γιὰ στρωσίδι καὶ ἕνα μικρὸ προσκέφαλο.
Γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε ἀπὸ πρῶτος τελευταῖος.
π. Δημητρίου Μπόκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου