«Φιλοτιμησάμενος δε ο βασιλεύς επισκόπους και ασπασάμενος απέλυσε μετ’ ειρήνης εις τας ιδίας παροικίας, χαίρων επί τη συμφωνία των εκκλησιών. Παρεκελεύσατο δε τω της Αιλίας επισκόπω Μακαρίω παρόντι εν τη συνόδω, και των αποστολικών δογμάτων υπερμαχούντι, αναζητήσαι τον ζωοποιόν Σταυρόν, και το θεόληπτον Μνήμα, και πάντας τους αγίους τόπους, και τους άλλους επισκόπους ομοίως προετρέψατο αιτήσασθαι, ει τι συνορά προς απαρτισμόν έκαστος της ιδίας Εκκησίας˙ ην δε εννέα καιδέκατος της βασιλείας αυτού ενιαυτός, ότε εγένετο η κατά Νίκαιαν σύνοδος. Μετά ταύτα απέστειλεν ο βασιλεύς εαυτού μητέρα Ελένην την αξιέπαινον και θεοφιλή εις Ιεροσόλυμα μετά γραμμάτων και χρημάτων αφθονίας προς τον Μακάριον Ιεροσολύμων, επί αναζητήσει του ζωοποιού ξύλου, και οικοδομή των αγίων τόπων αυτής αιτησαμένης της βασιλίδος, φασκούσης οπτασίαν θείαν εωρακέναι, κελεύουσαν αυτή τα Ιεροσόλυμα καταλαβείν, και τους Αγίους Τόπους εις φως αγαγείν χωσθέντας υπό των ανόμων, και αφανείς γενομένους, επί τοσούτους χρόνους».
Διέσχισε τα Βαλκάνια, διαπεραιώθηκε στη Μικρά Ασία, και μέσα από τους δρόμους των δυτικών ακτών και το θαλάσσιο εν συνεχεία ταξίδι της από νησί σε νησί της Δωδεκανήσου, όπως ορίζει η παράδοση, έφτασε στην Κύπρο, όπου ξεχειμώνιασε. Πολλές εκκλησίες έχτισε και πολλά μοναστήρια ίδρυσε στο νησί, μεταξύ των οποίων και το «Βασιλομονάστηρο», όπως ονομάστηκε μεταγενέστερα προς τιμήν της. οι Κύπριοι διατηρούν τη μνήμη της ζωηρά στις παραδόσεις τους.
Όταν ήρθε η άνοιξη, έφυγε από την Κύπρο και διαπεραιώθηκε αντίκρυ στην Παλαιστίνη. Καθώς πληροφορήθηκε ο επίσκοπος Μακάριος, γράφει ο μοναχός Αλέξανδρος, ότι έφθασε στην Ιερουσαλήμ η βασίλισσα Ελένη, την υποδέχθηκε μαζί με τους άλλους επισκόπους της επαρχίας. Εκείνη τους ανάγγειλε το σκοπό της άφιξης της στους αγίους Τόπους, την εύρεση δηλαδή του Σταυρού του Χριστού, και όλοι απορούσαν για τον τόπο, ενώ καθένας τους άρχισε να λέει τις υποψίες του περί του τόπου. Τέλος, ο επίσκοπος της Ιερουσαλήμ τους παρακάλεσε να ησυχάσουν και να προσευχηθούν για το πρόβλημά τους.
Ο Ευσέβιος και άλλοι ιστορικοί συγγραφείς βεβαιώνουν τις πρώτες ενέργειες της Αγίας Ελένης στην Παλαιστίνη. Μιλούν για την απελευθέρωση φυλακισμένων, εξορίστων και σκλάβων στα ορυχεία, καθώς και για τη γενναιοδωρία της στους γυμνούς και απροστάτευτους φτωχούς με τη διανομή σ’ αυτούς χρημάτων και ιματισμού. Γιατί ο αυτοκράτορας γυιός της της παρείχε κάθε βοήθεια και της επέτρεπε να ξοδεύει τα χρήματα αφειδώς στις ελεημοσύνες και στην ανέγερση ιερών ναών.
Ο Ευσέβιος Παμφίλου μας δίνει πολλές σχετικές πληροφορίες. Μερικοί άθεοι και δυσσεβείς, γράφει, πριν από πολλά χρόνια, για να συσκοτίσουν την αλήθεια για την Ανάσταση του Κυρίου, σκέφτηκαν να εξαφανίσουν τον ιερό χώρο της ταφής του Κυρίου, επιχωματώνοντάς τον σε μεγάλο ύψος με πολύ χώμα που κουβάλησαν από μακριά. Και αφού έκαναν αυτή τη μεγάλη επιχωμάτωση, έχτισαν πάνω της ναό της Αφροδίτης και έβαλαν μπροστά του ένα μεγάλο άγαλμα της θεάς, για να βεβηλώσουν τον τόπο, έτσι ώστε με την πάροδο του χρόνου οι χριστιανοί να τον λησμονήσουν.
Άλλ ’ο χώρος εντοπίστηκε γρήγορα από την αγία Ελένη. Το σημείο, γράφει ο Σωζομενός, το γνώριζε από πατρικό γραπτό και το αποκάλυψε κάποιος Εβραίος, από εκείνους που κατοικούσαν κατά την Ανατολή, αλλά ως πιο αληθινό φαίνεται και πιο πιστευτό γίνεται ότι ο Θεός το αποκάλυψε (στην Αγία Ελένη) με θεϊκά σημάδια και όνειρα.
Ο Κων/νος, που φαίνεται ενημερωνόταν ταχύτατα για όλες τις ενέργειες της μητέρας του, διέταξε να κατεδαφιστεί αμέσως ο ναός της Αφροδίτης και ν’ απομακρυνθεί μακριά από τον ιερό χώρο το παχύ στρώμα των μπάζων, με τα οποία τον είχαν επιχωματώσει. Καθώς τα μπάζα απομακρύνθηκαν, αποκαλύφθηκε πράγματι το ιερό σπήλαιο, όπου είχε ταφεί ο Αναστάς Χριστός.
Η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού του Χριστού.
Η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού θεωρείται ως το μέγιστο των επιτευγμάτων της Αυγούστας Ελένης. Για τον προσδιορισμό των ιερών χώρων της Σταυρώσεως, της Αναστάσεως και της Γεννήσεως του Κυρίου και την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου κάνουν λόγο στα κείμενά τους πολλοί ιστορικοί συγγραφείς της εποχής του Μεγάλου Κων/νου, αλλά και των αμέσως επόμενων χρόνων.
Ο Άγιος Ιερώνυμος σ’ επιστολή του προς τον Παυλίνο γράφει: «Από την εποχή του Αδριανού ως τη βασιλεία του Κων/νου – μια περίοδο περίπου εκατόν ογδόντα χρόνων, ο Αδριανός πέθανε το 138 μ. Χ. και ο Κων/νος έγινε αυτοκράτορας το 306 μ. Χ. – το σημείο το οποίο είχε επιβεβαιώσει την Ανάσταση, είχε καταληφθεί από τη φιγούρα του Δία, ενώ στο βράχο, όπου είχε στηθεί ο Σταυρός, είχε εγκατασταθεί ένα μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης από τους εθνικούς και έγινε αντικείμενο λατρείας. Οι πρώην διώκτες, αληθινά, νόμισαν ότι με τη βεβήλωση των ιερών τόπων μας, θα μας στερούσαν από την πίστη μας στα Πάθη και την Ανάσταση. Ακόμα και η Βηθλεέμ μας, το ιερότερο σημείο του κόσμου, η ίδια η σπηλιά, όπου γεννήθηκε ο Χριστός και όπου πρωτακούστηκαν οι παιδικές κραυγές Του, έγινε ερωμένη της Αφροδίτης».
Ο άγιος Κύριλλος, επίσκοπος Ιεροσολύμων, που έζησε λίγα χρόνια αργότερα, ανοιχτά βεβαιώνει την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, γυιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου: «Επί μεν γαρ του θεοφιλεστάτου και της μακαρίας μνήμης Κων/νου του σου πατρός, το σωτήριον του Σταυρού ξύλον εν Ιεροσολύμοις ηύρηται, της θείας χάριτος, τω καλώς ζητούντι την ευσέβειαν, των αποκεκρυμμένων Αγίων Τόπων παρασχούσης την εύρεσιν».
Ο Άγιος Κύριλλος αναφέρεται (περί το 345 – 350 μ. Χ.) στον Τίμιο Σταυρό τουλάχιστον τρεις φορές ακόμη στους κατηχητικούς του λόγους: α) Στον κατηχητικό του λόγο με αριθμό 4, παράγραφο 10, μας πληροφορεί ότι όλος ο κόσμος έχει γεμίσει με κομμάτια του Σταυρού του Κυρίου («και του ξύλου του Σταυρού πάσα η Οικουμένη κατά μέρος επληρώθη»)! β) Στον κατηχητικό του λόγο με αριθμό 13, παράγραφο 4, αναφέρει ότι ο Σταυρός κομματιάστηκε και διανεμήθηκε σε όλον τον κόσμο («ελέγχει με του Σταυρού το ξύλον, το κατά μικρόν εντεύθεν πάση τη Οικουμένη διαδοθέν»). Και γ) Στον κατηχητικό του λόγο με αριθμό 10, παράγραφο 19, αναφέρεται ότι «μαρτυρεί περί του Χριστού το ξύλον το άγιον του Σταυρού, μέχρι σήμερον παρ’ ημίν φαινόμενον, και δια των κατά πίστιν εξ αυτού λαμβανόντων, εντεύθεν την Οικουμένην πάσαν σχεδόν ήδη πληρώσαι». (Στην τελευταία φράση εννοεί εκείνους που κρατούν μικρά κομμάτια του Σταυρού για βοήθειά τους, τα φυλαχτά).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αγίου Αμβροσίου (395 μ. Χ.), η αγία Ελένη εμπνεύστηκε από το Άγιον Πνεύμα την επιθυμία να ερευνήσει στους Αγίους Τόπους για την ανεύρεση του Σταυρού του Κυρίου. Η έρευνα διήρκεσε πολλές ημέρες και, τέλος, έφερε στο φως τρεις σταυρούς, που βρίσκονταν μέσα σε μια αρχαία δεξαμενή του Γολγοθά. Ο Σταυρός του Χριστού αναγνωρίστηκε χάρη στην τρίγλωσση επιγραφή «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων», καθώς επίσης και τα καρφιά, που οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν καρφώσει στα χέρια και στα πόδια του Χριστού.
Ο Ρουφίνος μερικά χρόνια αργότερα (περί το 400) δίνει τις εξής πληροφορίες: Η Ελένη ήρθε στην Ιερουσαλήμ με την έμπνευση του Θεού. Ένα ουράνιο σήμα της έδειξε τον τόπο, όπου έπρεπε να σκάψει. Ανέσυρε τους τρεις σταυρούς, αλλά προβληματίστηκε για το ποιος είναι ο Σταυρός, πάνω στον οποίο ο Ιησούς είχε μαρτυρήσει.
Ο Μακάριος, ο επίσκοπος της Ιερουσαλήμ, έφερε πάνω στο φορείο μια ετοιμοθάνατη γυναίκα. Η άρρωστη, στην επαφή της με τον πρώτο και δεύτερο σταυρό, παρέμεινε ανεπηρέαστη. Καθώς όμως άγγιξε τον τρίτο, που ανήκε στο Χριστό, αμέσως ανασηκώθηκε και περπάτησε δοξολογώντας το Θεό. Η Ελένη διαμοίρασε στα τρία μέρη το Σταυρό, το πρώτο για την Ιερουσαλήμ, το δεύτερο για την Κωνσταντινούπολη και το τρίτο για τη Ρώμη.
Ο άγιος Ιερώνυμος κάνει λόγο για το καρφί, που χρησιμοποιήθηκε στο χαλινάρι του αλόγου του Μ. Κων/νου, και για τις εικόνες του Διός και της Αφροδίτης που βρίσκονταν στους χώρους των Παθών και της Αναστάσεως μέχρι την εποχή του ίδιου αυτοκράτορα.
Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός γράφει ότι η Ελένη «δι’ ονείρων χρηματισθείσα εις τα Ιεροσόλυμα παρεγένετο» και μας πληροφορεί ότι: Οι εθνικοί είχαν κατασκευάσει στον τόπο της ταφής του Κυρίου ναό της Αφροδίτης. Η Ελένη κατεδάφισε το ναό και έσκαψε τον τόπο και εξέθαψε τρεις σταυρούς, τη σανίδα με τις τρεις επιγραφές του Πιλάτου και τα καρφιά, με τα οποία ήταν καρφωμένα τα χέρια και τα πόδια του Χριστού πάνω στο Σταυρό. Η Ελένη μοίρασε το Σταυρό στα δύο, άφησε το ένα στα Ιεροσόλυμα μέσα σε ασημένια θήκη και το άλλο το πήγε στον αυτοκράτορα. Στον Κων/νο έφερε επίσης και δύο καρφιά, τα οποία χρησιμοποίησε ως φυλαχτό του, τοποθετώντας το ένα στο κράνος του και το άλλο στο χαλινάρι του αλόγου του*.
*Η παράδοση, την οποία αναφέρει ο άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων και επαναλαμβάνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, κάνει λόγο και για το τρίτο καρφί: «Τον δε τρίτον ήλον (=καρφί), λέγιει ο θείος Αμβρόσιος, ότι η Αγία Ελένη διαπερώσα το Αδριατικόν πέλαγος και κινδυνεύουσα από φουρτούνα, έρριψεν αυτόν εις την θάλασσαν και έγινεν γαλήνη. Απίστευτον όμως κρίνει τούτο ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος, καθότι δεν επήγεν εις το Αδριατικόν πέλαγος η Αγία Ελένη μετά το απελθείν αυτήν από Ιεροσόλυμα».
Ο Κων/νος, μας βεβαιώνει ακόμα ο Σωκράτης, έγραψε στον επίσκοπο Μακάριο να επισπεύσει την ανέγερση των ναών στην Αγία Γη, που η Αγία Ελένη είχε θεμελιώσει.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε ομιλία του γράφει ότι βρέθηκαν τρεις σταυροί και ότι ο αληθινός Σταυρός αναγνωρίστηκε από την καρφωμένη πάνω του επιγραφή του Πιλάτου. Επίσης σε άλλη ομιλία του γράφει: «Αυτό δε το ξύλον εκείνο, ένθα το Άγιον εστάθη Σώμα και ανεσκολοπίσθη, πώς έστι περιμάχητον άπασι; Και μικρόν τινά (κόκκον) λαμβάνοντες εξ εκείνου πολλοί, και χρυσώ κατακλείοντες, και άνδρες και γυναίκες των τραχήλων εξαρτώσι των εαυτών καλλωπιζόμενοι; Καίτοι καταδίκης το ξύλον ήν, καίτοι τιμωρίας».
Ο Σωζομενός γράφει περί το 430 μ. Χ. τα εξής: «Η σύνοδος της Νίκαιας τέλειωσε και ο καθένας από τους ιερείς επέστρεψε στον τόπο του. Ο αυτοκράτορας χαιρόταν τη μεγάλη επιτυχία του. Για να ευχαριστήσει το Θεό για την ομόνοια των επισκόπων, σκέφτηκε να κατασκευάσει ναό στα Ιεροσόλυμα, στον Κρανίου τόπο. Εκείνο τον καιρό και η μητέρα του Ελένη είχε φτάσει στα Ιεροσόλυμα να προσευχηθεί και να γνωρίσει τους Αγίους Τόπους. Όντας ευλαβής χριστιανή, ασχολήθηκε με την εύρεση του ξύλου του Σεβάσμιου Σταυρού. (…) Εβραίος, που γνώριζε από τους προγόνους του, κατέδειξε τον ακριβή τόπο, αλλά αληθέστερο είναι ότι ο τόπος αυτός αποκαλύφθηκε με σημεία και όνειρα. Εκεί με το σκάψιμο αποκαλύφθηκαν τρεις σταυροί,καθώας και το ξύλο με την τρίγλωσση επιγραφή (του Πιλάτου). Ο Σταυρός του Χριστού ήταν εκείνος μεταξύ των τριών που θεράπευσε λίγη ώρα αργότερα γυναίκα βαριά άρρωστη και ανέστησε νεκρό. Η Ελένη άφησε στα Ιεροσόλυμα το μεγαλύτερο κομμάτι και το μικρότερο το πήγε στο βασιλιά γυιό της, μαζί και τα καρφιά, που είχαν καρφωθεί στο σώμα του Χριστού. Ένα από αυτά, καθώς ‘μολογάνε, ο αυτοκράτορας το έβανε στην περικεφαλαία του και το άλλο στο χαλινό του αλόγου του. Έτσι – κατά θεολογική ερμηνεία – εκπληρώθηκε και η προφητεία του προφήτη Ζαχαρία, που είπε: «Εν τη ημέρα εκείνη έσται το επί τον χαλινόν του ίππου άγιον τω Κυρίω παντοκράτορι. (…) Και η Σίβυλλα για το ξύλο του Σταυρού είχε προβλέψει: Ω ξύλον μακαριστόν, αφ’ ου ο Θεός εξετανύσθη. Τ’ ανωτέρω γεγονότα παραδόθηκαν σε μας από άτομα μεγάλης αξιοπιστίας, στα οποία οι πληροφορίες έφτασαν διαδοχικά από πατέρα σε γυιό και άλλοι έχουν καταχωρίσει εγγράφως τα ίδια γεγονότα προς όφελος του μέλλοντος».
Ο Θεοδώρητος επιβεβαιώνει και αυτός (περί το 448 μ. Χ.) το ταξίδι της Αγίας Ελένης στους αγίους Τόπους, την εύρεση τριών σταυρών, την αναγνώριση του Σταυρού του Κυρίου με το θαύμα της ιάσεως της ετοιμοθάνατης γυναίκας, τη μεταφορά των καρφιών στον Κων/νο για τους σκοπούς που ανέφερε και ο Σωζομενός, κάνοντας υπόμνηση και της σχετικής προφητείας του Ζαχαρία.
Και ο Γρηγόριος Turons βεβαιώνει πως η αγία Ελένη βρήκε το ξύλο του Σταυρού με τις πληροφορίες του Ιούδα, που βαπτίσθηκε χριστιανός και ονομάστηκε Κυριακός.
Για το ξύλο του Σταυρού κάνει λόγο και αυτός ο Ιουλιανός ο Παραβάτης σε μια έκρηξη αγανάκτησής του προς τους χριστιανούς λέγοντας «… άλλ’ εσείς λατρεύετε το ξύλο του Σταυρού και σέρνετε την ομοιότητά του στα μέτωπά σας και το χαράζετε στα νοικοκυριά σας».
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης κάνει λόγο για την ύπαρξη του Σταυρού εκείνη την εποχή. Γράφει: «Το ξύλο του Σταυρού είναι σωτήριας αποτελεσματικότητας για όλους τους ανθρώπους, αν και είναι, καθώς ενημερώνομαι, ένα κομμάτι φτωχού δέντρου, λιγότερο πολύτιμου από περισσότερα δένδρα».
Ο Χρυσόστομος γράφει: «Για τις διαστάσεις του Τιμίου Σταυρού κάνουν λόγο ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Χρυσόστομος: το μήκος του ορθού Ξύλου έφτανε τα δεκαπέντε πόδια (4,5 μ.), του πλάγιου Ξύλου τα οκτώ πόδια (2,4 μ. περίπου) και το χόνδρος του ορθού Ξύλου μια σπιθαμή (20 εκατοστά)».
Σχετικά προς την εύρεση και αναγνώριση του Σταυρού, λόγω έλλειψης ακριβούς ενημερώσεως κατ’ εκείνους τους χρόνους, υπάρχουν κάποιες διαφορές στα γραφόμενα των ιστορικών συγγραφέων, που άλλωστε δεν ανήκουν όλοι στην ίδια εποχή. Έτσι αλλού μιλούν για ίαση ετοιμοθάνατης με τη δύναμη του Σταυρού και άλλοι για ανάσταση νεκρού και άλλοι και για τα δύο. Άλλοι μιλούν για την εύρεση των καρφιών του Χριστού και άλλοι όχι, άλλοι για ανέγερση ναών και άλλοι όχι κ.ο.κ.
Σε επιστολή του Μ. Κων/νου προς τον επίσκοπο των Ιεροσολύμων Μακάριο, την οποία ο Ευσέβιος καταχωρίζει στο «Βίο του Κων/νου», αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής: «Το λοιπόν, αυτός είναι πάντοτε ο πρώτος και μόνος σκοπός μου δηλαδή η βεβαιότητα της αλήθειας να επιδεικνύει τον εαυτό της καθημερινά με νεότερα θαύματα, έτσι και οι ψυχές όλων μας να γίνονται επιμελέστερες προς τον άγιο νόμο με κάθε σωφροσύνη και ομόφρονα προθυμία. Επιθυμώ λοιπόν να είσαι πεπεισμένος γι’ εκείνο που νομίζω ότι είναι σ’ όλους φανερό, ότι δηλαδή ενδιαφέρομαι περισσότερο από κάθε τι άλλο, να στολίσουμε με ωραία οικοδομήματα τον τόπο εκείνο, που κατά προσταγήν του Θεού ανακούφισα από την αίσχιστη προσθήκη του ειδώλου ωσάν από επικείμενο βάρος, τον τόπο που έγινε άγιος εξαρχής κατά την κρίση του Θεού, αλλά που αποδείχτηκε αγιότερος, αφότου έφερε στο φως την επιβεβαίωση του σωτήριου Πάθους.»
Για την εύρεση του Σταυρού κάνουν λόγο επίσης ο Σουλπίκιος Σεβήρος, πληροφορώντας συγχρόνως ότι η Ελένη έκτισε τις εκκλησίες των Παθών, της Αναστάσεως και της Αναλήψεως, και ο Κύπριος χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς γράφοντας, «Με μέγαν κόπον και πολλήν έξοδον και φοβερίσματα ηύρεν τον Τίμιον Σταυρόν και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών» κ.ά.
Εξάλλου διασώζονται ευρήματα εκείνων των ανασκαφών που αποκλείουν τη δυνατότητα απάτης. Η επιγραφή «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων» φυλάσσεται σήμερα στο Ναό Santa Croce, στη Ρώμη, και αποκλείεται από τους ειδικούς να είναι παραχαραγμένη.
Ο Άγιος Παυλίνος δίνει ακόμα τις πληροφορίες ότι ο Σταυρός διαμοιράστηκε σε μικρά κομματάκια σ’ όλη τη χριστιανοσύνη και ότι το κομμάτι που έλαβε εκείνος ήταν σχεδόν ένα άτομο.
Ο μοναχός Αλέξανδρος αφηγείται ότι ο βασιλικός βλάσταινε πάντοτε πάνω από τον τόπο του Γολγοθά, κάτω από τον οποίο ήταν χωσμένος ο τίμιος Σταυρός και ότι οι ειδωλολάτρες, που είχαν εκεί το ναό της Αφροδίτης, έκοβαν τα κλωνάρια του, αλλά και ο βασιλικός ξανάβγαζε βλαστούς.
Σημαντικές πληροφορίες για την εύρεση του Σταυρού διασώζει και ο μεγάλος θεολόγος της ορθοδοξίας και πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669 – 1707 μ. Χ.). Το χώρο του Παναγίου Τάφου του Χριστού, γράφει, έδειξε ο Εβραίος Ιούδας, ο οποίος, μετά την εύρεση του Σταυρού, βαπτίστηκε Χριστιανός, έλαβε το όνομα Κυριακός και απεβίωσε είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατο του πατριάρχη Μακαρίου. Για να ξεχαστεί από τους χριστιανούς ο τόπος της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού να μην είναι αναγνωρίσιμος, οι ειδωλολάτρες της εποχής του Χριστού πρόσθεσαν πάνω σ’ αυτόν τόσο πολύ χώμα (μπάζα), ώστε επικάλυψαν τα πάντα. Μετά έστρωσαν τον τόπο με μεγάλες πέτρες και πάνω σ’ αυτόν έκτισαν ναό της Αφροδίτης και έστησαν το άγαλμά της. Αλλά με την επέμβαση του Μεγάλου Κων/νου και του πατριάρχη Μακαρίου, εν όψει των ανασκαφών, το άγαλμα της Αφροδίτης γκρεμίστηκε και ο ναός της κατεδαφίστηκε. Στη συνέχεια αφαιρέθηκαν και απομακρύνθηκαν πολύ μακριά από τον ιερό χώρο όλες οι πέτρες και τα υπόλοιπα μπάζα.
Και ο Δοσίθεος προσθέτει σε πανηγυρικό τόνο: «Και ευρέθη αυτό το και Αγγέλοις αιδέσιμον και προσκυνητόν Σπήλαιον του Αγίου Τάφου, και ο κοσμοσωτήριος Γολγοθάς, και ετέθη το φως επί την λυχνίαν, και εδόθη η ζωή εις την εκκλησίαν, ίνα βλέπη πάσα σαρξ αισθητώς, που εγένετο η σωτηρία του κόσμου, που εγένετο το κατά του Διαβόλου τρόπαιον, που έλαβεν η ανθρωπίνη φύσις την αφθαρσίαν, πόθεν ανυψώθημεν της γης, και κατηντήσαμεν εις τον ουρανόν».
Ο Δοσίθεος γράφει σε άλλο σημείο: «Όντως έργον εστάθη της άνω και θείας Προνοίας της κυβερνώσης και διεπούσης τα πάντα εν σταθμώ και ζυγώ, ίνα κρυφθώσιν και παραχωσθώσιν εις τα βάθη της γης όπως μη κατακαυθώσι και πυροπηθώσιν ο τρισύνθετος σταυρός εν κυπαρίσσω και πεύκη και κέδρω πεποιημένος μετά του Τίτλου του τριγλώσσου, πως γαρ άλλως έμελλον φυλαχθήναι τα σύμβολα της ημών σωτηρίας, ειμή ήσαν κεχωσμένα και κεκρυμμένα εις τον καιρόν της τελείας αλώσεως;»
Συγκινημένοι οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων από την πληροφορία περί της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού ζήτησαν από τον επίσκοπο Μακάριο να ιδούν το άγιο εύρημα. Και εκείνος ανέβηκε στον άμβωνα και από εκεί ύψωσε τον Σταυρό. Και το γεγονός αυτό της υψώσεως του Σταυρού καθιέρωσαν οι πατέρες να εορτάζεται από την Εκκλησία κάθε 14 Σεπτεμβρίου.
Ο μοναχός Αλέξανδρος (13ος αιώνας) αναφέρει ότι θεσπίστηκε ετήσιος εορτασμός της ημέρας της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού: «Την δε σεβάσμιον ημέραν των εγκαινίων των Αγίων Τόπων, και της υψώσεως του προσκυνητού σταυρού, ωρίσαντο οι Πατέρες μετά βασιλικού προστάγματος γίνεσθαι ανά έτος έκαστον τη τεσσαρεσκαιδεκάτη του Σεπτεμβρίου μηνός, ήτις εστίν η προ δεκαοκτώ Καλανδών Οκτωβρίων , εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Επειδή δε χάριτι του Θεού κατηντήσαμεν τω λόγω εις την εύσημον ημέραν της εορτής ημών, ήτις εστίν η ανάδειξις του ζωοποιού σταυρού, φέρε καθώς οίον τε εστί μικρά χαιρετήσαντες τούτον καταπαύσωμεν τον λόγον».
Ο Δοσίθεος ενσωματώνει στην «Δωδεκάβιβλό» του την παρακάτω σχετική αφήγηση του μοναχού Αλεξάνδρου (που προέρχεται προφανώς από φυλλάδα, που δε διασώζεται σήμερα): «Και προσευχής σπουδαιοτέρας γενομένης υπό του Μακαρίου, ευθέως εδείχθης θεόθεν τόπος τω επισκόπω, εν ω ίδρυτο της ακαθάρτου δαίμονος (ήγουν της Αφροδίτης) ο ναός και το άγαλμα. Η δε βασίλισσα μετά χαράς μεγάλης και φόβου ασπασαμένη προσεκύνησε, και εξ εκείνου ήρξατο η εορτή της Υψώσεως εις τα Ιεροσόλυμα μετά το ευπρεπισθήναι δηλαδή τον περιβόητον Ναόν της Χριστού Αναστάσεως ως γράφει τούτο και άκων ο Ζώσιμος εις το πέμπτον αυτού βιβλίον. Άλλ’ επειδή και ότε γεγόνασι τα εγκαίνια του Ναού του Αγίου Τάφου, συνέβη είναι την δεκάτην τρίτην του Σεπτεμβρίου μηνός, έμεινε γίγνεσθαι ομού την εορτήν των εγκαινίων και της Υψώσεως ημέρας οκτώ, ότε και ήρχοντο εις προσκύνησιν των Αγίων Τόπων οι ορθόδοξοι αφ’ όλης της οικουμένης, ει και ύστερον δια το ουράνιον φως του Αγίου Τάφου μετετέθη η τοιαύτη των χριστιανών προσκύνησις εις το Άγιον Πάσχα. Ίνα δε ορώσιν οι χριστιανοί το τίμιον ξύλον, εγένετο συνήθεια γίγνεσθαι και ετέραν ύψωσιν εις την τρίτην Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, ήτις και προσκύνησις μάλιστα λέγεται.»
«(δεκάτην) τρίτην του Σεπτεμβρίου μηνός, έμεινε γίνεσθαι ομού των εορτών των εγκαινίων και της υψώσεως ημέρας οκτώ, ότι και ήρχοντο εις προσκύνησιν των Αγίων Τόπων οι ορθόδοξοι αφ’ όλης της οικουμένης, ει και ύστερον δια το ουράνιον Φως του αγίου Τάφου μετετέθη η τοιαύτη των χριστιανών προσκύνησις εις το Άγιον Πάσχα. Ίνα δε ορώσιν οι χριστιανοί και το Τίμιον Ξύλον, εγένετο συνήθεια γίγνεσθαι και ετέραν ύψωσιν εις την τρίτην Κυριακήν της Αγίας Τεσσαρακοστής, ήτις και προσκύνησις μάλιστα λέγεται.
Ως συμπέρασμα όλων, όσων εκτέθηκαν παραπάνω, προκύπτει ότι η εύρεση του Τιμίου Σταυρού δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας, όπως ισχυρίζονται πολλοί εχθροί της πίστεως και του Κων/νου, άλλ’ είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, συγκλονιστικό και μέγα για τους χριστιανούς και ελπιδοφόρο.*
*Ωστόσο, ο Gibbon μιλάει απαξιωτικά για το όραμα του Κων/νου και για την εύρεση του Σταυρού και επικρίνει και ειρωνεύεται όσους ιστορικούς μίλησαν ευνοϊκά γι’ αυτά (Βαρόνιο, Σουλπίκιο Σεβήρο, Ρουφίνο, Αμβρόσιο, Κύριλλο της Ιερουσαλήμ κ.λπ.).
Οι αμφισβητίες της εύρεσης του Σταυρού, κοντά στα ποικίλα και αστήρικτα επιχειρήματά τους, προσθέτουν και την ανυπαρξία σχετικής αναφοράς περί της ευρέσεως του Σταυρού στις συγγραφές του Ευσεβίου. Αλλά δεν έχουν δίκαιο, γιατί ο σημαντικός αυτός ιστορικός υπαινίσσεται περιστατικά θαυμάτων στον Πανάγιο Τάφο, που προϋποθέτουν την εύρεση του Σταυρού.
Ο Σταυρός, για τον οποίο ο Απόστολος Παύλος έγραψε «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ειμή εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», και αλλού «ο λόγος γαρ ο του Σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί, τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστί», θεωρείται από την εκκλησία μας κορυφαίο σύμβολο θυσίας και αγιασμού και σαν τέτοιο μπήκε στην λατρεία της.*
*Τελειώνοντας το παρόν κεφάλαιο περί της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού του Χριστού, κρίνουμε αναγκαίο να προσθέσουμε το μέγα όραμα του Σταυρού, που είδαν το έτος 346, όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων αλλά και άλλων μακρινών πόλεων, όπως είδαμε στα αναφερόμενα υπό του αγίου Γρηγορίου στο περί της ιστορικότητας της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού κεφάλαιο. Γι’ αυτό κάνει λόγο ο άγιος Κύριλλος στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β’, που αναφέραμε παραπάνω. Γράφει: «Επί δε σου, δέσποτα, πανευσεβέστατε βασιλεύ, προγονικήν ευσέβειαν μείζονι τη προς τον Θεόν ευλαβεία νικώντος, ουκ από γης λοιπόν, άλλ’ εξ ουρανού τα θαυματουργήματα. Και του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Υιού του Θεού, το κατά του θανάτου τρόπαιον, ο μακάριος λόγω σταυρός, φωτός μαρμαρυγαίς απαστράπτων εν Ιεροσολύμοις ώφθη. Εν γαρ ταις αγίαις ταύταις ημέραις της αγίας Πεντηκοστής, Νόνναις Μαΐαις, περί την τρίτην ώραν, παμμεγέθης σταυρός εκ φωτός κατεσκευασμένος, εν ουρανώ, υπεράνω του αγίου Γολγοθά και μέχρι του αγίου όρους των Ελαιών, εκτεταμένος εφαίνετο˙ ουχ ενί και δευτέρω μόνον φανείς, αλλά παντί τω της πόλεως πλήθει φανερώτατα δειχθείς˙ ουδ’ ως αν τις νομίσειεν οξέως κατά φαντασίαν παραδραμών, άλλ’ επί πλείοσιν ώραις υπέρ γην οφθαλμοφανώς θεωρούμενος, και ταις απαστραπτούσαις μαρμαρυγαίς τας ηλιακάς ακτίνας νικήσας (η γαρ αν υπ’ αυτών νικώμενος εκαλύπτετο, ει μη δυνατωτέρας ηλίου τοις ορώσι παρείχε τας λαμπηδόνας).
Και παρακάτω μεταξύ άλλων ο Κύριλλος αναφέρει στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο ότι άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, χριστιανοί και εθνικοί, ντόπιοι και ξένοι, από το φόβο της θεοπτίας, όλοι «ομοθυμαδόν, ως εξ ενός στόματος» ανυμνούσαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και καταλάβαιναν από τα έργα και την πείρα το πανευσεβές δόγμα των χριστιανών και από την απόδειξη του Πνεύματος και της δυνάμεως και όχι από τα πειστικά λόγια της σοφίας. Και ότι αυτό (το δόγμα) δεν είναι διδασκόμενο (καταγγελλόμενον) μόνο από ανθρώπους, αλλά μαρτυρείται και από το Θεό από τους ουρανούς. Και ακόμα όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, έχοντας ακόμα στα μάτια τους το θαύμα, ευχαρίστησαν το Θεό και το Μονογενή Υιό Του. Και θα αποδώσει ευχές υπέρ του κράτους. Και θεώρησε αναγκαίο να μην παραδώσει στη σιωπή τις επουράνιες αυτές θεοπτίες, αλλά να τις ανακοινώσει και σ’ εκείνον για ενίσχυση της πίστεώς του. Και τον πληροφορεί ακόμα ότι το θαυματούργημα αυτό, που έγινε και θα ξαναγίνει «μείζωνος», είχε προφητευθεί και από τους προφήτες και
από τον ίδιο το Χριστό, όταν έλεγε στους Μαθητές του «Και τότε φανήσεται στο σημείον του υιού του ανθρώπου εν ουρανώ», όπως αναγράφεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο.
Το υπερκόσμιο γεγονός επιβεβαιώνεται και από άλλους συγγραφείς:
Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, διηγούμενος κάποια γεγονότα που συνέβησαν στην Αλεξάνδρεια από υπαιτιότητα του Γεωργίου του Αρειανού, πληροφορεί ότι ο Κωνστάντιος Β’, αφού κατέστησε καίσαρα τον ανιψιό του Γάλλο, τον έστειλε στην Αντιόχεια για να φρουρήσει την ανατολική αυτοκρατορία. καθώς λοιπόν ο Γάλλος έφτασε στην Αντιόχεια το του Σωτήρος «σημείον περί την Ανατολήν εφάνη. Στύλος γαρ σταυροειδής εν τω ουρανώ οφθείς, μέγιστον θαύμα τοις ορώσιν εγένετο. Τους άλλους αυτού στρατηγούς συν δυνάμέι πολλή κατά Μαγνεντίου προΰπεμπε. Παρείλκέ τε εν τω Σιρμίω προσμένων τα εκβησόμενα».
Ο Φιλοστόργιος, αφηγούμενος τα προ της μάχης του Κωνστάντιου Β’ με τον τύραννο Μαγνέντιο, γράφει: «Ο μεν ουν Κωνστάντιος εγρατής του τυράννου γίνεται, κανταύθα του σημείου του σταυρού επί μέγιστόν τε προφανέντος, και κατακπληκτικωτάταις αίγλαις υπεραστράψαντος το της ημέρας φως. Ώφθη δε επί των Ιεροσολύμων περί την τρίτην ώραν μάλιστα της ημέρας, εορτής της λεγομένης Πεντηκοστής ενισταμένης. Ο δε θεόγραφος τύπος εκείνος από του λεγομένου Κρανίου μέχρι και του των Ελαιών όρους διήκων ωράτο, ίριδος μεγάλης στεφάνου τρόπον πανταχόθεν αυτόν περιελιττούσης. (…) Το δε σελασφόρον εκείνο και σεβάσμιον θέαμα ουδέ τοις επί του στρατοπέδου αθέατον ήν, άλλ’ επιδήλως ορώμενον (…).
Από το βιβλίο: Μέγας Κωνσταντίνος : Κατηγορίες και αλήθεια, του Κωνσταντίνου Καραστάθη. Αθήναι, Απρίλιος του 2012 Εκδόσεις «ΑΘΩΣ».
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη. orp.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου