Από τότε άρχισαν οι φροντίδες και τα βάσανα. Πουλήσαμε στο μουχούστι μια αγελάδα και με τα χρήματα αγόρασα τα βιβλία, ένα παντελόνι, ένα ζευγάρι παππούτσια και ένα μαθητικό καπέλο. Τακτοποιήθηκα σ’ ένα δωματιάκι κοντά στην Αγιά Σοφιά για μια σχολική χρονιά και άρχισα την φοίτησή μου με το σοβαρό πρόβλημα του φαγητού.
Πολλές φορές το Σάββατο απόγευμα κινούσα από την Άρτα με τα παππούτσια στον τροβά κι έφτανα το βράδυ στο χωριό. Από το χωριό μου έφευγα την Κυριακή φορτωμένος τον τροβά με μια κουλούρα ψωμί μπομπότα, λίγη αρτυμή ή δυο – τρία αυγά και λίγα κρεμμύδια για να περάσω όλη τη βδομάδα.
Το χειμώνα η βδομάδα περνούσε αρκετά καλά, από κει και πέρα τα πράγματα άλλαζαν : η μπομπότα μούχλιαζε, το ξινοτύρι γινόταν πρέντζα και χωρίς νερό, υπήρχε κίνδυνος πνιγμού.
Πολλές φορές μαζεύαμε με άλλα παιδιά, από τα χαντάκια των Κεραματών και του Γλυκόριζου, πορτοκάλια που τα πετούσαν έξω απ’ τους μπαξέδες. Καμιά φορά που κονομούσαμε κανένα δίδραχμο, πηγαίναμε στο μαγειρείο του Κώστα Καπέ για να φάμε φασολάδα. Ήταν καλός άνθρωπος ο μακαρίτης, γνώριζε από φτώχεια και μερικές φορές δεν μας έπαιρνε λεφτά. Έτσι με δυσκολίες κι ανάγκες περνούσε η σχολική χρονιά. Το καλοκαίρι πήγαινα στο καψόξυλο ή στα καμίνια με 300 δραχμές το μήνα. Με αυτά τα χρήματα πλήρωνα τις εγγραφές των εξαμήνων.
Τα ενοίκια ήταν ακριβά. Δύσκολο να πλησιάσεις δωμάτιο κάπως άνετο για διάβασμα και ύπνο.
Τα ενοίκια ήταν ακριβά. Δύσκολο να πλησιάσεις δωμάτιο κάπως άνετο για διάβασμα και ύπνο.
Θυμάμαι το μακαρίτη τον Θεοχάρη Κουθορίδη, που είχε τσαγκάρικο στο Μονοπλιό και το σπίτι του ήταν στην Αγία Θεοδώρα. Δίπλα στο σπίτι του είχε πλυσταριό, μια μονόπλατη τρώγλη κολλημένη στον τοίχο του περιβόλου της Αγίας, σκεπασμένη με τσίγκο, το δάπεδο χωμάτινο και για πόρτα μια λινάτσα κρεμασμένη από πάνω ως κάτω. Μέσα για έπιπλα υπήρχαν δυο σιδερένια τρίποδα που βαστούσαν μια παλιά σαρακοφαγωμένη σκάφη και εκεί στην άκρη ένας κουβάς γεμάτος βρόχινο νερό. Στην απέναντι γωνιά βάλαμε ένα ξύλινο κρεβάτι που έτριζε σύγκορμο και μια τετράγωνη τάβλα για τραπέζι. Αυτή η τρώγλη με φιλοξένησε με 20 δραχμές για ενοίκιο το μήνα, δυο ολόκληρες σχολικές χρονιές. Το λυχναράκι με το φυτίλι, κολλημένο στον τοίχο, ήταν ο μόνος παρήγορος σύντροφος στις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα.
Η μυρωδιά και η κάπνα έδωσαν περίσσεια χάρη στο πλυσταριό και το πρωί σηκωνόμουν με τις μύτες κατάμαυρες, όπως είναι οι σωλήνες της θερμάστρας, το δε πρόσωπό μου έδειχνε όψη γύφτου κατά την ώρα της δουλειάς στο καμίνι.
Από τη σχολική ζωή, μετά το Γυμνάσιο, μου είναι αξέχαστη η μάνα, η αντρογύναικα εκείνη μάνα, του φίλου μου Σ. Παπαγεωργίου από τους Χουλιαράδες, που μέναμε μαζί σ’ένα ανήλιαγο, υγρό δωμάτιο ενός Εβραίου. Η καημένη η κυρά Βασιλική μας έβραζε πότε λίγο τραχανά και πότε μια χούφτα φασόλια, σε μια αλουμινένια κατσαρόλα με λίγο ψωμάκι για να περάσουμε τη δύσκολη χρονιά. Από δω και πέρα, θα χρειαζόμουν πολλές σελίδες για να δώσω μια αμυδρή εικόνα της δύσκολης φοιτητικής ζωής. …Ευτυχής ο γονιός που κατόρθωνε να σπουδάσει το παιδί του κι ευτυχέστερος ο γιός που είχε τέτοιους γονείς!”
(Πηγή : ΤΕΤΡΑΚΩΜΟ, ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΧΩΡΙΟ, Γ. Μπαλάσκας*, Αθήνα, 1992)
[*Τον εξαιρετικό δάσκαλο Γρηγόρη Μπαλάσκα, από το Τετράκωμο, τον γνώρισα σε μικρή ηλικία, όταν υπηρετούσε στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Άρτης στην οδό Μελισσουργών. Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του για το χωριό του, απ’ όπου και επέλεξα να παρουσιάσω το παραπάνω κείμενο, ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν τα χωριατόπαιδα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους προπολεμικά….Α. Καρρά]
[*Τον εξαιρετικό δάσκαλο Γρηγόρη Μπαλάσκα, από το Τετράκωμο, τον γνώρισα σε μικρή ηλικία, όταν υπηρετούσε στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Άρτης στην οδό Μελισσουργών. Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του για το χωριό του, απ’ όπου και επέλεξα να παρουσιάσω το παραπάνω κείμενο, ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν τα χωριατόπαιδα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους προπολεμικά….Α. Καρρά]
Στη φωτογραφία “Μαθητές του Γυμνασίου Άρτης, την δεκαετία του ’30, με στολές της Νεολαίας Μεταξά, σε κάποια εκδήλωση στην πλατεία Σκουφά". (Φωτο από ιδιωτική συλλογή).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου