Όπως διηγούνταν παλαιές ενορίτισσες του Ιερού Ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ, στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης λειτουργούσε εκεί κάτι σαν κρυφό μοναστήρι, όπου ασκήτευαν οι γέροντες της μονής Γκλίνσκαγια: ο Μητροπολίτης Ζηνόβιος (Μαζούγκα), ο αρχιμανδρίτης Ανδρόνικος (Λουκάς), ο αρχιμανδρίτης Βιτάλιος (Σιντορένκο) ΕΔΩ και πολλοί κρυπτομοναχοί και κρυπτομοναχές. Τον Μητροπολίτη και τους γέροντες επισκέπτονταν συχνά για συμβουλές πνευματικά τους τέκνα από τη Ρωσία. Υπήρχαν φορές που στο αναλόγιο μαζεύονταν και έψελναν μόνο μοναχοί. Κάτι τέτοιες ιερές ακολουθίες ήταν αξέχαστες.
Τους ίδιους τους γέροντες δεν τους πρόλαβα, αλλά ο Κύριος με αξίωσε να επικοινωνώ με τους συνεχιστές τους, τα πνευματικά τους τέκνα. Είχαμε πολλά να μάθουμε από αυτούς. Η μητερούλα Μαρία (Καλίνινα), η μετέπειτα μεγαλόσχημη μοναχή Ξένια, ήταν μια από αυτές.
Η μητερούλα ήταν πραγματικό τέκνο του πατέρα Βιταλίου. Μας μιλούσε πολλές φορές για αυτόν και για άλλους θαυμαστούς γέροντες, με τους οποίους είχε αξιωθεί να συναναστρέφεται. Δυστυχώς, τότε δεν το είχα σκεφτεί να κρατάω σημειώσεις και τώρα που πέρασαν είκοσι χρόνια, θυμάμαι πολύ λίγα.
Τα νεανικά χρόνια της μητερούλας Μαρίας
Η μητερούλα Μαρία γεννήθηκε στη Ρωσία σε μια απλή αγροτική οικογένεια. Οι γονείς της ήταν βαθιά πιστοί άνθρωποι και η ζωή τους συνέπεσε με τα σκληρά χρόνια των δοκιμασιών στην ιστορία της Ρωσίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν η εποχή που από τους αγρότες αφαιρούσαν τις περιουσίες τους, τα σπίτια τους, τα ζώα τους, τη γη τους, «τα περισσεύματα», όπως έλεγαν. Και από την οικογένεια Καλίνιν είχαν πάρει όλα τους τα ζώα. Ο πατέρας της ήταν αντίθετος στην «κολεκτιβοποίηση», ωστόσο, έγινε μέλος του κολχόζ και άρχισε να δουλεύει εκεί αποκλειστικά από συμπόνια προς τα ζώα. Είπε: «Θα τα καταστρέψουν τα ζώα».
Η οικογένειά του πεινούσε. Πολλές φορές έτρωγαν μόνο ψωμί και νερό. Ο πατέρας δικαιούταν λίγο γάλα και γιαούρτι. Αλλά πολύ συχνά αυτά τα τρόφιμα δεν προλάβαιναν να φτάσουν στο σπίτι. Λόγω της απέραντης καλοσύνης του δεν μπορούσε να τα αρνηθεί στους απεγνωσμένους αγρότες με τα πεινασμένα παιδιά. Η γυναίκα του μερικές φορές τού παραπονιόταν:
«Τα δικά σου παιδιά δεν έχουν να φάνε τίποτα εκτός από ψωμί». Και αυτός της εξηγούσε ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν ούτε αυτό, θα πεθάνουν από την πείνα και έλεγε: «Δεν πειράζει, ας κάνουμε υπομονή, ο Θεός δε θα μας αφήσει». Όταν ο πατέρας πέθανε, σχεδόν όλο το χωριό μαζεύτηκε στην κηδεία. Οι άνθρωποι έκλαιγαν, οδύρονταν: «Χάσαμε τον ευεργέτη μας!»
Και τα παιδιά κληρονόμησαν από τους γονείς τους τη σταθερή πίστη και το παράδειγμα της ακτημοσύνης. Η μητερούλα Μαρία σε όλη τη ζωή της ήταν πολύ ελεήμων και ασκήτρια.
Δε θυμάμαι πόσο μεγάλη ήταν η οικογένειά της. Ξέρω σίγουρα ότι είχε έναν αδελφό και μια αδελφή. Τότε που είχαμε τακτική επικοινωνία, τη δεκαετία του 1990, η αδελφή της μητερούλας Μαρίας – ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή – ζούσε στη Μόσχα με μια βοηθό της και ήταν πνευματικό τέκνο του γέροντα Κύριλλου (Πάβλοβ).
Στο μοναστήρι
Όταν ήταν νεαρή, η μητερούλα Μαρία έκανε προσκυνήματα στους αγίους τόπους. Της άρεσε πολύ η ζωή στα μοναστήρια. Σε ένα από αυτά έμεινε και εκάρη μοναχή.
Μια φορά, η ηγουμένη, που χρειάστηκε να απουσιάσει για δουλειές, άφησε στη θέση της τη μητερούλα Μαρία. Η διοικητική θέση δεν άλλαξε τον απλό τρόπο ζωής της μητερούλας Μαρίας. Σε αυτό το μοναστήρι έφτασε ένας προσκυνητής, ένας άρρωστος άνθρωπος. Τον δέχτηκαν στη μονή και η μητερούλα η ίδια του έφερνε φαγητό και του μιλούσε. Από πειρασμό οι αδελφές της μονής έβλεπαν με καχυποψία την συμπεριφορά της μητερούλας.
Όταν επέστρεψε η ηγουμένη, οι αδελφές της μονής συκοφάντησαν τη μητερούλα Μαρία. Την κατηγόρησαν για σαρκική αμαρτία και την έδιωξαν από το μοναστήρι. Ήταν χειμώνας τότε και έκανε κρύο. Η μητερούλα έψαχνε για να διανυκτερεύσει, τη μια στο ένα σπίτι, την άλλη στο άλλο. Αλλά πουθενά δεν την δεχόντουσαν. Οι άνθρωποι φοβούνταν τις Αρχές, καθώς ήταν επικίνδυνο να δέχεσαι μοναχούς στο σπίτι σου. Η μητερούλα αναγκάστηκε για κάπου τρείς μέρες να κρύβεται και να διανυκτερεύει κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. Από το κρύο πρήστηκαν τα πόδια της, δυσκολευόταν να περπατάει. Μια καλόκαρδη κυρία που την βρήκε σε αυτήν την ελεεινή κατάσταση, την πήρε στο σπίτι της και την φρόντισε. Στη συνέχεια, η μητερούλα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι εκείνης της γυναίκας. Περιφερόταν, διανυκτέρευε στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου την βρήκε ο γέροντας Βιτάλιος και την πήρε μαζί του.
Η άφιξη στην Γεωργία
Με την ευλογία των γερόντων της Μονής Γκλίνσκαγια, η μητερούλα ήρθε στην Τιφλίδα. Εκεί, στον Ιερό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ, άρχισε να διακονεί στο αναλόγιο.
Στην αρχή, όταν ήρθε στη Γεωργία, της έλειπε πολύ η Ρωσία. Όλο και προσπαθούσε να φύγει. Ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα Βιτάλιο. Αυτός της απάντησε με ένα λογοπαίγνιο: «Μαρία, όποιος πιει νερό από τον ποταμό Κουρά, δε φεύγει από δω». Τελικά, δεν την ευλόγησε να φύγει.
Η διορατική παρηγορήτρια μητερούλα
Στην αρχή, όταν διακονούσα στο αναλόγιο, μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω τη σειρά των ιερών ακολουθών και να μάθω τους ύμνους. Και θλιβόμουν για αυτό. Η μητερούλα τότε άρχισε να με παρηγορεί με συμπόνια: «Μην θλίβεσαι, Νίκα, όλα θα είναι καλά, θα είσαι εδώ και αναγνώστρια και χοράρχης». Μέσα μου σκέφτηκα: «Τι καλή που είναι η μητερούλα, τα λέει αυτά απλώς για να με παρηγορήσει». Ήμουν σίγουρη ότι ποτέ δε θα μπορέσω να τα καταλάβω και να τα θυμάμαι όλα. Όμως, με τη βοήθεια του Θεού και με τις προσευχές του πνευματικού μου πατέρα Βιατσεσλάβ (Βελίτσκο), σιγά-σιγά άρχισα να τα βγάζω πέρα και, μετά από ένα-ενάμιση χρόνο, επαληθεύτηκαν πράγματι τα λόγια της μητερούλας Μαρίας: με τοποθέτησαν στη θέση της αναγνώστριας και του χοράρχη.
Η υπηρεσία της μητερούλας στην εκκλησία
Μερικές φορές συμβαίνει, ο άνθρωπος, στην αρχή της διακονίας του, να μπαίνει στο ναό με φόβο Θεού και να τα βλέπει όλα με ευλάβεια. Όμως, στη συνέχεια συνηθίζει, καθώς όλα γίνονται πλέον ρουτίνα. Έτσι, χάνει την ευλαβική κατάσταση της ψυχής του, αρχίζουν οι ανώφελες συζητήσεις, γέλιο, αστεία κατά τη διάρκεια της ιερής ακολουθίας και άλλα. Η μητερούλα Μαρία σε όλα τα χρόνια παραμονής της στο ναό δε έχασε το φόβο του Θεού και ήταν για μας ζωντανό παράδειγμα της ευλαβικής συμπεριφοράς.
Η μητερούλα μας είχε διηγηθεί ένα περιστατικό. Σε όραμα βλέπει τον εαυτό της στο κέντρο του ναού. Οι πύλες του ιερού άνοιξαν και είδε τον Σωτήρα Εσταυρωμένο. Ξαφνικά άρχισαν να αιμορραγούν οι πληγές στα χέρια και στα πόδια Του. Ο Κύριος ζωντάνεψε και της απευθύνθηκε με τα ακόλουθα λόγια (δε το θυμάμαι κατά λέξη, αλλά το νόημα ήταν το εξής):
Και τα παιδιά κληρονόμησαν από τους γονείς τους τη σταθερή πίστη και το παράδειγμα της ακτημοσύνης. Η μητερούλα Μαρία σε όλη τη ζωή της ήταν πολύ ελεήμων και ασκήτρια.
Δε θυμάμαι πόσο μεγάλη ήταν η οικογένειά της. Ξέρω σίγουρα ότι είχε έναν αδελφό και μια αδελφή. Τότε που είχαμε τακτική επικοινωνία, τη δεκαετία του 1990, η αδελφή της μητερούλας Μαρίας – ηλικιωμένη μεγαλόσχημη μοναχή – ζούσε στη Μόσχα με μια βοηθό της και ήταν πνευματικό τέκνο του γέροντα Κύριλλου (Πάβλοβ).
Στο μοναστήρι
Όταν ήταν νεαρή, η μητερούλα Μαρία έκανε προσκυνήματα στους αγίους τόπους. Της άρεσε πολύ η ζωή στα μοναστήρια. Σε ένα από αυτά έμεινε και εκάρη μοναχή.
Μια φορά, η ηγουμένη, που χρειάστηκε να απουσιάσει για δουλειές, άφησε στη θέση της τη μητερούλα Μαρία. Η διοικητική θέση δεν άλλαξε τον απλό τρόπο ζωής της μητερούλας Μαρίας. Σε αυτό το μοναστήρι έφτασε ένας προσκυνητής, ένας άρρωστος άνθρωπος. Τον δέχτηκαν στη μονή και η μητερούλα η ίδια του έφερνε φαγητό και του μιλούσε. Από πειρασμό οι αδελφές της μονής έβλεπαν με καχυποψία την συμπεριφορά της μητερούλας.
Όταν επέστρεψε η ηγουμένη, οι αδελφές της μονής συκοφάντησαν τη μητερούλα Μαρία. Την κατηγόρησαν για σαρκική αμαρτία και την έδιωξαν από το μοναστήρι. Ήταν χειμώνας τότε και έκανε κρύο. Η μητερούλα έψαχνε για να διανυκτερεύσει, τη μια στο ένα σπίτι, την άλλη στο άλλο. Αλλά πουθενά δεν την δεχόντουσαν. Οι άνθρωποι φοβούνταν τις Αρχές, καθώς ήταν επικίνδυνο να δέχεσαι μοναχούς στο σπίτι σου. Η μητερούλα αναγκάστηκε για κάπου τρείς μέρες να κρύβεται και να διανυκτερεύει κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. Από το κρύο πρήστηκαν τα πόδια της, δυσκολευόταν να περπατάει. Μια καλόκαρδη κυρία που την βρήκε σε αυτήν την ελεεινή κατάσταση, την πήρε στο σπίτι της και την φρόντισε. Στη συνέχεια, η μητερούλα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι εκείνης της γυναίκας. Περιφερόταν, διανυκτέρευε στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου την βρήκε ο γέροντας Βιτάλιος και την πήρε μαζί του.
Ο Μεγαλόσχημος Αρχιμανδρίτης Βιτάλιος Σιντορένκο
Με την ευλογία των γερόντων της Μονής Γκλίνσκαγια, η μητερούλα ήρθε στην Τιφλίδα. Εκεί, στον Ιερό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ, άρχισε να διακονεί στο αναλόγιο.
Στην αρχή, όταν ήρθε στη Γεωργία, της έλειπε πολύ η Ρωσία. Όλο και προσπαθούσε να φύγει. Ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα Βιτάλιο. Αυτός της απάντησε με ένα λογοπαίγνιο: «Μαρία, όποιος πιει νερό από τον ποταμό Κουρά, δε φεύγει από δω». Τελικά, δεν την ευλόγησε να φύγει.
Η διορατική παρηγορήτρια μητερούλα
Στην αρχή, όταν διακονούσα στο αναλόγιο, μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω τη σειρά των ιερών ακολουθών και να μάθω τους ύμνους. Και θλιβόμουν για αυτό. Η μητερούλα τότε άρχισε να με παρηγορεί με συμπόνια: «Μην θλίβεσαι, Νίκα, όλα θα είναι καλά, θα είσαι εδώ και αναγνώστρια και χοράρχης». Μέσα μου σκέφτηκα: «Τι καλή που είναι η μητερούλα, τα λέει αυτά απλώς για να με παρηγορήσει». Ήμουν σίγουρη ότι ποτέ δε θα μπορέσω να τα καταλάβω και να τα θυμάμαι όλα. Όμως, με τη βοήθεια του Θεού και με τις προσευχές του πνευματικού μου πατέρα Βιατσεσλάβ (Βελίτσκο), σιγά-σιγά άρχισα να τα βγάζω πέρα και, μετά από ένα-ενάμιση χρόνο, επαληθεύτηκαν πράγματι τα λόγια της μητερούλας Μαρίας: με τοποθέτησαν στη θέση της αναγνώστριας και του χοράρχη.
Η υπηρεσία της μητερούλας στην εκκλησία
Μερικές φορές συμβαίνει, ο άνθρωπος, στην αρχή της διακονίας του, να μπαίνει στο ναό με φόβο Θεού και να τα βλέπει όλα με ευλάβεια. Όμως, στη συνέχεια συνηθίζει, καθώς όλα γίνονται πλέον ρουτίνα. Έτσι, χάνει την ευλαβική κατάσταση της ψυχής του, αρχίζουν οι ανώφελες συζητήσεις, γέλιο, αστεία κατά τη διάρκεια της ιερής ακολουθίας και άλλα. Η μητερούλα Μαρία σε όλα τα χρόνια παραμονής της στο ναό δε έχασε το φόβο του Θεού και ήταν για μας ζωντανό παράδειγμα της ευλαβικής συμπεριφοράς.
Η μητερούλα μας είχε διηγηθεί ένα περιστατικό. Σε όραμα βλέπει τον εαυτό της στο κέντρο του ναού. Οι πύλες του ιερού άνοιξαν και είδε τον Σωτήρα Εσταυρωμένο. Ξαφνικά άρχισαν να αιμορραγούν οι πληγές στα χέρια και στα πόδια Του. Ο Κύριος ζωντάνεψε και της απευθύνθηκε με τα ακόλουθα λόγια (δε το θυμάμαι κατά λέξη, αλλά το νόημα ήταν το εξής):
«Βλέπεις, Με σταυρώνουν πάλι οι άνθρωποι. Μίλησαν στο ναό – έβαλαν ένα καρφί. Γέλιο και αστεία – ακόμα ένα καρφί. Μάλωσαν – ακόμα ένα καρφί…» (και συνέχισε να απαριθμεί τις αμαρτίες που γίνονται στην εκκλησία).
Η μητερούλα Μαρία ξύπνησε με τρόμο. Τόσο πραγματική ήταν η αίσθηση που είχε από αυτά που είδε. Η μητερούλα ήταν πολύ σοφή πνευματικά και αντιμετώπιζε τα οράματα με επιφυλακτικότητα. Πήγε να συμβουλευτεί τον Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ (Καρέλιν). Ο παππούλης επιβεβαίωσε ότι ήταν σημάδι από τον Θεό.
Η διήγησή της μας προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση. Μετά βάλαμε στο αναλόγιο πινακίδα (για να μην το ξεχνάμε) με τα λόγια του Οσίου Αμβροσίου της Όπτινα: «Όταν μιλάμε στην εκκλησία, ο Κύριος επιτρέπει να πέφτουμε σε σκληρούς πειρασμούς» (εννοούνται οι συνομιλίες κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών).
Η μητερούλα διηγούταν: «Όταν οι γέροντες της Μονής Γκλίνσκαγια τελούσαν τη Λειτουργία, ξεχνούσαμε το χρόνο, δε νιώθαμε την κούραση, λες και ήμασταν στον Ουρανό».
Η μητέρα Μαρία για πολλά χρόνια διακονούσε στο αναλόγιο. Λέγανε ότι είχε πολύ όμορφη φωνή, όταν ήταν νέα. Εγώ πρόλαβα τη μητερούλα, όταν ήταν ήδη ηλικιωμένη και η φωνή της είχε αρχίσει να σπάει. Πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία για ιερές ακολουθίες. Ήταν πολύ τυπική με την ώρα. Μπορούσες να την εμπιστεύεσαι, δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσει ξεκρέμαστη. Πάντα έτρεχε πρώτη για βοήθεια.
Τον περισσότερο χρόνο της τον περνούσε στη σιωπή. Όμως, η σιωπή της δεν ήταν σκυθρωπή. Ήταν πάντα πρόσχαρη και καλοπροαίρετη. Αν έμπαινε σε συζήτηση, δεν αργολογούσε, αλλά διηγούταν κάτι το ψυχωφελές. Ωστόσο, ο τόνος της φωνής της δεν είχε κάτι το δασκαλίστικο ή νουθετικό. Η επικοινωνία μας είχε χαρακτήρα εμπιστευτικής φιλικής συζήτησης.
Στον ελεύθερο χρόνο της, η μητερούλα καθόταν στο αναλόγιο στη γωνία και τραβούσε το κομποσκοίνι ή διάβαζε το Ψαλτήρι. Σχεδόν όλο το χρόνο τον διέθετε στην προσευχή. Ήταν ήσυχη και απαρατήρητη
Η διήγησή της μας προκάλεσε πολύ μεγάλη εντύπωση. Μετά βάλαμε στο αναλόγιο πινακίδα (για να μην το ξεχνάμε) με τα λόγια του Οσίου Αμβροσίου της Όπτινα: «Όταν μιλάμε στην εκκλησία, ο Κύριος επιτρέπει να πέφτουμε σε σκληρούς πειρασμούς» (εννοούνται οι συνομιλίες κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών).
Η μητερούλα διηγούταν: «Όταν οι γέροντες της Μονής Γκλίνσκαγια τελούσαν τη Λειτουργία, ξεχνούσαμε το χρόνο, δε νιώθαμε την κούραση, λες και ήμασταν στον Ουρανό».
Η μητέρα Μαρία για πολλά χρόνια διακονούσε στο αναλόγιο. Λέγανε ότι είχε πολύ όμορφη φωνή, όταν ήταν νέα. Εγώ πρόλαβα τη μητερούλα, όταν ήταν ήδη ηλικιωμένη και η φωνή της είχε αρχίσει να σπάει. Πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία για ιερές ακολουθίες. Ήταν πολύ τυπική με την ώρα. Μπορούσες να την εμπιστεύεσαι, δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσει ξεκρέμαστη. Πάντα έτρεχε πρώτη για βοήθεια.
Τον περισσότερο χρόνο της τον περνούσε στη σιωπή. Όμως, η σιωπή της δεν ήταν σκυθρωπή. Ήταν πάντα πρόσχαρη και καλοπροαίρετη. Αν έμπαινε σε συζήτηση, δεν αργολογούσε, αλλά διηγούταν κάτι το ψυχωφελές. Ωστόσο, ο τόνος της φωνής της δεν είχε κάτι το δασκαλίστικο ή νουθετικό. Η επικοινωνία μας είχε χαρακτήρα εμπιστευτικής φιλικής συζήτησης.
Στον ελεύθερο χρόνο της, η μητερούλα καθόταν στο αναλόγιο στη γωνία και τραβούσε το κομποσκοίνι ή διάβαζε το Ψαλτήρι. Σχεδόν όλο το χρόνο τον διέθετε στην προσευχή. Ήταν ήσυχη και απαρατήρητη
Οι ψάλτριες του Ιερού Ναού του Αγίου Αλέξανδρου Νέβσκιϊ στην Τιφλίδα
«Σκοτίστηκε ο νους του κόσμου»
Στον Ιερό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ, κάθε Τετάρτη απόγευμα, πάντα τελούσαν δέηση με τους Χαιρετισμούς στον Άγιο Νικόλαο το Θαυματουργό. Κάποτε, η μητέρα Μαρία αποφάσισε να μη μείνει για τη δέηση και πήγε στην πόλη. Στο δρόμο άρχισε να διαβάζει τους Χαιρετισμούς με το κομποσκοίνι. Σταμάτησε δίπλα στη βιτρίνα ενός καταστήματος και άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά τα εμπορεύματα και τις τιμές. Δίπλα της πέρασε ένα παράξενος τύπος και ξαφνικά της φώναξε με όλη του τη δύναμη: «Σκοτίστηκε ο νους του κόσμου!» Εκείνη τη στιγμή η μητερούλα σαν να συνήλθε και κατάλαβε ότι είχε αποσπαστεί από την προσευχή. Έπιασε το κομποσκοίνι και συνέχισε το δρόμο της με προσευχή.
Μακαριότερο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις
Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η μητερούλα ήταν ακτήμων και έκανε ασκητικό βίο. Ό,τι έπιανε στα χέρια της, τα πρόσφερε στους αναξιοπαθούντες. Δε θυμάμαι να έτρωγε λιχουδιές και έκανε αυστηρή νηστεία. Έπινε μόνο ζεστό νερό. Έλεγε: «Μη μου βάζεις τσάϊ, έχω συνηθίσει έτσι από μικρή». Όταν την κερνούσαν γλυκά και σοκολάτες, δεν τα αρνούταν. Τα έπαιρνε, τα τύλιγε και, όπως αποδείχτηκε, τα πήγαινε σε ηλικιωμένες αδύναμες μητερούλες που ζούσαν όλες μαζί ως κοινότητα κοντά στην εκκλησία.
Από τη μητερούλα Μαρία γνωρίζω ότι οι γέροντες την ευλόγησαν να ζει μόνη της και μόνο αν προέκυπτε ανάγκη μπορούσε να φιλοξενεί κάποιον και όχι για παραπάνω από τρείς μέρες. Αυτήν την ευλογία την τηρούσε πιστά.
Η μητερούλα Μαρία ζούσε στην άκρη της πόλης. Την επισκεπτόμουν, όταν ήταν άρρωστη και όλο και εκπλησσόμουν με τη λιτότητα της ζωής της. Σε ένα μικρούτσικο σκοτεινό καλυβάκι υπήρχε ένα σιδερένιο κρεβάτι, κομοδίνο, μικρό τραπέζι, σκαμπό και μια λάμπα κηροζίνης. Τίποτα άλλο. Το μοναδικό της παλτό ήταν κρεμασμένο σε καρφί. Ο ασκητισμός της δεν ήταν βιτρίνα και δεν ήταν αυτοσκοπός. Όσο μπορούσε, έκρυβε τον αγώνα της.
Παρά τη φτώχεια της μητερούλας, οι γείτονες κατάφερναν να την ληστεύουν. Πηδούσαν από το φράχτη, όταν η μητερούλα απουσίαζε, και έκλεβαν ό,τι μπορούσαν: τη μια τη μοναδική πολύτιμη εικόνα, την άλλη ένα δοχείο με κηροζίνη (που είχε η μητερούλα για όλο το χειμώνα) και άλλα. Μια φορά της έκλεψαν ακόμα και μια μισοφαγωμένη πίτα. Στο τέλος, της έκοψαν τα καλώδια και η μητέρα Μαρία έμεινε χωρίς φως και ζούσε με καντήλι. Όλα αυτά τα μάθαμε τυχαία. Η ίδια υπέμενε με καρτερία τις δοκιμασίες. Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
«Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, 6 οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει…» (Α΄Κορ.13: 3-7).
Όλα τα παραπάνω γνωρίσματα της αγάπης τα είχε η μητερούλα Μαρία.
«Μήπως αμαρταίνω και δεν το ξέρω;»
Η μητερούλα είχε την τάση να διαβάζει ψυχωφελή βιβλία. Όταν δεν καταλάβαινε κάτι, με απλότητα ταπεινού πνεύματος μάς ζητούσε να της εξηγήσουμε. Κάποτε έπεσε στα χέρια της ένα βιβλιαράκι με λίστα αμαρτιών. Η μητερούλα Μαρία πλησιάζει τη μητερούλα Ελισάβετ και την ρωτάει τι σημαίνει η τάδε λέξη. Εκείνη εξεπλάγη:
– Μητερούλα, γιατί ενδιαφέρεστε για αυτά;
– Μήπως αμαρταίνω και δεν το ξέρω…
– Όχι, εσύ σίγουρα δεν έχεις κάνει τέτοια αμαρτία. Καλύτερα να μην ξέρεις καν τι είναι.
Η μητερούλα Μαρία ηρέμησε, τα κατάλαβε όλα και δε συνέχισε τις ερωτήσεις. Ήταν πολύ ταπεινή και σώφρων.
Επίσης, παρόλο που είχε δει πάρα πολλά θαύματα, δεν ήταν ονειροπαρμένη, συλλογιζόταν νηφάλια και σοφά.
Στον Ιερό Ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ, κάθε Τετάρτη απόγευμα, πάντα τελούσαν δέηση με τους Χαιρετισμούς στον Άγιο Νικόλαο το Θαυματουργό. Κάποτε, η μητέρα Μαρία αποφάσισε να μη μείνει για τη δέηση και πήγε στην πόλη. Στο δρόμο άρχισε να διαβάζει τους Χαιρετισμούς με το κομποσκοίνι. Σταμάτησε δίπλα στη βιτρίνα ενός καταστήματος και άρχισε να κοιτάζει προσεκτικά τα εμπορεύματα και τις τιμές. Δίπλα της πέρασε ένα παράξενος τύπος και ξαφνικά της φώναξε με όλη του τη δύναμη: «Σκοτίστηκε ο νους του κόσμου!» Εκείνη τη στιγμή η μητερούλα σαν να συνήλθε και κατάλαβε ότι είχε αποσπαστεί από την προσευχή. Έπιασε το κομποσκοίνι και συνέχισε το δρόμο της με προσευχή.
Μακαριότερο είναι να δίνεις παρά να παίρνεις
Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η μητερούλα ήταν ακτήμων και έκανε ασκητικό βίο. Ό,τι έπιανε στα χέρια της, τα πρόσφερε στους αναξιοπαθούντες. Δε θυμάμαι να έτρωγε λιχουδιές και έκανε αυστηρή νηστεία. Έπινε μόνο ζεστό νερό. Έλεγε: «Μη μου βάζεις τσάϊ, έχω συνηθίσει έτσι από μικρή». Όταν την κερνούσαν γλυκά και σοκολάτες, δεν τα αρνούταν. Τα έπαιρνε, τα τύλιγε και, όπως αποδείχτηκε, τα πήγαινε σε ηλικιωμένες αδύναμες μητερούλες που ζούσαν όλες μαζί ως κοινότητα κοντά στην εκκλησία.
Από τη μητερούλα Μαρία γνωρίζω ότι οι γέροντες την ευλόγησαν να ζει μόνη της και μόνο αν προέκυπτε ανάγκη μπορούσε να φιλοξενεί κάποιον και όχι για παραπάνω από τρείς μέρες. Αυτήν την ευλογία την τηρούσε πιστά.
Η μητερούλα Μαρία ζούσε στην άκρη της πόλης. Την επισκεπτόμουν, όταν ήταν άρρωστη και όλο και εκπλησσόμουν με τη λιτότητα της ζωής της. Σε ένα μικρούτσικο σκοτεινό καλυβάκι υπήρχε ένα σιδερένιο κρεβάτι, κομοδίνο, μικρό τραπέζι, σκαμπό και μια λάμπα κηροζίνης. Τίποτα άλλο. Το μοναδικό της παλτό ήταν κρεμασμένο σε καρφί. Ο ασκητισμός της δεν ήταν βιτρίνα και δεν ήταν αυτοσκοπός. Όσο μπορούσε, έκρυβε τον αγώνα της.
Παρά τη φτώχεια της μητερούλας, οι γείτονες κατάφερναν να την ληστεύουν. Πηδούσαν από το φράχτη, όταν η μητερούλα απουσίαζε, και έκλεβαν ό,τι μπορούσαν: τη μια τη μοναδική πολύτιμη εικόνα, την άλλη ένα δοχείο με κηροζίνη (που είχε η μητερούλα για όλο το χειμώνα) και άλλα. Μια φορά της έκλεψαν ακόμα και μια μισοφαγωμένη πίτα. Στο τέλος, της έκοψαν τα καλώδια και η μητέρα Μαρία έμεινε χωρίς φως και ζούσε με καντήλι. Όλα αυτά τα μάθαμε τυχαία. Η ίδια υπέμενε με καρτερία τις δοκιμασίες. Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
«Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, 6 οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει…» (Α΄Κορ.13: 3-7).
Όλα τα παραπάνω γνωρίσματα της αγάπης τα είχε η μητερούλα Μαρία.
«Μήπως αμαρταίνω και δεν το ξέρω;»
Η μητερούλα είχε την τάση να διαβάζει ψυχωφελή βιβλία. Όταν δεν καταλάβαινε κάτι, με απλότητα ταπεινού πνεύματος μάς ζητούσε να της εξηγήσουμε. Κάποτε έπεσε στα χέρια της ένα βιβλιαράκι με λίστα αμαρτιών. Η μητερούλα Μαρία πλησιάζει τη μητερούλα Ελισάβετ και την ρωτάει τι σημαίνει η τάδε λέξη. Εκείνη εξεπλάγη:
– Μητερούλα, γιατί ενδιαφέρεστε για αυτά;
– Μήπως αμαρταίνω και δεν το ξέρω…
– Όχι, εσύ σίγουρα δεν έχεις κάνει τέτοια αμαρτία. Καλύτερα να μην ξέρεις καν τι είναι.
Η μητερούλα Μαρία ηρέμησε, τα κατάλαβε όλα και δε συνέχισε τις ερωτήσεις. Ήταν πολύ ταπεινή και σώφρων.
Επίσης, παρόλο που είχε δει πάρα πολλά θαύματα, δεν ήταν ονειροπαρμένη, συλλογιζόταν νηφάλια και σοφά.
Η συναναστροφή της με τους γέροντες
Ο γέροντας Βιτάλιος συχνά έδινε στη μητερούλα Μαρία ιδιαίτερες εντολές. Μια φορά την έστειλε με δέμα σε μια άλλη πόλη και της έδωσε συγκεκριμένη διεύθυνση. Ο παππούλης είχε δει με διορατικό του χάρισμα ότι σε εκείνο το σπίτι έρχεται μεγάλη συμφορά. Αποδείχτηκε ότι εκεί ζούσε μια γυναίκα με παιδιά και είχε φτάσει σε απόγνωση λόγω της πείνας. Σκεφτόταν να αυτοκτονήσει, όταν στο κατώφλι της εμφανίστηκε η μητερούλα Μαρία με δέμα από τον παππούλη. Το δέμα περιείχε τρόφιμα. Η γυναίκα αυτή δε γνώριζε τον πατέρα Βιτάλιο, ούτε είχε ακούσει για αυτόν. Εξεπλάγη και χάρηκε πολύ.
Ο γέροντας συχνά έδινε στη μητερούλα εντολές να στέλνει με ταχυδρομείο δέματα με τρόφιμα σε άπορους ανθρώπους.
Με τη μητερούλα Μαρία είχε συμβεί μια φορά το εξής περιστατικό. Όταν ήταν λίγο πιο νέα, ο ιερέας του ναού της έδωσε εντολή να πλύνει το δάπεδο στο ιερό. Η μητερούλα φοβήθηκε πολύ, αλλά ο ιερέας επέμενε. Τότε η μητερούλα Μαρία γονατιστή μπήκε στο ιερό, με τρεμάμενα χέρια έπλυνε το δάπεδο και βγήκε από εκεί με το ίδιο τρόπο. Τη νύχτα βλέπει όνειρο. Βλέπει τον άμβωνα που ήταν περιφραγμένος από τις δύο πλευρές μέχρι ένα σημείο και ακούει μια φωνή: «Πέρα από αυτό το σημείο να μην προχωράς ποτέ».
Στη συνάντηση με το γέροντα η μητερούλα τού τα διηγήθηκε όλα. Εκείνος την επέπληξε λίγο και της απαγόρευσε από τότε να μπαίνει στο ιερό.
Μια φορά η μητερούλα Μαρία είχε φέρει κλωστές και μου ζήτησε να της πλέξω μια ζακέτα. Τότε δεν είχα καθόλου χρόνο, αλλά δεν μπόρεσα να το αρνηθώ στην αγαπημένη μου μητερούλα. Τη δεύτερη μέρα, κάπως ντροπαλά, μου ζήτησε να της επιστρέψω τις κλωστές, λέγοντας: «Ο πατήρ Βιτάλιος με επέπληξε και μου το απαγόρευσε, και είπε: “Μην την φορτώνεις”» (εν τω μεταξύ, ο παππούλης είχε πεθάνει κάμποσα χρόνια πριν). Η μητερούλα δεν κατάλαβε ότι προδόθηκε, τόσο απλά τα ζούσε όλα αυτά.
Εξεπλάγην, αλλά δε ρώτησα τίποτα για να μην την ταράξω.
Η μακαρία κοίμηση της μητερούλας
Λίγο πριν το θάνατό της, η μητερούλα Μαρία αρρώστησε και δε σηκωνόταν. Την έβαλαν στο νοσοκομείο σε γυναικείο μοναστήρι, όπου την πρόσεχαν οι μοναχές. Μερικές φορές επισκεπτόμασταν τη μητερούλα. Και κάποια φορά μας διηγήθηκε το εξής περιστατικό.
Εκείνη την περίοδο το καλυβάκι της σχεδόν κατέρρεε και η μητερούλα αγχωνόταν για το πού θα μένει, όταν βγει από το νοσοκομείο. Και κάποια στιγμή στο όνειρο βλέπει από μακριά τους γέροντες κάπου να πηγαίνουν. Ο πατήρ Ανδρόνικος απομακρύνεται από τους άλλους, την πλησιάζει σιωπηλά, της δίνει στο χέρι ένα σημείωμα και το ίδιο σιωπηλά απομακρύνεται από αυτήν και πλησιάζει στους υπόλοιπους γέροντες. Και στο σημείωμα έγραφε: «Μην προσκολλάσαι σε τίποτα το επίγειο».
Και πράγματι, η μητερούλα δε χρειάστηκε καμία επίγεια οικία. Σύντομα απεβίωσε εκεί, στο μοναστήρι, την ώρα που στεκόταν στο ναό στη διάρκεια της ιερής ακολουθίας. «Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων Αὐτοῦ».
Η μητερούλα κηδεύτηκε στο χωριό Νόριο (κοντά στην Τιφλίδα) στο νεκροταφείο της γυναικείας μονής.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗ ΜΟΝΑΧΗ ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΙΝΙΝΑ
«Ευλόγησον, πάτερ!»
Πατήρ Αλέξανδρος Μπαϊασβίλι:
– Ευχαριστώ τον Θεό που είχα την ευκαιρία να επικοινωνώ με τη μεγαλόσχημη μοναχή Ξένια. Μου έμεινε στη μνήμη ως παράδειγμα χριστιανικής ταπείνωσης, ακτημοσύνης, υπακοής. Κυκλοφορούσε χειμώνα – καλοκαίρι με ένα παλτό και ζούσε πάρα πολύ φτωχικά. Τα χρήματα που της έδιναν στο ναό, κάτι ψιλά, δεν τα ξόδευε ποτέ για τον εαυτό της, τα έδινε όλα στους άλλους.
Μια φορά, όταν είχα κάνει εγχείρηση, μου έστειλε, μέσω του νεωκόρου μας, ένα ποσό που τότε θεωρούνταν υπολογίσιμο, πόσο μάλλον για την ίδια.
Η μητερούλα διηγούταν ότι είχε έρθει στη Γεωργία με την ευλογία των γερόντων της μονής Γκλίνσκαγια και ήταν πνευματικό παιδί του πατέρα Βιτάλιου Σιντορένκο. Μου έδειχνε γράμμα του πατέρα Βιτάλιου. Το φύλαγε. Ήταν πολύτιμο για εκείνη. Σε αυτό υπήρχαν οι πνευματικές νουθεσίες του γέροντα.
Μού είχε διηγηθεί και μια ιστορία από την παιδική της ηλικία. Μια φορά, ήταν μια μεγάλη γιορτή της Εκκλησίας, και λόγω πολυκοσμίας δεν μπόρεσε να μπει στην αυλή του ναού. Στεναχωρήθηκε πολύ, κάθισε σε παγκάκι και άρχισε να κλαίει. Την πλησίασε μια κυρία και άρχισε να την παρηγορεί και να την καθησυχάζει: «Μην στεναχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά». Η μητερούλα ηρέμησε και μετά, όταν το πλήθος είχε αποχωρήσει και μπόρεσε να μπει στο ναό, στο πρόσωπο της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Παρασκευής αναγνώρισε αυτήν την κυρία.
Επίσης, μου είχε μιλήσει για το πως ο Όσιος Σεραφείμ του Σαρώβ την έσωσε από βιαστές. Πολλοί από μας ήξεραν για αυτό το περιστατικό, όπως ήξεραν και πόσο πολύ η μητερούλα ευλαβούνταν τον Όσιο Σεραφείμ. Αλλά μιλούσε για αυτό με ταπείνωση, χωρίς ματαιοδοξία:
Η μητερούλα είχε έρθει στη Γεωργία με την ευλογία των γερόντων της μονής Γκλίνσκαγια. Περπατούσε μόνη της από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι εκεί όπου θα έμενε. Ήταν βράδυ. Την σταμάτησαν δύο άντρες και άρχισαν να της κάνουν διάφορες ερωτήσεις. Η μητερούλα κατάλαβε από την συμπεριφορά τους ότι είχαν πονηρές προθέσεις (ήταν νέα τότε) και άρχισε να προσεύχεται:
«Όσιε πάτερ Σεραφείμ, βοήθησέ με!»
Ξαφνικά, βλέπει ότι τους πλησιάζει ο γέροντας, όπως ακριβώς τον απεικονίζουν στις εικόνες. Τραβάει τους άντρες από τα μανίκια και τους απομακρύνει από τη μητερούλα. Η μητερούλα από φόβο έτρεξε πιο πέρα και στη συνέχεια, όταν γύρισε, είδε τον γέροντα να τους λέει κάτι και εκείνοι να τον ακούν υπάκουα, με σκυμμένα τα κεφάλια τους. Η μητερούλα αργότερα λυπόταν που δεν είχε ευχαριστήσει τότε το γέροντα.
Επίσης, θυμάμαι, τότε που η μητερούλα Ξένια είχε αρρωστήσει βαριά και ήταν στο νοσοκομείο της μονής, όπου την φρόντιζαν μοναχές. Τότε ήμουν νεωκόρος και πήγα να την επισκεφτώ. Φεύγοντας, ακούω να μου λέει: «Παππούλη, ευλόγησον». Τότε τα έχασα και σκέφτηκα ότι η μητερούλα μάλλον είναι τόσο άρρωστη που με μπέρδεψε με παππούλη. Αν και δεν φορούσα ζωστικό και ήξερε πολύ καλά ότι είμαι νεωκόρος. Αλλά το επανέλαβε και πάλι: «Ευλόγησον, παππούλη!» Την αποχαιρέτησα και έφυγα. Δεν τόλμησα, εννοείται, να την ευλογήσω. Τη δεύτερη φορά επισκέφτηκα τη μητερούλα και όταν έφευγα, άκουσα πάλι να μου λέει: «Ευλόγησον, παππούλη!» Τότε, δεν είχα φανταστεί ότι μετά από μερικά χρόνια θα γινόμουν, όντως, ιερέας.
Ακόμα ένα περιστατικό. Η μητερούλα Ξένια μιλούσε με τη μαμά μου. Τότε μόλις είχα αρχίσει να εκκλησιάζομαι και να μπαίνω ενεργά στη ζωή της Εκκλησίας. Είχα αρχίσει να βοηθάω στο ιερό ως νεωκόρος και η μαμά μου ανησυχούσε. Φοβόταν μήπως παρατήσω τις σπουδές μου (τότε σπούδαζα ιατρική). Θυμάμαι, η μητερούλα μιλούσε στη μαμά μου και της διηγούταν διάφορα περιστατικά και ιστορίες ανθρώπων, που δεν σκέφτονταν να γίνουν ιερείς, που σπούδαζαν ή που ετοιμάζονταν να πάρουν ειδικότητα και ο Κύριος τα έφερνε όλα έτσι ώστε αυτοί να γίνονται ιερείς.
Διηγήθηκε τη μια ιστορία, ύστερα την άλλη, και η μαμά μου που την άκουγε, έκλαιγε. Αργότερα, όταν έγινα ιερέας, κατάλαβα ότι όλα αυτά που διηγούταν η μητερούλα έμοιαζαν πάρα πολύ με αυτά που συνέβαιναν σε μένα. Κι εγώ νόμιζα ότι θα γινόμουν γιατρός και δεν είχα διανοηθεί ποτέ ότι με την Πρόνοια του Θεού η ζωή μου θα άλλαζε τόσο πολύ, ώστε να γίνω ιερέας.
Αυτά θυμάμαι για τη μητερούλα Ξένια. Ευχαριστώ τον Θεό που είχα την ευκαιρία να επικοινωνώ με έναν τέτοιο άνθρωπο. Για μένα ήταν όντως παράδειγμα μοναχού: ακτήμων, πράα και ταπεινή ευχέτρια.
Επίσης, θυμάμαι, τότε που η μητερούλα Ξένια είχε αρρωστήσει βαριά και ήταν στο νοσοκομείο της μονής, όπου την φρόντιζαν μοναχές. Τότε ήμουν νεωκόρος και πήγα να την επισκεφτώ. Φεύγοντας, ακούω να μου λέει: «Παππούλη, ευλόγησον». Τότε τα έχασα και σκέφτηκα ότι η μητερούλα μάλλον είναι τόσο άρρωστη που με μπέρδεψε με παππούλη. Αν και δεν φορούσα ζωστικό και ήξερε πολύ καλά ότι είμαι νεωκόρος. Αλλά το επανέλαβε και πάλι: «Ευλόγησον, παππούλη!» Την αποχαιρέτησα και έφυγα. Δεν τόλμησα, εννοείται, να την ευλογήσω. Τη δεύτερη φορά επισκέφτηκα τη μητερούλα και όταν έφευγα, άκουσα πάλι να μου λέει: «Ευλόγησον, παππούλη!» Τότε, δεν είχα φανταστεί ότι μετά από μερικά χρόνια θα γινόμουν, όντως, ιερέας.
Ακόμα ένα περιστατικό. Η μητερούλα Ξένια μιλούσε με τη μαμά μου. Τότε μόλις είχα αρχίσει να εκκλησιάζομαι και να μπαίνω ενεργά στη ζωή της Εκκλησίας. Είχα αρχίσει να βοηθάω στο ιερό ως νεωκόρος και η μαμά μου ανησυχούσε. Φοβόταν μήπως παρατήσω τις σπουδές μου (τότε σπούδαζα ιατρική). Θυμάμαι, η μητερούλα μιλούσε στη μαμά μου και της διηγούταν διάφορα περιστατικά και ιστορίες ανθρώπων, που δεν σκέφτονταν να γίνουν ιερείς, που σπούδαζαν ή που ετοιμάζονταν να πάρουν ειδικότητα και ο Κύριος τα έφερνε όλα έτσι ώστε αυτοί να γίνονται ιερείς.
Διηγήθηκε τη μια ιστορία, ύστερα την άλλη, και η μαμά μου που την άκουγε, έκλαιγε. Αργότερα, όταν έγινα ιερέας, κατάλαβα ότι όλα αυτά που διηγούταν η μητερούλα έμοιαζαν πάρα πολύ με αυτά που συνέβαιναν σε μένα. Κι εγώ νόμιζα ότι θα γινόμουν γιατρός και δεν είχα διανοηθεί ποτέ ότι με την Πρόνοια του Θεού η ζωή μου θα άλλαζε τόσο πολύ, ώστε να γίνω ιερέας.
Αυτά θυμάμαι για τη μητερούλα Ξένια. Ευχαριστώ τον Θεό που είχα την ευκαιρία να επικοινωνώ με έναν τέτοιο άνθρωπο. Για μένα ήταν όντως παράδειγμα μοναχού: ακτήμων, πράα και ταπεινή ευχέτρια.
Ειρήνη Καταμάτζε:
– Η μεγαλόσχημη μοναχή Ξένια έμεινε για πάντα στη μνήμη μου ως ζωντανό παράδειγμα ευλαβούς στάσης στη Θεία Λειτουργία. Από τη στάση της στη Θεία Λειτουργία καταλάβαινες ότι ήταν η ζωή εν Θεώ και η ζωή με τον Θεό. Χωρίς διδαχές και νουθεσίες μας έδειχνε το παράδειγμα, το οποίο θα ήθελες να μιμείσαι και τότε και τώρα. Πόσο σημαντική ήταν στο αναλόγιο καταλάβαμε μόνο αφού κοιμήθηκε. Με το θάνατό της δημιουργήθηκε κενό και δεν υπάρχει κανείς να το αναπληρώσει. Το αναλόγιο ορφάνεψε. Την φυσική της θέση – τη γωνία πάνω στο σεντούκι – την καταλαμβάνουν τώρα άλλοι δούλοι του Θεού, όμως η θέση της στο αναλόγιο από πνευματική άποψη έχει μείνει κενή.
Η μεγαλόσχημη μοναχή Ξένια σπάνια έμπαινε σε συζητήσεις. Στα κενά ανάμεσα στις ιερές ακολουθίες πάντα καθόταν στη γωνία στο σεντούκι και προσευχόταν. Όμως, κάθε φορά που μας διηγούταν κάτι από τις αναμνήσεις της, ήταν πολύ διδακτικό και πολύτιμο.
Για πάντα θα θυμάμαι το μάθημα που μου έκανε όταν ήμουν ακόμα απλή ψάλτρια. Όντας η μικρότερη ανάμεσα στους ψαλτάδες, πήγαινα στην κουζίνα και έφερνα το μεσημεριανό στο αναλόγιο (στην εκκλησία μας είχαμε ιδιαίτερη ευλογία να τρώμε στο αναλόγιο). Στην κουζίνα μού έδωσαν ζωμό κοτόπουλου. Όταν έφερα την κατσαρόλα στο αναλόγιο, άκουσα, προς μεγάλη μου έκπληξη, την αυστηρή φωνή της μητερούλας Μαρίας (τότε ήταν ακόμα μοναχή με το όνομα Μαρία): «Παρ΄το γρήγορα από δω!» Το έκανα, αλλά στην ψυχή μου έμεινε το ερώτημα: γιατί τόσο αυστηρά; Αυτή κατάλαβε το ερώτημα που δεν έκανα φωναχτά και μου μίλησε για ένα περιστατικό από τη ζωή του γέροντα Ανδρόνικου, μάρτυρας του οποίου ήταν η ίδια.
Όταν ακόμα ζούσαν οι γέροντες, στην εκκλησία του Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκιϊ δούλευε στο αναλόγιο μια αναγνώστρια Ταμάρα. Πήγαινε φαγητό από το νοσοκομείο στην σπιτονοικοκυρά της. Μια φορά έφερε, όπως πάντα, στη τσάντα κατσαρόλα με φαγητό και το έβαλε στο σεντούκι. Η τσάντα ήταν κλειστή και η κατσαρόλα δε φαινόταν. Όμως, ο γέροντας Ανδρόνικος, την ώρα που έβγαινε από το ιερό, κοίταξε την τσάντα και είπε: «Ταμάρα, πάρε αυτήν την τσάντα από δω». Αφού το είπε, ο γέροντας κατέβηκε και βγήκε από το ναό. Η Ταμάρα δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει ο γέροντας και δεν την πήρε την τσάντα. Όταν ο πατήρ Ανδρόνικος επέστρεψε στο ιερό, ξανά κοίταξε την τσάντα και είπε αυστηρά: «Ταμάρα, αφού σου είπα, πάρε την τσάντα. Οι Άγγελοι αποστρέφονται», - εξήγησε. Ο γέροντας δεν έβλεπε τι υπάρχει στην τσάντα, όμως είχε δει ότι οι Άγγελοι, που δεν αντέχουν τη μυρωδιά του κρέατος, το αποστρέφονταν.
Έτσι, η μητερούλα Μαρία με βοήθησε να καταλάβω ότι το αναλόγιο είναι το ιδιαίτερο μέρος όπου είναι παρούσες οι αγγελικές δυνάμεις.
Συνέταξε και επιμελήθηκε η Νίκα Γκριγκοριάν
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
Pravoslavie.ru
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου