«Ήταν μία μοναδική ευκαιρία, ο κερκυραϊκός λαός, να εκφράσει την καταπιεσμένη μακραίωνη εθνική αγανάκτηση στο δυτικό κατέναντι, έχοντας ήδη στις σελίδες της ιστορίας του, τέσσερις και πλέον αιώνες, την πικρή εμπειρία της ενετικής κυριαρχίας, αλλά και τη νωπή ακόμη εθνική ταπείνωση από τον βομβαρδισμό και την ολιγοήμερη κατάληψη της Κέρκυρας το 1923 από τις φασιστικές δυνάμεις του ίδιου δικτάτορα Μουσολίνι».
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Κερκυραίοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και μεταφέρθηκαν στην πρώτη γραμμή. Μεταξύ των εκατοντάδων Κερκυραίων, γνωστών ή αγνώστων μαχητών, ήταν και ο παππούς του καθηγητή Δημήτρη Μεταλληνού, ο έφεδρος αξιωματικός Δημήτριος Μεταλληνός. Οι αριθμητικά ελάχιστες εναπομείνασες στο νησί κερκυραϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, συγκροτούσαν το 10ο Πεζικό Σύνταγμα, που είχε ως αποστολή του την αμυντική θωράκιση της Κέρκυρας.
Οι λαμπρές σελίδες της ιστορίας της Κέρκυρας κατά των Ιταλών γράφτηκαν από μία σκληρή μάχη που δόθηκε από μια «χούφτα» Κερκυραίους μαχητές, μόλις δύο εβδομάδες μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, από το «Λόχο Λατζίδη», ή ευρέως γνωστό ως «Λόχο Θανάτου»…
«Στις 12 Νοεμβρίου 1940 οι ελληνικές δυνάμεις Ηπείρου ανασυντάχθηκαν με σκοπό την ανακατάληψη της Θεσπρωτίας. Η Στρατιωτική Διοίκηση Κερκύρας ανέλαβε να συγκροτήσει τις πρώτες ημέρες του πολέμου, ένα αποβατικό απόσπασμα αιφνιδιασμού, αποτελούμενο από επίλεκτους και γενναίους Κερκυραίους οπλίτες και υπαξιωματικούς, με διοικητή τον λοχαγό Δημήτριο Λαντζίδη. Η Στρατιωτική Διοίκηση Κερκύρας το χαρακτήρισε «Αποβατικό Απόσπασμα», όσοι αξιωματικοί γνώριζαν την αποστολή του το ονόμασαν «Λόχο Θανάτου», στην Κέρκυρα έγινε ευρύτερα γνωστό ως «Λόχος Λαντζίδη», ενώ ο ιστορικός ερευνητής Δρ. Νικόλαος Φακιολάς, ο οποίος είναι ο δεύτερος μετά τον ιστορικό ερευνητή Κώστα Δαφνή, που ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα, τον χαρακτηρίζει «Λόχο Ιερολοχιτών», αναφέρει ο κ Μεταλληνός.
Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, η απόρρητη στρατιωτική επιχείρηση είχε στόχο την κατάληψη του υψώματος «Βαγκαλάτι». Ύψιστη προτεραιότητα αποτελούσε ο αιφνιδιασμός του εχθρού. Οι Ιταλοί έπρεπε να θεωρήσουν, ότι είναι περικυκλωμένοι από ισχυρές ελληνικές δυνάμεις κι όχι από έναν απλό Λόχο Πεζικού. Η αναγγελία συγκρότησης ενός κερκυραϊκού στρατιωτικού αποσπάσματος, που θα μετέβαινε για ενίσχυση του ελληνοϊταλικού μετώπου, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους Κερκυραίους αξιωματικούς και οπλίτες του 10ου Πεζικού Συντάγματος. Οι αιτήσεις ξεπέρασαν κατά πολύ τον απαιτούμενο αριθμό. Κι ενώ προβλεπόταν η συγκρότηση μιας στρατιωτικής δύναμης εκατό ανδρών, τελικά εξαιτίας του ενθουσιασμού διπλασιάσθηκε ξεπερνώντας τους διακόσιους άνδρες. Διοικητής του αποσπάσματος ορίσθηκε ο λοχαγός Δημήτριος Λαντζίδης, με το όνομα του οποίου συνδέθηκε τελικά ο Λόχος στη μνήμη των σύγχρονων Κερκυραίων.
Υποδιοικητής του Λόχου ορίσθηκε ο υπολοχαγός πεζικού Ιωάννης Βλάχος, ο οποίος είχε σταλεί για αναγνώριση της περιοχής βορείως της Σαγιάδας, λίγες μόλις ημέρες πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, αφού η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος γνώριζε τις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας και για το λόγο αυτό προετοιμαζόταν για ένοπλη σύγκρουση καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας.
Ο Λόχος, από τους Γιαννάδες, κατευθύνθηκε το βράδυ της 22ας Νοεμβρίου προς το παλαιό λιμάνι, όπου παρέμειναν μερικές ώρες. Ο χειμώνας του ΄40 είχε ξεκινήσει νωρίς και όπως διασώζεται από τις ιστορικές μαρτυρίες ήταν κι από τους βαρύτερους του 20ου αιώνα. Τη νύκτα εκείνη έβρεχε καταρρακτωδώς…
«Τα μέσα Νοέμβρη μας ειδοποίησε το λιμεναρχείο, τα επίτακτα καΐκια να είμαστε πλευρισμένα στην προβλήτα του λιμεναρχείου, στις 12 το μεσονύχτιο. Δεν μας είπαν τι μας θέλουν. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα ήρθαν 200 στρατιώτες οπλισμένοι και με τους γνωστούς γυλιούς στην πλάτη τους. Είμαστε 10 καΐκια και έβαλαν 20 περίπου στρατιώτες στο κάθε καΐκι, μαζί ήτο και βαθμοφόροι. Στο δικό μας το καΐκι ήτο επικεφαλής ο λοχαγός Δημήτρης Λαντζίδης … Μας είπαν θα ξεκινήσουμε τη μια μετά τα μεσάνυχτα, φώτα δεν θα ανάψωμε, παρά μόνον ένα λαδοφάναρο στο κάθε καΐκι και θα πηγαίνουμε το κάθε σκάφος κατόπι στο άλλο…ένα-ένα καΐκι, αφού τους αποβίβαζε επέστρεφε στην Κέρκυρα. Μου έκανε λύπη όπως έβγαιναν σε αυτήν την παραλία…, αφού επήγαιναν σχεδόν στο παγωμένο νερό ως την μέσην. Εκεί εμάθαμε ότι η παραλία λέγεται «Κάτω Αετός», ήταν ελληνική περιοχή, αλλά οι Ιταλοί είχαν φθάσει τότε έως την Πάργα…» αναφέρεται στις ανέκδοτες σημειώσεις του Κερκυραίου Νικόλαου Καλούδη.
«Η σπουδή του εγχειρήματος αποδεικνύει ότι πράγματι επρόκειτο για έναν Λόχο μελλοθανάτων ή ορθότερα για έναν Λόχο ηρώων. Το στρατιωτικό απόσπασμα βρέθηκε μέσα στην κακοκαιρία απομονωμένο, αποπροσανατολισμένο, χωρίς επικοινωνία και οπτική επαφή με την Στρατιωτική Διοίκηση Κερκύρας. Οι Ιταλοί έστειλαν αναγνωριστικό αεροπλάνο, που εξακρίβωσε τη θέση και τη δύναμη του Λόχου. Γνώριζαν πλέον όλη την αλήθεια και ο θυμός τους έγινε απερίγραπτος, αφού διαπίστωναν ότι μια χούφτα Κερκυραίων στρατιωτών προκάλεσε μεγάλη ταραχή στο στράτευμά τους, οδηγώντας τους σε λανθασμένες εκτιμήσεις και στρατιωτικές επιλογές» εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μεταλληνός. «… εφθάσαμε περί τας τελευταίας απογευματινάς ώρας, τελείως εξουθενωμένοι και βρεγμένοι μέχρι κοκκάλων, εις τι σημείον όπου ευρέθημεν εν όψει του εχθρού καταυλισμένου με πολλάς δυνάμεις…» ανέφερε στις σημειώσεις του ο ανθυπολοχαγός Νικόλαος Φραγκοπανάγος.
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Τα χάραμα της 24ης Νοεμβρίου 1940 ξεκίνησε η άνιση μάχη. Οι πολυάριθμοι Ιταλοί ήταν οχυρωμένοι στα υψώματα των βουνοπλαγιών, ενώ το απόσπασμα των Κερκυραίων μαχητών ήταν ακάλυπτο στις παρυφές της ακτής και στην αμμώδη παραλία. Οι άνδρες του Λόχου, ήταν πλέον περικυκλωμένοι. Οι εναπομείναντες 160 περίπου άνδρες, καλούνταν να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον 3.000 Ιταλούς στρατιώτες. Η μάχη διήρκησε από τις 7.00 το πρωί μέχρι τις 5.00 το απόγευμα, την ώρα δηλαδή που εξαντλήθηκαν και τα τελευταία πυρομαχικά των κερκυραίων μαχητών. Ο λοχαγός Λαντζίδης, αν και τραυματίας, δεν σταματούσε να εμψυχώνει τους άνδρες του. Στις 5.00 το απόγευμα αναγκάστηκε να υψώσει λευκή σημαία. Ο τελικός απολογισμός για τις ελληνικές δυνάμεις ήταν 60 νεκροί και 80 αιχμάλωτοι, εκ των οποίων 45 τραυματίες, ενώ 20 άτομα κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη. Οι Κερκυραίοι αιχμάλωτοι δεν παρέδωσαν τα όπλα τους στους Ιταλούς, αλλά προτίμησαν να τα αχρηστεύσουν, πετώντας τα στη θάλασσα του αγαπημένου τους Ιονίου. Οι Ιταλοί προέβησαν άμεσα σε αντίποινα, βομβαρδίζοντας την πόλη της Κέρκυρας. Τις δύο επόμενες ημέρες, στις 25 Νοεμβρίου, της Αγίας Αικατερίνης και στις 26 του Αγίου Στυλιανού, ημέρες που εόρταζαν κεντρικοί ναοί της πόλεως, πραγματοποίησαν τον αγριότερο, μέχρι τότε, βομβαρδισμό της πόλης με αεροπλάνα, ενώ δύο ημέρες αργότερα την 28η Νοεμβρίου επανήλθαν με τον βομβαρδισμό και της κερκυραϊκής ενδοχώρας τόσο από αέρος, όσο και από θαλάσσης, αφού τέσσερα ιταλικά αντιτορπιλικά ήλεγχαν το στενό του Αίου Στεφάνου.
«Την 25η και 26η Νοεμβρίου έγιναν οι σφοδρότεροι ιταλικοί βομβαρδισμοί της Κέρκυρας, αριθμούμενοι μέχρι οχτώ ημερησίως… Έληξαν την 21η Απριλίου 1941. Την 28η Απριλίου 1941 ο ιταλικός στρατός απεβιβάσθη και επάτησεν την Κέρκυραν, εισήλθον εις το Φρούριον…» σημειώνει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του Αρχείον και καθημερινά περιστατικά γεγονότα επί Ιταλικής και Γερμανικής κατοχής (Κέρκυρα 1949), ο Μητροπολίτης Κέρκυρας και Παξών Μεθόδιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου