Η νεωτερικότητα, μέσα από την επιτάχυνση, την υπερ-διαφάνεια και την εμπορευματοποίηση, διαρρηγνύει τα «σώματα χρόνου» — εκείνα τα συμπαγή, βραδυκίνητα πεδία όπου η μνήμη, η παράδοση και το βίωμα συνέπιπταν. Στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ζωής, η «αλλοίωση» που παρατηρούμε δεν είναι απλώς αισθητική ή οργανωτική, είναι οντολογική. Η περιφορά, ως μορφή πομπής, δεν ήταν ποτέ θέαμα, αλλά συμμετοχή σε ένα μυστήριο μεταβατικότητας: ο χώρος της πόλης ή του χωριού μεταστοιχειωνόταν σε λιτανευτική οδό, σε via sacra, όπου η κοινότητα διέσχιζε τον χρόνο με τη βεβαιότητα ότι βαδίζει μαζί με την Παναγία.
Η φωτογραφία, με τα παιδιά που κοιτούν από το πεζοδρόμιο, τους ναύτες με λευκές στολές, τους ιερείς και τους λαϊκούς που συντονίζονται στον ίδιο ρυθμό, μαρτυρεί ότι κάποτε η λατρεία είχε έναν ολότελα «οικουμενικό» χαρακτήρα εντός του μικρόκοσμου. Το γεγονός δεν «απευθυνόταν» σε θεατές, δεν υπήρχε η μεσολάβηση του φακού ως τελικού αποδέκτη. Όλοι ήταν μέρος της εικόνας — και η εικόνα ήταν μέρος όλων.Η ταχύτητα της αλλοίωσης δεν είναι άσχετη με την κατάρρευση της «τελετουργικής υπομονής», εκείνης της ικανότητας να περιμένουμε, να αφιερώνουμε χρόνο και σιωπή στη συμμετοχή, χωρίς την ανάγκη άμεσης απόδοσης νοήματος ή παραγωγής εικόνας. Στη μετανεωτερική συνθήκη, η κοινότητα έχει εσωτερικεύσει την προτεραιότητα του καταναλωτή έναντι του πιστού, του θεατή έναντι του προσκυνητή.
Η αλλοίωση ξεκινά όταν η λιτανεία αρχίζει να μοιάζει με αναπαράσταση παρά με συμμετοχή. Όταν η σημειολογία του γεγονότος εξαντλείται στην αναπαραγωγή του, όταν η θεολογία του προσώπου (ως κοινότητα προσώπων στραμμένων προς το ίδιο εσχατολογικό κέντρο) υποχωρεί μπροστά στην αισθητικοποίηση και στον τουριστικό καταναλωτισμό, τότε ο χαρακτήρας μεταβάλλεται ριζικά. Από λειτουργικό γεγονός γίνεται «πολιτιστικό δρώμενο». Από μέθεξη μετατρέπεται σε εικόνα-προϊόν.
Από θεολογικής πλευράς, η εξάλειψη μιας τέτοιας παράδοσης δεν είναι μόνο απώλεια εθίμου, είναι πλήγμα στη μνήμη της Εκκλησίας ως «λειτουργίας του κόσμου» (κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα). Η λιτανεία δεν είναι διακοσμητικό επίθεμα στη λατρεία, αλλά ένα άνοιγμα του ναού προς τον κόσμο, μια εικονική κίνηση της Βασιλείας στον χρόνο. Όταν παύει να υφίσταται, ο κόσμος μένει χωρίς εκείνες τις στιγμές που ο χρόνος αναστέλλεται και η γη αποκτά γεύση από την ερχόμενη αιωνιότητα.
Ίσως, λοιπόν, η φωτογραφία του 1955 να μην είναι μόνο ένα ντοκουμέντο, αλλά και μια προφητεία: ότι οι τελετές που δεν θα αντέξουν την πίεση της αισθητικοποίησης και της εμπορευματοποίησης, θα σβήσουν όχι επειδή θα απαγορευθούν, αλλά επειδή θα έχουν χάσει το εσωτερικό τους φως. Και τότε, η απουσία τους θα είναι σιωπηλή, όπως σιωπηλή είναι η εξαφάνιση ενός άστρου που ακόμη βλέπουμε, αλλά έχει ήδη σβήσει.
📷 Τήνος, 15 Αυγούστου 1955.
© Robert A. McCabe

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου