Κάθε εκλογή, κάθε ενθρόνιση, κάθε πράξη της εκκλησιαστικής ιστορίας οφείλει να θυμίζει το «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8). Αν η εκλογή του εκκλησιαστικού άρχοντος δεν είναι καρπός Πνεύματος, είναι ψήφος συσχετισμών. Αν η κρίση του δεν πηγάζει από χάρη, πηγάζει από φόβο. Και αν μια Σύνοδος δεν συνεδριάζει ἐν Χριστῷ, συνεδριάζει ἐν ἀνασφαλείᾳ. Το Πνεῦμα δεν υπογράφει πρακτικά· ανασταίνει νεκρούς. Δεν καταγράφει, αλλά ζωοποιεί. Και η Εκκλησία που δεν πιστεύει πια στην ανάσταση, πιστεύει στις υπογραφές.
Αν κάποτε η Εκκλησία υπήρξε χώρος πνευματικής παρρησίας, σήμερα μοιάζει όλο και περισσότερο με θέαμα εξουσίας. Όπως ο Φουκώ περιέγραψε για το πειθαρχικό σώμα του κράτους, έτσι και το εκκλησιαστικό σώμα, φοβούμενο τη διάλυσή του, επινοεί τελετές ελέγχου, θεσμούς επιτήρησης, και μηχανισμούς πειθάρχησης. Η Σύνοδος λειτουργεί σαν πανοπτικό: όλοι βλέπουν όλους, αλλά κανείς δεν βλέπει το Πνεύμα.
Ο Μητροπολίτης Τυχικός δεν είναι το πρόβλημα· είναι το σύμπτωμα. Εκείνος υπήρξε το καθρέφτισμα μιας Εκκλησίας που δεν αντέχει την ελευθερία του χαρίσματος. Κάθε φορά που ένας Επίσκοπος κινείται από την αγάπη και όχι από τον φόβο, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της καταστολής. Όχι επειδή υπάρχει αίρεση, αλλά επειδή υπάρχει πνοή. Ο θεσμός που ιδρύθηκε για να διασώζει την ενότητα του Πνεύματος μετατράπηκε σε διαχειριστή των τύπων του. Οι ίδιοι που χειροτονούνται «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» αποφασίζουν «ἐν φόβῳ διοικητικῷ». Ο Χαν γράφει πως «η εξουσία στην εποχή της διαφάνειας μεταμφιέζεται σε φροντίδα». Έτσι, η πνευματική πειθαρχία βαπτίζεται ποιμαντική ευθύνη, και η καταστολή παρουσιάζεται ως θεραπεία. Όμως το Πνεῦμα ὁδηγεῖ ἐν ἀληθείᾳ πάσῃ (Ἰω. 16,13), όχι στα πρακτικά των συνεδριών. Ο Τυχικός υπήρξε υπάκουος στην ίδια την αρχή της ζωής: τίμησε το χαρισματικό στοιχείο, την αγιοσύνη που γεννιέται στην εμπειρία και όχι στα μητρώα. Γι’ αυτό κρίθηκε ένοχος. Γιατί το σύστημα εξουσίας καταδικάζει ό,τι δεν μπορεί να ελέγξει.
Η Ορθοδοξία γεννήθηκε μέσα από ανυπακοές. Ο Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ο Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος δεν υπήρξαν υπάκουοι· υπήρξαν πιστοί στο Πνεύμα πέρα από τις εντολές της εξουσίας. Η ανυπακοή τους δεν ήταν ανταρσία· ήταν μνήμη.
Ο Τυχικός στέκεται μέσα σ’ αυτήν την παράδοση: η πράξη του δεν είναι αντικανονική· είναι υπερκανονική. Ο Κανόνας είναι υπηρέτης της Χάριτος, όχι φύλακάς της.
Ο Καρμίρης γράφει πως «ὁ κανών, ὡς ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, μεταβάλλεται ὅταν μεταβληθῇ ἡ ἐμπειρία τοῦ Πνεύματος». Αν η εμπειρία σήμερα μεταβλήθηκε σε φόβο, τότε οι Κανόνες έχουν πάψει να είναι εκκλησιαστικοί· έγιναν εργαλεία διοίκησης. Το ότι ο Επίσκοπος τίμησε έναν άγιο που δεν είχε ακόμη αγιοκαταταγεί, δεν είναι σφάλμα· είναι θεολογική ακρίβεια. Διότι ο λαός αγιοκατατάσσει πολύ πριν η Σύνοδος το επικυρώσει, και αυτό ενοχλεί. Η Χάρις προπορεύεται των υπογραφών. Γι’ αυτό η ανυπακοή είναι ορθόδοξη στάση· είναι η μορφή με την οποία η πίστη αντιστέκεται στη διοικητική αυταπάτη.
Η θεσμική Εκκλησία, εγκλωβισμένη στην ανάγκη να φαίνεται ενωμένη, προτιμά τη σιωπή της αλήθειας από τον ήχο του Πνεύματος. Κανένα Πατριαρχείο δεν υπάρχει εκτός ιστορίας· αλλά η ιστορία δεν σώζει χωρίς προφητεία. Ο θεσμός που γεννήθηκε από μαρτύριο μετατράπηκε σε διπλωματία. Ο Πατριάρχης, ο οποίος υπερασπίστηκε άλλοτε το πρωτείο του Πνεύματος, κινδυνεύει να το υποκαταστήσει με το πρωτείο της πειθαρχίας. Η υπόθεση Τυχικού είναι ο καθρέφτης αυτής της μετάλλαξης: μια Εκκλησία που νομίζει ότι κυβερνά το Πνεύμα, ενώ στην πραγματικότητα διοικεί τη σιωπή του. Αν στηριχθεί στο γράμμα, θα δικαιώσει τη γραφειοκρατία· αν στηριχθεί στο Πνεύμα, θα θυμηθεί γιατί υπάρχει. Το δίλημμα είναι υπαρξιακό: ή θα μείνει φωνή του Πνεύματος, ή θα γίνει διαχειριστής της σιωπής του. Και τότε, η ιστορία θα γράψει ότι ο Τυχικός καθαιρέθηκε, αλλά το Πνεύμα παραιτήθηκε.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ειρωνικό από μια Εκκλησία που δικάζει τη ζωντανή της συνείδηση. Ενώ ο λαός αντιλαμβάνεται τον άγιο ως μάρτυρα, οι διοικητικοί επίσκοποι τον βλέπουν ως απειλή. Ενώ οι Πατέρες έγραφαν με δάκρυα, οι επίγονοί τους γράφουν αποφάσεις. Το Φανάρι αποκαλείται «Σεπτή Κορυφή», αλλά μοιάζει ολοένα και περισσότερο με βουνό από χαρτιά. Και στο τέλος, ίσως ο καθαιρεθείς να είναι ο μόνος που δεν έχασε την Χάριν. Η χειροτονία, όταν τελείται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, είναι αμετάκλητη· η αδικία που γίνεται στον δίκαιο είναι η μόνη δικαιοσύνη που καταγράφει ο ουρανός.
Η Εκκλησία, όπως την παρέλαβαν οι Πατέρες, δεν ήταν σύστημα εξουσίας, αλλά χάριτος. Δεν υπήρχε για να επιβάλλει, αλλά για να ενώνει. Οι πρώτες της Σύνοδοι δεν κρατούσαν πρακτικά· άφηναν μνήμη. Η φράση «ἔδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν» δεν ήταν απόφαση πλειοψηφίας· ήταν συμφωνία ψυχών. Η σημερινή Εκκλησία, αν θέλει να σωθεί, πρέπει να επιστρέψει σ’ αυτό το ρήμα: όχι να αποφασίζει, αλλά να φωτίζεται. Όχι να πειθαρχεί, αλλά να αγαπά. Η εξουσία που δεν αγαπά γίνεται τιμωρία· και η αγάπη που δεν τολμά, γίνεται συνένοχη.
Η λήθη αυτής της αγάπης γέννησε την κρίση της εποχής. Ο Τυχικός είναι η μορφή μέσα από την οποία το Άγιο Πνεύμα υπενθυμίζει ότι κανείς δεν μπορεί να ορίσει το άρρητο. Δεν τιμωρήθηκε επειδή παρέβη· τιμωρήθηκε επειδή πίστεψε. Και η Εκκλησία, όταν τιμωρεί την πίστη, χάνει το Ευαγγέλιο. Το μόνο που της απομένει τότε είναι να νομιμοποιεί την απουσία Του.
Το ζητούμενο δεν είναι να δικαιωθεί ένας άνθρωπος, αλλά να αναστηθεί μια συνείδηση. Να μετανοήσει η Εκκλησία ενώπιον του ίδιου της του Πνεύματος. Να ξαναμάθει την πράξη του Χριστού που έπλυνε πόδια, αντί να ευλογεί θρόνους. Να θυμηθεί πως ο Θεός δεν κατοικεί στα Πατριαρχεία, αλλά στις καρδιές των διωκομένων. Το Φως δεν έχει γραφεία· έχει μαρτυρία. Το Πνεύμα δεν εκλέγει διοικητές· εκλέγει καρδιές. Και κάθε φορά που ο θεσμός καθαιρεί έναν άνθρωπο του Θεού, το Πνεύμα βρίσκει εκεί την ευκαιρία να αναστηθεί.
Στα πρακτικά αυτά, τα οποία σώζονται ευλαβικά, η φωνή του Πνεύματος σπάνια ακούγεται. Οι Συνοδικές πράξεις έχουν πλέον τη δομή των διοικητικών αποφάσεων· ο Θεός επικυρώνεται με πλειοψηφία. Οι ψηφοφορίες των Συνόδων λειτουργούν σαν σκιές της εκλογής του Βαραββά· δημοκρατικά, αλλά εναντίον της αλήθειας. Ο τύπος της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης είναι άψογος — αλλά, όπως λέει ο Καβάσιλας, «ὁ τύπος οὐ σώζει, ἀλλ’ ἡ ζωή ἐν τῷ τύπῳ». Σήμερα η Εκκλησία κρατά μόνο τον τύπο. Η ζωή —το Πνεῦμα— λείπει.
Το πνεύμα των Συνόδων που καθαιρούν, επιτιμούν, πειθαρχούν, μοιάζει περισσότερο με πνεύμα δικαστικό παρά ευαγγελικό. Και αν κάποιος αναζητήσει στα πρακτικά τη χάρη, θα βρει την απουσία της. Διότι η Χάρις δεν καταγράφεται· η Χάρις διακρίνεται. Ο άγιος Χρυσόστομος το λέει με φρικτή σαφήνεια: «Ἡ ἐξουσία ἄνευ ἀγάπης, τυραννίς ἐστίν». Και κάθε φορά που η Εκκλησία επιχειρεί να σώσει τον εαυτό της μέσα από την εξουσία, χάνει το δικαίωμα να ονομάζεται Εκκλησία.
Ο Μητροπολίτης Πάφου Τυχικός, υπήρξε ακριβώς αυτή η σιωπηλή μαρτυρία: το σημείο όπου η εξουσία δοκιμάζει το μέτρο της πνευματικότητας και αποτυγχάνει. Δεν τιμωρήθηκε για κάποια παρανομία· τιμωρήθηκε γιατί η πίστη του δεν χωρούσε στα χαρτιά. Η Εκκλησία που τιμάει τους οσίους μεταθανατίως, τον τιμώρησε εν ζωή. Η αγιοσύνη, που κατά τα πρακτικά πρέπει να «επικυρώνεται συνοδικώς», προηγήθηκε της συνοδικής πράξης, κι αυτό ήταν το σφάλμα του.
Αν ανοίξει κανείς τα πρακτικά κάθε Συνόδου από την πρώτη έως τη σύγχρονη, θα δει ότι ο τύπος παραμένει ίδιος: αρχίζει «Ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» και τελειώνει με μια απόφαση εξουσίας. Ανάμεσα στις δύο επικλήσεις του Θεού —στην αρχή και στο τέλος— χωράει η ανθρώπινη βούληση, το μέτρο της πειθαρχίας, η αγωνία της ισορροπίας. Εκεί μέσα, ανάμεσα στο άνοιγμα και στο κλείσιμο, χάνεται το ίδιο το Πνεύμα. Γιατί το Πνεύμα, όπως γράφει ο Μ. Βασίλειος, «οὐκ ἐν ταῖς γραφαῖς κατοικεῖ, ἀλλ’ ἐν ταῖς καρδίαις». Κι όμως, η Εκκλησία σήμερα ψάχνει το Πνεύμα στα πρωτόκολλα.
Η Εκκλησία του Χριστού γεννήθηκε από πνοή —όχι από συνεδρίαση. Γεννήθηκε από την Πεντηκοστή, όχι από πρακτικά. Όταν το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε στους Αποστόλους, δεν ζήτησε ψήφο. Και όταν ο Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, δεν έκανε πρόβα υπακοής, αλλά υπόμνηση της αναρχίας της αγάπης. Κάθε φορά που ο θεσμός ξεχνά αυτό το νερό, η πίστη του μετατρέπεται σε απορρυπαντικό νομιμότητας.
Η Εκκλησία σήμερα έχει ανάγκη όχι από νέους κανόνες, αλλά από μετάνοια του θεσμού. Διότι όταν η υπακοή γίνεται υποκατάστατο της πίστης, το Πνεύμα θλίβεται. «Μή λυπεῖτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» (Ἐφ. 4,30), γράφει ο Παύλος — κι όμως, ολόκληρη η εκκλησιαστική διοίκηση έχει μεταβάλει τη θλίψη του σε κανόνα. Αντί να ακούν τη βοή του ουρανού, ακούν τα κλεισίματα φακέλων.
Η σημερινή θεολογική κρίση είναι εκκλησιολογική, αλλά στην ουσία της είναι πνευματική. Δεν είναι ότι χάθηκαν οι κανόνες· είναι ότι χάθηκε η μετάνοια. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φοβήθηκαν να διαφωνήσουν —γι’ αυτό η πίστη επέζησε. Οι Σύνοδοι της εποχής μας, όμως, δεν διαφωνούν· συμμορφώνονται. Κι εκεί αρχίζει η πνευματική σήψη. Διότι εκεί όπου δεν υπάρχει διάλογος, δεν υπάρχει Πνεύμα.
Ο Τυχικός, μ’ αυτή την έννοια, δεν υπήρξε αντικανονικός· υπήρξε προφητικός. Η ανυπακοή του ήταν η μόνη πράξη υπακοής στην αρχή της Εκκλησίας: να μαρτυρεί την αλήθεια χωρίς φόβο για την τάξη. Όπως ο Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής αρνήθηκε να θυσιάσει την αλήθεια στο όνομα της ειρήνης, έτσι κι εκείνος θυσίασε την ειρήνη για να διασώσει την αλήθεια.
Ο Τυχικός στέκεται σ’ αυτή την παράδοση. Η πράξη του δεν είναι «αντικανονική»· είναι υπερκανονική. Κατηγορήθηκε, λένε, επειδή χειροτόνησε ιερέα χωρίς την τυπική διαδικασία, και επειδή εκείνος, κατά τη θεία λειτουργία, μνημόνευσε τον επίσκοπό του και όχι τον διοικητικά υπεύθυνο της περιφέρειας· επειδή τόλμησε να θυμηθεί ότι η σχέση της Εκκλησίας δεν είναι ιεραρχική αλλά ευχαριστιακή. Κατηγορήθηκε γιατί εγκαινίασε έναν ναό αφιερωμένο σ’ έναν άνθρωπο του Θεού, τον οποίο ο λαός ήδη αναγνώριζε ως άγιο, πριν προλάβει η Σύνοδος να τον «εγκρίνει». Κατηγορήθηκε γιατί έδωσε ευλογία σε αναβαπτίσεις πιστών που ζητούσαν καθαρή συνείδηση, όχι ως πράξη αλαζονείας, αλλά ως υπενθύμιση της κάθαρσης του ύδατος. Κατηγορήθηκε ακόμη γιατί συναναστράφηκε με αποτειχισμένους κληρικούς, όχι για να σχίσει το ένδυμα της Εκκλησίας, αλλά για να ράψει τις πληγές εκείνων που ένιωθαν έξω απ’ αυτήν. Κι όλες αυτές οι πράξεις, που μαρτυρούν μιαν ευθύνη της πίστης, βαφτίστηκαν «αδικήματα». Δεν κατηγορήθηκε για αίρεση· κατηγορήθηκε για ελευθερία.
Η ανυπακοή, όταν δεν γεννιέται από εγωισμό αλλά από πίστη, είναι μορφή αγιότητας. Είναι η στιγμή που ο άνθρωπος αρνείται να υποκύψει στην αδικία του τύπου για να υπακούσει στην αλήθεια της χάρης. Ο Τυχικός δεν αντέδρασε εναντίον της Εκκλησίας· στάθηκε μέσα της ως μνήμη του ίδιου της του πυρήνα: ότι το Πνεύμα δεν δεσμεύεται από κανονισμούς, αλλά τους γεννά. Δεν είπε «όχι» στην υπακοή, αλλά «ναι» σε μια βαθύτερη υπακοή — στην αλήθεια που προηγείται του φόβου. Γι’ αυτό η πράξη του, φαινομενικά ανυπάκουη, υπήρξε πράξη ακραίας πιστότητας.
Η ανυπακοή του Τυχικού είναι, στην ουσία, η υπενθύμιση ότι η Εκκλησία υπάρχει μόνο όσο χωρά το ρήγμα. Ότι το Πνεύμα χρειάζεται τόπο να φυσήξει, και ο τόπος αυτός είναι η ρωγμή της κανονικότητας. Ο ανυπάκουος πιστός δεν καταλύει την Εκκλησία — τη διασώζει. Γιατί εκεί όπου οι θεσμοί φοβούνται να μετανοήσουν, ο ανυπάκουος θυμίζει την ελευθερία της χάρης. Κάθε ανυπακοή που προέρχεται από την αγάπη είναι, τελικά, μορφή ανώτερης υπακοής: υπακοής στην ίδια την αλήθεια του Θεού, η οποία, όπως και το Πνεῦμα, «οὗ θέλει πνεῖ».
Η ειρωνεία είναι ότι κάθε καθαίρεση που επιδιώκει να σώσει το κύρος της Εκκλησίας, αποδεικνύει την απώλειά του. Ο μηχανισμός της θεσμικής αυτοπροστασίας, που αποβάλλει τα χαρισματικά σώματα για να επιβιώσει, λειτουργεί ακριβώς όπως το ανοσοποιητικό που σκοτώνει τον ίδιο τον οργανισμό για να τον προστατεύσει. Κάθε φορά που η Εκκλησία καθαιρεί έναν δίκαιο, καθαιρεί τη μνήμη του Χριστού.
Κι αν τα πρακτικά των Συνόδων διασώζουν τις αποφάσεις των ανθρώπων, η ιστορία της Εκκλησίας διασώζει την κρίση του Θεού. Οι αιώνες γνωρίζουν πια πως τα ονόματα των καθαιρεθέντων συχνά λάμπουν στα Συναξάρια, ενώ οι υπογραφές των καθαιρετών σκονίζονται στα αρχεία.
Η πνευματική αποστολή της Εκκλησίας δεν μπορεί να σωθεί αν δεν ξαναθυμηθεί τη μαθητεία. Ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Πρώτος, δεν φόρεσε εγκόλπιο· ἔπλυνε πόδια. Και κάθε φορά που η Εκκλησία ξεχνάει εκείνη τη λεκάνη και θυμάται μόνο το σκήπτρο, προδίδει το ίδιο της το Ευαγγέλιο. Ο αληθινός οικουμενικός θρόνος δεν είναι στην Κωνσταντινούπολη· είναι στο ανυπόδητο πάτωμα του Υπερώου, εκεί όπου το Πνεύμα φυσά χωρίς φρουρούς.
Όταν η Εκκλησία το καταλάβει αυτό, τότε και μόνο τότε θα λυτρωθεί από τον φόβο των καθαιρέσεων και θα ξαναβρεί το μεγαλείο της ταπείνωσης. Γιατί μόνο τότε θα θυμηθεί πως το Πνεύμα δεν καταγράφεται, δεν υπάγεται, δεν εγκρίνεται — αλλά απλώς κατέρχεται. Και όταν κατέρχεται, δεν χρειάζεται Σύνοδο. Χρειάζεται μόνο έναν που πιστεύει.
Η Εκκλησία, όπως την παρέλαβαν οι Πατέρες, δεν ήταν σύστημα εξουσίας, αλλά σύστημα χάριτος. Δεν υπήρχε για να επιβάλλει, αλλά για να ενώνει. Οι πρώτες της σύνοδοι δεν ήταν γραφεία αποφάσεων, αλλά πνευματικές αναπνοές: προσευχές εν σώματι. Η φράση «ἔδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πρ. 15,28) δεν σήμαινε ποτέ ισότητα ψήφου, αλλά εναρμόνιση του ανθρώπινου νου με τη θεία πνοή. Ήταν η πρώτη μορφή συνέλευσης όπου η ελευθερία της καρδιάς δεν έπαιρνε εντολές, αλλά λάμβανε φως.
Η σημερινή Εκκλησία, αν θέλει να σωθεί από την απολίθωσή της, οφείλει να επιστρέψει σε εκείνο το ρήμα — «ἔδοξεν». Όχι να αποφασίζει, αλλά να φωτίζεται. Όχι να τιμωρεί, αλλά να συγκαταβαίνει. Η θεσμική Εκκλησία έμαθε να κυβερνά, αλλά ξέχασε να αγαπά. Κι όταν ξεχνάς να αγαπάς, καμιά εκλογή, κανένα πρωτείο, κανένα Πατριαρχείο δεν σε σώζει.
Αυτή η λήθη της αγάπης είναι που δημιούργησε και την υπόθεση που σήμερα αποκαλείται Τυχικός. Όχι γιατί ο ίδιος έσφαλε, αλλά γιατί φανέρωσε την αδυναμία του θεσμού να διακρίνει τη φωνή του Πνεύματος από τη φωνή της συνήθειας. Ο άνθρωπος της πίστης έγινε ενοχλητικός επειδή δεν ήξερε να υπολογίζει. Όπως οι προφήτες που θύμιζαν στον λαό ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε ναούς χειροποίητους, έτσι κι αυτός θύμισε πως η αγιότητα προηγείται των υπογραφών.
Η Εκκλησία των Συνόδων, όσο δεν μετανοεί, θα συνεχίσει να καθαιρεί τους φορείς της ζωής. Θα συνεχίσει να διαλέγει την ασφάλεια αντί για το μυστήριο, τη νομιμότητα αντί για τη χάρη, τη λογική αντί για το δάκρυ. Αλλά καμιά Σύνοδος δεν σώζει χωρίς δάκρυ. Γιατί η χάρη δεν είναι απόφαση, είναι πληγή — κι εκείνος που δεν πληγώνεται από τον αδελφό του, δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό.
Ο κόσμος γύρω αλλάζει· η ιστορία κουράστηκε από το δόγμα. Ο μόνος τρόπος να υπάρξει Εκκλησία στον 21ο αιώνα είναι να γίνει και πάλι Πνεύμα. Να καταργήσει τις δομές που την φυλακίζουν και να θυμηθεί πως η εξουσία της δεν είναι θεσμική, αλλά ευχαριστιακή. Ο άρτος δεν τεμαχίζεται για να διανεμηθεί εξουσία· τεμαχίζεται για να μεριστεί ζωή. Κι εκεί, στην πράξη της θυσίας, βρίσκεται όλη η θεολογία της Εκκλησίας.
Το Φως δεν κατοικεί στο Πατριαρχείο, ούτε στους θρόνους· κατοικεί στους ταπεινούς που ακόμη πιστεύουν. Το Πνεύμα δεν εκλέγει διοικητές· εκλέγει καρδιές. Και κάθε φορά που ένα θεσμικό σώμα προσπαθεί να καθορίσει τη Χάρη, ο Θεός επιλέγει έναν καθαιρεμένο για να την ξαναδώσει. Αυτό συνέβη στους αιώνες: οι καθαιρεθέντες έγιναν άγιοι, και οι διοικούντες έμειναν στις υποσημειώσεις.
Το ζητούμενο δεν είναι να δικαιωθεί ένας άνθρωπος, αλλά να αναστηθεί μια συνείδηση. Η Εκκλησία, για να αναστηθεί, πρέπει πρώτα να μετανοήσει ενώπιον του ίδιου της του Πνεύματος. Να σκύψει το κεφάλι μπροστά στη φωνή που αποστράφηκε —όχι να τη φιμώσει. Γιατί αν το Άγιο Πνεύμα λυπηθεί οριστικά, τότε δεν θα υπάρχει τίποτε για να υπερασπιστεί κανείς· ούτε δόγμα, ούτε τάξη, ούτε Πατριαρχείο.
Το μέλλον της Εκκλησίας δεν θα κριθεί από την πιστότητα στους κανόνες, αλλά από τη δύναμη της μετάνοιας. Και η μετάνοια δεν είναι ιδεολογία· είναι τρόπος. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός πλένει τα πόδια των ανθρώπων κάθε φορά που εκείνοι νομίζουν ότι κυβερνούν εκ μέρους Του. Εκεί, στην ταπείνωση της χειρονομίας, γεννιέται η Εκκλησία του μέλλοντος: όχι η Εκκλησία των διοικήσεων, αλλά η Εκκλησία των δακρύων.
Και τότε, όταν πια δεν θα υπάρχουν Πατριάρχες να αποφασίζουν και Αρχιερείς να καθαιρούν, αλλά άνθρωποι που θα πλένουν ο ένας τα πόδια του άλλου, ίσως να ακουστεί ξανά εκείνη η παλαιά φράση που κανένα πρακτικό δεν μπορεί να διαγράψει:
«Ἔδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν».
Μέχρι τότε, η Εκκλησία θα περιμένει. Και όσοι καθαιρέθηκαν άδικα, θα γίνονται κάθε μέρα πιο δυνατοί — γιατί δεν έχουν τίποτα να υπερασπιστούν εκτός από την αλήθεια. Εκείνοι είναι που κρατούν ακόμη ζωντανή την ελπίδα ότι κάποτε, όταν το τελευταίο πρακτικό θα έχει κιτρινίσει και οι τελευταίες υπογραφές θα έχουν σβήσει, το Άγιο Πνεύμα θα ξαναμιλήσει.
Κι όταν μιλήσει, δεν θα το κάνει με ήχο συνόδου, αλλά με τη σιωπή της συγχώρησης.
Κι αύριο, όταν συγκεντρωθούν οι πατέρες της Συνόδου του Φαναρίου για να λειτουργήσουν στις επαρχίες τους, πριν φορέσουν τις μήτρες και τα άμφια της τάξης, ας περάσουν για λίγο πίσω από την Αγία Τράπεζα, εκεί όπου οι ναοί κρύβουν πάντοτε έναν καθρέφτη —όχι για να διορθώσουν τα μαλλιά τους ή να βεβαιωθούν για το χρυσό των στολών, αλλά για να αντικρίσουν, έστω για μια στιγμή, εκείνον που λείπει απ’ όλες τις αποφάσεις τους: τον εαυτό τους. Ας δουν αν στο βλέμμα που θα συναντήσουν κατοικεί ακόμη το Άγιο Πνεύμα ή μονάχα ο φόβος της απώλειας κύρους. Κι αν αντικρίσουν έναν άνθρωπο κουρασμένο από τις ψευδαισθήσεις της εξουσίας, ας θυμηθούν ότι αυτός ο καθρέφτης δεν είναι κόσμημα, αλλά κρίση· είναι το μάτι του Θεού που δεν ψηφίζει, αλλά διαβάζει καρδιές. Και τότε, ίσως, για μια στιγμή πριν από τη Θεία Ευχαριστία, να νιώσουν πως το μόνο πραγματικό θαύμα δεν είναι να μεταβάλουν τον Άρτο σε Σώμα, αλλά να μεταβληθούν οι ίδιοι από διοικητές σε μαθητές —όπως Εκείνος που έπλυνε πόδι… ψαράδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου