Ο πατήρρ Ιλαρίων Αργάτου,
γνωστός στην χώρα και στο εξωτερικό ως ένας από τους μεγάλους πνευματικούς και
εξορκιστές, καταγόνταν από μια οικογένεια χωρικών από το χωριό Κοιλάδα
Γκλόντουλουι , νομός Σουτσεάβα.
Στην αρχή της διακονίας
του ήταν ιερέας, στην ενορία Μποροάϊα, μετά δε τον θάνατο της συζύγου του, της
διακεκριμένης πρεσβυτέρας Τζωρτζέτας, έγινε μοναχός στην Μονή Άντιμ στο
Βουκουρέστι. Έπειτα μετακινήθηκε στην Μονή Καλνταρουσάνι, πλησίον του Σναγκόβ
και το τελευταίο μέρος της ζωής του, το
πέρασε ως άξιος λειτουργός
της Μονής Τσέρνικα κοντά στο Βουκουρέστι.
Ασπάσθηκε την πνευματική ζωή και πήρε παράδειγμα προσφοράς και ιερατικής
ζωής από τον θείο του από την μεριά της μητέρας του Επιφάνιo Κρατσιούν, ηγούμενο της
Μονής Κουκόσουλ στην Ντόμπροτζα.
Ο πατήρ Ιλαρίων γεννήθηκε στην
Βάλεα Γκλόντουλουι, στις 2 Αυγούστου του 1913. Ο πατέρας του ονομαζόταν
Αλέξανδρος και η μητέρα του Μαρία (το
γένος Κρατσιούν). Ο πατέρας του, Αλέξανδρος Αργάτου (μετα τον γάμο των εννέα
παιδιών του και τον θάνατο της συζύγου του, έγινε γνωστός με το όνομα Αθανάσιος
Αργάτου, καθώς ασπάσθηκε τον μοναχισμό ως καλόγερος στην Μονή Νεάμτς), ήταν
ένας από τους υπεύθυνους για τα κοινά του χωριού. Πολέμησε στο μέτωπο κατά την
διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν πρόεδρος του χωριού Βάλεα
Γκλόντουλουι, για αρκετό διάστημα.
Ο πατήρ Ιλαρίων ήταν ο μεγαλύτερος
από τους γιούς του Αλέξανδρου Αργάτου. Το βαπτιστικό του ήταν Ιοάν. Η ηθική και
εκκλησιαστική εκπαίδευση που έλαβαν και έζησαν μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο,
καθοδήγησαν τον μεγαλύτερο γιό Ιοάν και τον μικρότερο Βασίλε, να
ακολουθήσουν τον δρόμο της ιερωσύνης.
Από μικρό παιδί είχε εμπειρίες οι
οποίες, τον ενδυνάμωσαν και τον ώθησαν να ακολουθήσει την πνευματική οδό και να
λάβει το χάρισμα του εξορκισμού. Η εμπειρία του γέροντος Ιλαρίωνα στον αγώνα
του εναντίον «του κακού» άρχισε όταν συνάντησε τον διάβολο στο μέσο της νύχτας
και ενώ όταν ήταν μόνος, σε ηλικία εννέα ετών στον κήπο με τα ζαρζαβατικά, έξω
από το χωριό, κάπου στον κάμπο. Το θάρρος και την τόλμη τα κέρδισε τότε και τα
ενίσχυσε με κάθε εμπειρία που έζησε κατά την διάρκεια της ζωής του.
Πήγε στο πεντατάξιο σχολείο στην
Βάλεα Γκλόντουλουι, και έπειτα από υπόδειξη του θείου του, στο Θεολογικό Λύκειο
του Τσερναούτσι και στην συνέχεια στην Θεολογική Σχολή του Τσερναούτσι.
Παράλληλα με την Θεολογία φοίτησε και στην Στρατιωτική Σχολή του Μπακάου. Αφού
απεφοίτησε από την Θεολογική Σχολή και την Στρατιωτική Σχολή με τον βαθμό του
υπολοχαγού, εντάχθηκε στον στρατό. Στάλθηκε ως αξιωματικός στο Μεγάλο Καρέι
κοντά στα σύνορα με την Ουγγαρία. Παρακολούθησε επίσης και τα μαθήματα της
σχολής «Κοινωνικού Λειτουγού» που ιδρύθηκε από το Υπουργείο Παιδείας εκείνη την
εποχή, της σχολής Ντιμίτριε Γκούστι(1933-1934).
Στις 10 Νοεμβρίου του 1940
παντρεύτηκε την κόρη του ιερέως Σεμπάστιαν Μιχαηλέσκου από το Οτιτσένι του
νομού Σουτσεάβα. Μετά τον γάμο του εγκατάλειψε την στρατιωτική του καριέρα και
κατέθεσε αίτηση στην Μητρόπολη της Μολδαβίας για να χειροτονηθεί ιερέας στην
ενορία Ονιτσένι, όντας βοηθός ιερέας του πεθερού του. Αργότερα, μεταφέρθηκε από
την ενορία Ονιτσένι στην ενορία Ιονεάσα και από εκεί στην ενορία Μποροάϊα, όπου
έθεσε τα θεμέλια μια νέας εκκλησίας, την οποία θα ανεγείρει αργότερα εξ’ αιτίας
κάποιων γεγονότων που συνέβησαν στην οικογένειά του και στον ίδιο τον γέροντα.
Από τον γάμο του απέκτησε πέντε
παιδιά (τον Στεφάν, την Γκαμπριέλα, τον Αλεξάνδρο, τον Ιοάν, και την
Άννα) όλοι ιερείς και πρεσβυτέρες. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός του
εκπλήρωσε μία από τις τρείς επιθυμίες που είχε στην ζωή του: Να ανεγείρει μια
Εκκλησία, να γίνουν όλα τα παιδιά του ιερείς και πρεσβυτέρες και μετά τον θάνατό του να ταφεί στην Ιερουσαλήμ.
Η τρίτη του επιθυμία έμεινε ανεκπλήρωτη. Όλα του τα παιδιά σπούδασαν, και ήταν πολύ φρόνιμα, παρόλο που δοκιμάστηκαν από την μοίρα, καθώς
ο γέροντας ήταν διωκόμενος και τον παρακολουθούσαν οι αρχές. Τα αγόρια
προκειμένου να γίνουν δεκτά στο Θεολογικό Λύκειο έπρεπε να εγγραφούν στο μητρώο
της οικογένειας του μικρότερου αδερφού
του γέροντα, στην οικογένεια του ιερέως Αργάτου Βασίλε.
Τα πρώτα του χρόνια ως ιερέας τα
πέρασε σε καιρούς δύσκολους, την κομμουνιστική εποχή, την εποχή που οι ιερείς
διώκονταν, φυλακίζονταν, πήγαιναν εξορία στο Κανάλι του Δούναβη – Μαύρη Θάλασσα.Οι
ιερείς που δεν ήσαν αρεστοί στο καθεστώς συκοφαντούνταν και με βάση τις
ψεύτικες κατηγορίες συλλαμβάνονταν, φυλακίζονταν και στην συνέχεια τους
έστελναν στο Κανάλι.
Και ο γέροντας Ιλαρίων έγινε ανεπιθύμητος, καθώς προσευχόταν
πολύ, ο κόσμος τον αναζητούσε και ήθελε να ανεγείρει μια Εκκλησία, κάτι που δεν
άρεσε στο καθεστώς. Έτσι του απαγορεύτηκε να δέχεται κόσμο στο σπίτι του,υποχρεώθηκε
να συντομεύει την Θεία Λειτουργία έτσι που την Κυριακή το πρωί στις εννέα να
έχει τελειώσει και να παρουσιάζεται στις συνεδριάσεις του κόμματος που
διοργανώνονταν στο Δημαρχείο και να παροτρύνει τον κόσμο να πάει στους αγρούς.
Είναι αντιληπτό το ότι ο γέροντας δεν υπάκουε σε αυτά, γεγονός που έκανε τις
αρχές να τον ανακηρύξουν εχθρό του καθεστώτος και εχθρό του λαού. Για να
μπορέσουν να τον συλλάβουν, ανάγκασαν 39 άτομα να κάνουν δήλωση από την οποία
να προκύπτει ότι ο ιερέας Αργάτου Ιοάν διατάρασσε την δημόσια τάξη. Βρέθηκαν ανάμεσα
στους κατήγορους και κάποιοι πιο ένθερμοι , οι οποίοι υπεδείκνυαν και το πώς να
τιμωρηθεί « ο παπά-Αργάτου»:
Ένας ζήτησε «να του βγάλουν τα μάτια με μια μικρή
πένα» ( ο Ταλβάρ, αρχηγός της Αστυνομίας
της Μποροάϊα – ο οποίος πέθανε στο Μπακάου, επαίτης, τυφλός, με πόνους και
βάσανα, λέγοντας σε όλους πως « ο παπάς Αργάτου μου έβγαλε τα μάτια με την
μικρή πένα»).
Άλλος έγραψε:«Να του συμβεί(σκηνοθετηθεί)ένα αυτοκινητιστικό
ατύχημα», και ο οποίος μετά από λίγο καιρό πέθανε σε ένα φρικτό αυτοκινητιστικό
ατύχημα.Άλλοι έγραψαν: να απαγχονιστεί, άλλοι να εκτελεστεί, να μαχαιρωθεί,
κ.α. Όλοι αυτοί που ζήτησαν την θανάτωση του γέροντα, πέθαναν με θάνατο
παρόμοιο με αυτόν που ζήτησαν για τον
γέροντα.
Έτσι στις 18 Ιουλίου του 1948, το
αυτοκίνητο του Δημάρχου ακολουθούμενο από ένα στρατό αστυνομικών, πήγαν στο
Δημαρχείο, στην Εκκλησία της Μποροάϊα και στο σπίτι του γέροντα για να τον συλλάβουν.
Εκείνη την ώρα ο γέροντας είχε πάει σε μια γριά άρρωστη για να την κοινωνήσει.
Από εκείνη έμαθε ο πατήρ Ιλαρίωνας για την δήλωση εκείνων των 39 ατόμων και τι έγραψε ο
καθένας τους. Κατά την επιστροφή του προς το σπίτι, ο Θεός δεν τον άφησε να
πάει προς το χωριό αλλά τον οδήγησε προς μια παράκαμψη. Εκεί συνάντησε τον γέρο
Τοντιρίκα, ο οποίος του είπε:
«Πάτερ, μην πάτε προς το σπίτι γιατί είναι γεμάτο
με αστυνομικούς και στο Δημαρχείο και στην Εκκλησία και θα σας συλλάβουν».
Τότε
ο γέροντας είπε στον Τοντιρίκα: «Πήγαινε
και πες στην σύζυγό μου να είναι ήσυχη, να μην φοβάται καθώς εγώ ξέρω να
φυλαχθώ». Από εκείνη την στιγμή ο γέροντας πήρε τον δρόμο της περιπλάνησης και
της εξορίας για 16 έτη. Ήξερε ότι άμα τον συνελάμβαναν δεν θα γλύτωνε τον
θάνατο και ότι ήθελαν να τον σκοτώσουν. Για ενδυνάμωση του ήρθαν στην σκέψη τα
λόγια του Σωτήρα : «πρὸ δὲ τούτων
πάντων ἐπιβαλοῦσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ διώξουσι, παραδιδόντες εἰς
συναγωγὰς καὶ φυλακάς, ἀγομένους ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός
μου· (Λουκάς 21,12).
Αυτό ήταν χειρότερο από την φυλακή. Στην φυλακή έχεις ένα κατάλυμα, λίγο
φαγητό, ένα κρεβάτι, προφυλάγεσαι από το κρύο και τον πάγο, και εκεί λίγες
είναι οι ευκολίες, αλλά υπάρχουν, ενώ η αυτοεξορία του γέροντα ήταν
απερίγραπτη. Παντού δόθηκε η φωτογραφία του γέροντος Ιλαρίωνα και ορίστηκε
αμοιβή επί της κεφαλής του για εκείνον που θα τον καταδώσει. Με αυτά που
φορούσε όταν έφυγε, με αυτά έμεινε όλον τον καιρό τόσο το καλοκαίρι όσο και τον
χειμώνα . Κανένας δεν ήξερε που κρυβόταν. Έναν ολόκληρο χειμώνα τον πέρασε στο
πατάρι της Εκκλησίας και πότε πότε κατέβαινε κάτω στην Εκκλησία για να ζεσταθεί,
καθώς κάτω δεν έκανε τόσο κρύο. Έμεινε στην αποθήκη με τα δημητριακά, στους
στάβλους, στο πατάρι με τα άχυρα των πεθερικών του στο Ονιτσένι; Ανάμεσα σε δυο
τοίχους στο πατρικό σπίτι στην Βάλεα Κάλντουλουι, χωρίς σόμπα, χωρίς κρεβάτι,
χωρίς αέρα και χωρίς να βλέπει το φως της ημέρας για χρόνια ολόκληρα, στριμωγμένος
σε ενάμιση μέτρο (ούτε στην φυλακή δεν βρίσκεις τέτοιο μέρος)
Επίσης στο υπόγειο
του σπιτιού στην Μποροάϊα, στο καλάθι της καρότσας με το καλαμπόκι, στον στάβλο
των ζώων, κ.τ.λ. Τοποθετήθηκαν 2-3 φρουρές αστυνομικών στο σπίτι στην Μποροάϊα,
στους γονείς στην Βάλεα Γκλόντουλουι και στους πεθερούς του στο Ονιτσένι , για
να φυλάνε και να παρακολουθούν μήπως εμφανιστεί ο γέροντας.
Όλον αυτόν τον καιρό,
ο γέροντας είχε πολλές θείες εμπειρίες και την προστασία του Θεού. Εκείνη η περίοδος αποτέλεσε για τον γέροντα
την πιο υψηλή σχολή για την εν Θεώ ζωή. Τότε ανακάλυψε ο γέροντας πολλά έργα
που κάνει ο Θεός με τον άνθρωπο. Βρήκε ο γέροντας πολλές απαντήσεις σε ένα
πλήθος προβλημάτων που απασχολούν την
ζωή ενός ανθρώπου. Τότε είχε ο γέροντας την εμπειρία της κόλασης και των
αληθινών βασάνων που υπάρχουν εκεί και ποιού είδους είναι. Την ίδια ώρα του
δόθηκε το χάρισμα να βλέπει το πρόσωπο των αγγέλων και των διαβόλων και το πώς
ενεργούν; Τότε ανακάλυψε τον κόσμο, το πρόσωπο του κόσμου και πως αυτός
λειτουργεί. Όλα αυτά είναι σημειωμένα από τον γέροντα. Όλα αυτά συνέθεσαν την
πλούσια εμπειρία του ως εξορκιστή, για την οποία υπήρξε ζήλια από μέρους
ορισμένων και μη κατανόηση από άλλους.
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1964, τα αστυνομικά
όργανα βρήκαν τον γέροντα, τον οποίο κατέδωσε η γειτόνισσα του,η Νιστορεάσα Φρασίνα που είχε το τζάμι του σπιτιού προς
την αυλή του γέροντα και η οποία ειδοποίησε τις αρχές ότι ο γέροντας είναι στο
σπίτι και ότι βγαίνει έξω στην αυλή μετά τα μεσάνυχτα, για να πάρει αέρα. Και επειδή είχε βγει πριν δύο χρόνια διάταγμα
για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, αφού ανακρίθηκε στην Αστυνομία
της Σουτσεάβα, ο γέροντας αφέθηκε ελεύθερος. Με αυτόν τον τρόπο ανέλαβε ξανά
την Ενορία της Μποροάϊα, την οποία είχε αναλάβει ο ιερέας Μίρτσεα Ντιακονέσκου
ο οποίος έφυγε στην συνέχεια για την ενορία από την οποία είχε έρθει. Αλλά η
δίωξη κατά του γέροντα δεν τελείωσε. Ήταν σε έναν συνεχή ψυχρό πόλεμο με τις
αρχές, πάντα τον παρακολουθούσαν και τον κακολογούσαν. Στην συνέχεια συνάντησε
μεγάλες δυσκολίες με τις αρχές προκειμένου να ανεγείρει την Εκκλησία της
Μποροάϊα. Το κομμουνιστικό καθεστώς δεν επέτρεπε την ανέγερση εκκλησιών
και για τον λόγο αυτό δεν έδιναν
οικοδομικές άδειες. Με μεγάλες ηθικές και υλικές προσπάθειες ανεγέρθηκε η
Εκκλησία και έγινε ο αγιασμός της, λειτουργώντας σε αυτήν συνέχώς.
Μετά τον γάμο των παιδιών και τον
θάνατο της πρεσβυτέρας Τζωρτζέτας, η επιθυμία του γέροντος Ιλαρίωνα ήταν να αποσυρθεί
στην Ιερουσαλήμ, για να ζήσει και να πεθάνει εκεί. Αλλά ήταν αντίθετες σε αυτό
τόσο οι Κρατικές αρχές όσο και οι εκκλησιαστικές. Του δόθηκαν οδηγίες να μονάσει και να πάει σε ένα Μοναστήρι και μόνο τότε θα μπορούσε να πάει στην
Ιερουσαλήμ, ως ιερομόναχος. Αλλά δεν έμελλε να συμβεί έτσι. Την Ιερουσαλήμ και
το Άγιο Όρος τα είδε, αλλά ως επισκέπτης. Έτσι μπήκε στο κοινόβιο ως
ιερομόναχος στην Μονή Άντιμ στο Βουκουρέστι. Εδώ από την ζήλεια των ιερέων,
επειδή ερχόταν πολύς κόσμος και αναζητούσε τις προσευχές του γέροντα,
μεταφέρθηκε σε μία Μονή που θεωρείτο εξορία για τους ιερείς, την Μονή
Καλνταρουσάνι, όπου παρέμεινε μερικά χρόνια Και εδώ τον ανακάλυψε ο κόσμος παρόλο ότι δεν υπήρχαν πολλά μεταφορικά μέσα,
καθώς η περιοχή ήταν απομονωμένη από τον κόσμο και οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Από εδώ,
μετακόμισε και σταθεροποιήθηκε μέχρι την τελευταία του πνοή στην Μονή Τσέρνικα
την οποία ονόμαζε «η παραδεισένια μου γωνιά».
Στις 11 Μαϊου του 1999 έφυγε από
την ζωή στην Μονή Τσέρνικα (κοντά στο Βουκουρέστι). Το πρωί εκείνης της ημέρας
έλεγε στον κόσμο που ήταν στην προσευχή: «Παρακαλέστε
την Παναγία, με το έλεος του Θεού, το βράδυ θα φύγω» γνωρίζοντας την ημέρα
που θα έφευγε προς την αιωνιότητα.
Ετάφη με την φροντίδα του γιού
του Αλεξάνδρου Αργάτου, στην Εκκλησία της Μποροάϊα (Γυναικείο Μοναστήρι), κοντά
στην πρεσβυτέρα Τζωρτζέτα στην εκκλησία που είχε ο ίδιος ανεγείρει. Στην ταφή
του παρέστησαν τρείς ιεράρχες: ο Σεβασμιώτατος αρχιεπίσκοπος Ποιμήν Σουτσεάβας
και Περιχώρων, ο Θεοφιλέστατος επίσκοπος Γεράσιμος των Περιχώρων και ο Σεβασμιώτατος
Θεοδόσιος Αρχιεπίσκοπος Τόμις ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου, ακολουθούμενοι
από εκατόν πενήντα ιερείς, διακόνους, μοναχούς και μοναχές από τα μοναστήρια
της χώρας και πλήθος κόσμου, πάνω από
πέντε χιλιάδες πιστοί που είχαν έρθει από όλες τις γωνιές της χώρας.
Μετά από επτά έτη, εκταφιάστηκε σε
άγια κατάσταση, άφθαρτος και με το σώμα του να ευωδιάζει. Τοποθετήθηκε σε μια
λάρνακα πάνω από τον τάφο του στον νάρθηκα της εκκλησίας, γεγονός για το οποίο
έγινε εκτενής αναφορά στον τοπικής και
εθνικής εμβέλειας τύπο καθώς και στην κρατική τηλεόραση.
π. Ιοάν Αργάτου
Διαβάστε και Έρχονται δύσκολοι καιροί επειδή λιγόστεψε η πίστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου