«Τη χαρά του Γέροντος Τρύφωνα δεν την έχω εγώ. Ζει παρέα με τα πουλιά».
Ο Γέροντας Ιωάσαφ του είπε: «Γέροντα δεν έχει ούτε ένα πουλί ο τόπος».
«Πως δεν έχει μπρε», απάντησε
. Φώναξε, και αμέσως γέμισε ο τόπος από πολλά και διάφορα πουλιά του δάσους, που κάθονταν άφοβα στο χέρι του, στο σκουφί του και γύρω του τιτιβίζοντας και πετώντας χαρούμενα. Ήταν ένα εξαίσιο και διδακτικό θέαμα.
Τη χαρά και την ειρήνη του φτωχού κι εγκαταλειμμένου Γερο-Τρύφωνα δεν είχαν ούτε πλούσιοι ούτε άρχοντες. Τον συντρόφευαν και τον υπάκουαν τα στρουθιά τ’ ουρανού.
Τη χαρά και την ειρήνη του φτωχού κι εγκαταλειμμένου Γερο-Τρύφωνα δεν είχαν ούτε πλούσιοι ούτε άρχοντες. Τον συντρόφευαν και τον υπάκουαν τα στρουθιά τ’ ουρανού.
Το κελί του ήταν ένα αχούρι, που έμπαζε από παντού νερό και αέρα, τα ρούχα του παλιά και λερωμένα, η τροφή του χόρτα και πάλι χόρτα. Κι όμως δεν παραπονιόταν για τίποτε. Ήταν ικανοποιημένος, ευχαριστημένος και αληθινά χαρούμενος. Έκλαιγε για τις αμαρτίες του. Οίκτηρε τον εαυτό του. Τι έκανα εγώ, έλεγε, μπροστά στους μεγάλους άθλους των άγιων; Προσευχόταν με άκοπα, γλυκά, θερμά δάκρυα, κατά τον όσιο ’Ιωάννη της Κλίμακος, ο αφανής και άδοξος αυτός ασκητής της αιγοτρόφου Καψάλας....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου