Βασιλείου Μουστάκη
ΔΕΝ ΕΧΩ...». Ήταν απ' αρχής πλούσιος αγαπητοί μου αδελφοί. Τώρα, μετά την εξαιρετικά μεγάλη συγκομιδή που του έτυχε, ήταν πάμπλουτος. Ευπορήσει η χώρα του. Όλοι οι αγροί του είχαν αποδώσει υπεράφθονα. Κι' όμως, σ΄ αυτή τη κατάσταση, ακούγεται από τα χείλη του πλουσίου το «δεν έχω». Είναι κάτι ασφαλώς το ολότελα απρόοπτο, που ξαφνιάζει και σταματά την προσοχή.Βέβαια, το «ουκ έχω» το είπε ο άφρων εκείνος άνθρωπος σχετικά με τις αποθήκες του, που ήταν πλέον μικρές και δεν χωρούσαν την εξαιρετικά μεγάλη σοδειά. Ωστόσο, χωρίς να το θέλει, ο πλούσιος διαλαλεί τη φοβερή φτώχεια του, λέγοντας εκείνο το «δεν έχω».
«Ουκ έχω», αναλογίζεται. Εννοεί αποθήκες κατάλληλες. Αλλά ακούσια, προσφέρει μια αλήθεια, μια πραγματικότητα που δεν τη φαντάζεται. Γιατί ακριβώς αυτός ο άνθρωπος είναι κατ' εξοχήν «ουκ έχων», ο πραγματικά ακτήμων, αυθεντικά πένης.
Το «ουκ έχω» είναι ένα αθέλητο προανάκρουσμα στο φοβερό άσμα που παίζει η αύρα του Αγίου Πνεύματος στις χορδές της παραβολής. Γιατί η παραβολή, στη συνέχειά της, αποδεικνύει ότι πραγματικά ο άνθρωπος εκείνος «δεν είχε». Ότι ήταν ιδιοκτήτης ενός τίποτε.
Νόμιζε ότι είχε τον σιτοβολώνα εκείνης της χρονιάς. Ότι είχε εξασφαλίσει αγαθά στη ζωή του για πάντα. Κι' έτσι, αποτεινόμενος στον εαυτό του έλεγε:
-Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά, σωριασμένα για ατελείωτα χρόνια. Αναπαύου, τρώγε, πίνε, χαίρε.
Αλλά η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική από την ψεύτικη εικόνα που εκείνος είχε μπροστά του. Η αλήθεια ήταν, όπως αποδείχτηκε από την εξέλιξη των γεγονότων, ότι δεν είχε τίποτε, ότι ήταν ένας φτωχός, που του έλειπαν τα πάντα.
Ήταν, ναι, Ιδιοκτήτης μιας μεγάλης ποσότητας επιγείων αγαθών. Του ανήκαν σπίτια, χωράφια, αποθήκες, χρήματα, πολυτελή έπιπλα, αμφιέσεις πολύτιμες, φαγητά και ποτά κι' άλλες λογιών- λογιών απολαύσεις.
Ωστόσο, ήταν ο άνθρωπος που δεν είχε.
Όλα αυτά τα αγαθά, που νομίζει ότι του ανήκουν, είναι του Θεού. Είναι δώρα της αγάπης του και της σοφίας του. Αλλά για να τα απολαύσει ο άνθρωπος, πρέπει να στέκεται μέσα στο θέλημα του Κυρίου. Τα αγαθά αυτά δεν χάνουν την αξία τους, είτε είμαστε αμαρτωλοί, όπως ο πλούσιος της παραβολής, είτε ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Τα ακούμε όμως, πραγματικά μονάχα στη δεύτερη περίπτωση.
Πρώτα-πρώτα, τότε μόνο ξέρουμε να εκτιμάμε σύμφωνα με την αληθινή αξία. Έτσι, κι' αν χρειασθεί να στερηθούμε, δεν μας κοστίζει γιατί γνωρίζουμε ότι είναι σχεδόν ένα τίποτε μπροστά στην περιουσία της αρετής.
Τότε, και το λίγο που απολαμβάνουμε απ' αυτά, έχει μια γλυκιά ευλογημένη, μια χαρά μόνιμη, γιατί είναι σαν να ξαναγυρίζουμε στη ζωή των πρωτοπλάστων πριν από την παρακοή, όταν όλα τα κτίσματα ήταν κάτω από τον άνθρωπο και χάριν του ανθρώπου.
Απεναντίας, όταν κανείς αποστατεί από το Θεό και πέφτει στα γήινα, τότε δεν χάνει μονάχα το Θεό. Χάνει κ' αυτό το λίγο, για το οποίο πρόδωσε το Θεό. Τότε, σαν τον πλούσιο της σημερινής παραβολής, ο άνθρωπος «ουκ έχει».
Δεν έχει πρώτα την χάρη του Θεού, μέσα στην οποία και το ξερό ψωμί είναι γλυκύτατη αμβροσία. Πλουτίζει από τα αγαθά του κόσμου, αλλά αυτά του δίνουν μια χαρά ρηχή, ψεύτικη, με πολύ πικρό βάθος, γεμάτη μέριμνες κ' ανησυχίες, γεμάτη ολισθηρές κατωφέρειες, που γκρεμίζουν τον άνθρωπο από τον υψηλό προορισμό του στην απώλεια, στον αιώνιο θάνατο.
Δεν έχει, ύστερα, την ασφάλεια γύρω του. Διαθέτει θησαυρούς, εκτεθειμένους στον φθόνο των φίλων, στις επιθέσεις των εχθρών, στην αοριστία που έχει διάρκεια της ανθρώπινης ζωής.
Αυτό το τελευταίο ενδεχόμενο, αγαπητοί αδελφοί, το πιο φοβερό, εξαιρεί η παραβολή. Ο πλούσιος λογάριαζε να ζήσει πολλά χρόνια, όσα αντιστοιχούσαν στον όγκο των αγαθών του, χρόνια ξεχειλισμένα από ανάπαυση, ευφροσύνη, φαγοπότι, ακολασία.
Αυτά τα χρόνια του ήταν απαραίτητα σαν ένα κύπελλο, που θα χωρούσε μέσα του τα ρευστά αγαθά. Αλλιώς θα ήταν αδύνατο να συγκρατηθούν. Οι αποθήκες, οι καινούριες ευρύχωρες αποθήκες που σκόπευε να φτιάξει, θα τα χωρούσαν, θα γίνονταν το μεγάλο θησαυροφυλάκιο του. Αλλά, παράλληλα, του χρειάζονταν και μια άλλου είδους αποθήκη της μακροζωίας.
«Δεν έχω να σου συνάξω». Είπε διαλογιζόμενος. Ο νους του πήγαινε στις πέτρινες αποθήκες. Έπρεπε, όμως, να λογαριάσει κ' εκείνη την άλλη, την αόρατη αποθήκη, την αποθήκη του χρόνου.
«Δεν έχω που να τα συνάξω». Και πραγματικά δεν είχε. Αντί για το μεγάλο κύπελλο της μακροβιότητας, που θα περιείχε για χάρη του το ρευστό πλούτο, δεν του δόθηκε δοχείο ικανό να συγκρατήσει ούτε μια σταγόνα. Εκείνη την ίδια νύχτα, που έκανε τους απολογισμούς του για το μέλλον, το ονειρευτό κύπελλο συντρίφτηκε από τη θεία δύναμη, που την είχε αψηφήσει ο πλούσιος. Ο άνθρωπος εκείνος πέθανε.
Δεν είχε, λοιπόν, τίποτε στην πραγματικότητα ο άφρων κ' αξιολύπητος αυτός άνθρωπος. Το είπε μόνος του, χωρίς να το καταλάβει.
Στο ψηφιδωτό της σημερινής παραβολής, αγαπητοί αδελφοί, ας ελκυσθεί το βλέμμα της ψυχής μας απ' αυτό το μαύρο πετράδι, που είναι η φράσης του άφρονος πλουσίου: «ούκ έχω». Ας μας τρομάξει κι' ας μας κάμει να σκεφτούμε πάνω στον εαυτό μας. Μπορεί να μην είμαστε πλούσιοι, μπορεί να μας λείπουν ακόμα και τα στοιχειώδη σ' αυτόν τον κόσμο. Είναι, όμως, πιθανό να ανήκουμε στην κατηγορία των πλουσίων, που δείγμα της παρουσίαζε ο Κύριος με την παραβολή του. Αυτό θα συμβαίνει, αν αφήνουμε τη καρδιά μας να προσανατολίζεται στα γήινα αγαθά και ξεχνάμε τον μοναδικό μαργαρίτη, τον Χριστό. Η επιθυμία του πλούτου είναι εξ ίσου ολέθριο κατάντημα με την κατοχή του.
Αν νοιώσουμε, λοιπόν, πώς είτε έχουμε είτε επιθυμούμε πλούτη εδώ κάτω, είμαστε στη πραγματικότητα ανόητοι υπολογιστές. Αν θέλουμε πραγματικά «να έχουμε», να έχουμε ανεκτίμητο, άφθονο κι' ασφαλή πλούτο, ας σηκώσουμε τα μάτια μας στο Χριστό. Αυτόν να ζητήσουμε, Αυτόν ας αποκτήσουμε. Γι' αυτό ας θυσιάσουμε κάθε άλλη βλέψη, κάθε άλλη επιδίωξη. Γιατί κάθε άλλη επιδίωξης είναι επιδίωξης στο κενό, οδηγεί όχι στην αποκατάσταση, αλλά στην απώλεια.
Στα Ίχνη του Αρχιποίμενος, Εκδόσεις: Παρρησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου