Με την διδασκαλία του και περισσότερο ακόμη με τον εν προσευχή βίο του κατέκτησε τις καρδιές των μαθητών του και άναψε μέσα τους την φλόγα του θείου Έρωτα. Έχοντας κληρονομήσει ένα εστιατόριο έτρεφε δωρεάν τους πένητες ανεξαρτήτως καταγωγής. Ακολουθώντας την επιθυμία του να παραδοθεί «εκατό τοις εκατό στον Χριστό», εκάρη μοναχός το 1940 στην Μονή του Μιλέσεβο, από τον άγιο ιερομάρτυρα Πέτρο, μητροπολίτη του Σαράγιεβο (τιμάται 15 Ιουνίου).
Κατά την φοβερή περίοδο των διωγμών που πέρασε την εποχή εκείνη η Σερβική Εκκλησία, ο νεαρός διάκονος Βαρνάβας κλήθηκε από τον δικτάτορα Άντε Πάβελιτς, ο οποίος ήθελε να τον χειροτονήσει επίσκοπο για την «Κροατική ορθόδοξη Εκκλησία», μία σχισματική οντότητα που είχε δημιουργήσει. Ο άγιος Βαρνάβας αρνήθηκε ξεκάθαρα, όπως αρνήθηκε και μετέπειτα να συνεργαστεί με τους κομμουνιστές παρτιζάνους.
Χειροτονημένος ιερέας στο τέλος του πολέμου, έλαβε ως παράδειγμα τους αγίους ομολογητές της Πίστεως, για να αντισταθεί χωρίς συμβιβασμούς στην άθεη προπαγάνδα. Ενώ του ετοίμαζαν ένα φάκελο για να τον καταδικάσουν, χειροτονήθηκε επισκοπικός τοποτηρητής από τον πατριάρχη Γαβριήλ, ο οποίος επέστρεψε από το Νταχάου (1947).
Μόλις έφθασε στο Σαράγιεβο, ο επίσκοπος Βαρνάβας έγινε στόχος της πολιτικής αστυνομίας και καθώς ο καθολικός αρχιεπίσκοπος του Ζάγκρεμπ είχε καταδικαστεί από το καθεστώς, οι κομμουνιστές ένιωθαν υποχρεωμένοι να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο απέναντι στους Ορθοδόξους. Έτσι, πέντε μήνες μόλις μετά την χειροτονία του, ο επίσκοπος Βαρνάβας συνελήφθη και την 1η Μαρτίου 1948 καταδικάστηκε σε ένδεκα χρόνια καταναγκαστικά έργα με το πρόσχημα ότι στον λόγο της ενθρόνισής του είχε διαπράξει δημεγερσία κατά της εξουσίας.
Αφού κρατήθηκε σε ένα σκοτεινό και υγρό υπόγειο μεταφέρθηκε στην Ζένικα, όπου του αφαιρέθηκε το ράσο και του ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια. Στην φυλακή, παρά τις ταπεινωτικές εργασίες στις οποίες υποχρεώθηκε, παρέμενε γαλήνιος ενώ στους υβρισμούς των φυλάκων του απαντούσε ψάλλοντας τροπάρια και προσευχές.
Του απαγορεύτηκε να μεταλαμβάνει της θείας Κοινωνίας και να προσεύχεται μεγαλοφώνως, κατόπιν δε, μη ξέροντας τι να κάνει έναν τόσο ενοχλητικό κρατούμενο, η διεύθυνση αποφάσισε να τον μεταφέρει στην Στρέμσκα Μιτροβίτσα το 1951.
Με τα χέρια δεμένα με σύρμα τοποθετήθηκε όλως περιέργως από κοινού με άλλους κρατουμένους σένα απομονωμένο βαγόνι στις γραμμές του αμαξοστασίου. Κατά τα μεσάνυχτα μία σιδηροδρομική μηχανή έπεσε πάνω στο βαγόνι ολοταχώς, εκσφενδονίζοντας έξω τον επίσκοπο με σπασμένα χέρια και πόδια. Από όλους τους κρατουμένους στο βαγόνι αυτό του θανάτου, ένδεκα μόνο επέζησαν.
Ο άγιος Βαρνάβας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου και παρέμεινε επτά μήνες, ενώ λίγο μετά την μεταγωγή του στις φυλακές αποφυλακίστηκε χάρις στην παρέμβαση ενός αμερικανού γερουσιαστή. Αφέθηκε ελεύθερος υπό περιορισμό με τον όρο να ζητήσει την απόσυρσή του και εγκαταστάθηκε στην Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Βελιγράδι, όπου δεχόταν πολλούς επισκέπτες. Έτσι οι Αρχές αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στην Μονή Γκομιόνικα, στην επισκοπή της Μπάνια Λούκα της Βοσνίας. Πέρασε εκεί πέντε χρόνια υπό διαρκή αστυνομική επιτήρηση.
Το 1959, με πρόσκληση του επισκόπου του Σρεμ εγκαταστάθηκε στην Μονή του Κρούσεντολ και εν συνεχεία, το 1963, στην Μονή του Μπεοχτίν της Βοϊβοδίνας, όπου παρακολουθούνταν πάντα από μυστικούς αστυνομικούς που τον ακολουθούσαν σε όλες τις μετακινήσεις του.
Πολλές φορές ο άγιος ιεράρχης παρεκάλεσε την Σύνοδο να του επιτρέψει να αναλάβει εκ νέου τις επισκοπικές δραστηριότητές του, αλλά δίχως επιτυχία εξαιτίας της αντίθεσης των κομμουνιστικών αρχών. Σε όλη αυτή την περίοδο εγκλεισμού εντατικοποίησε την ασκητική πολιτεία του και την προσευχή. Δεν έτρωγε τίποτε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή έστεργε λάδι στην τροφή του.
Ποτέ του δεν παραπονιόταν για την τύχη του, συγχωρούσε τους εχθρούς του και ποτέ δεν ακούστηκε να προφέρει λόγο οργισμένο, ούτε είδε κανείς στο πρόσωπό του μία κατηφή έκφραση. Επαναλάμβανε συχνά τα λόγια του Αποστόλου: «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» (Φιλ. 4:4). Στις επιστολές του – οι περισσότερες εκ των οποίων καταστράφηκαν – παρηγορούσε, ανακούφιζε και έδειχνε την πατρική έγνοια του σε όλους εκείνους που απευθύνονταν σ’ αυτόν.
Το 1963, επειδή το κληρικο-λαϊκό συνέδριο της Σερβικής Εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες ζήτησε να μετατεθεί ο επίσκοπος Βαρνάβας στην Αμερική, η επιτήρηση ενισχύθηκε, παρά τα μάταια διαβήματα του πατριάρχη στις Αρχές, οι οποίες φοβούνταν την δράση ενός τέτοιου ομολογητή της Πίστεως στο εξωτερικό.
Στις 12 Νοεμβρίου 1964 ο άγιος επίσκοπος υπέκυψε ξαφνικά σε καρδιακή προσβολή. Κυκλοφόρησε στην συνέχεια η φήμη ότι είχε ίσως δηλητηριαστεί, αλλά το γεγονός δεν αποδείχθηκε. Η κηδεία του έγινε δύο ημέρες αργότερα χοροστατούντων τριών επισκόπων, παρουσία του πατριάρχη.
Για ολόκληρα χρόνια, μέχρι την πτώση του κομμουνισμού, το παραμικρό δεν αναφέρθηκε ποτέ για την οδό του μαρτυρίου του αγίου ομολογητή, αλλά μετά την επίσημη αναγνώρισή του από την Σερβική Εκκλησία το 2004, το φως το κρυμμένο υπό τον μόδιον μπόρεσε έκτοτε να λάμψει στα μάτια των ανθρώπων.
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δεύτερος, Οκτώβριος. Ίνδικτος, Αθήναι 2006, Οκτωβρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου