Ο νομικός τότε αναφέρει πως ο Νόμος γράφει, να «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ο Κύριος επιβεβαιώνει την απάντηση του νομικού και τον προτρέπει να την εφαρμόσει, έτσι ώστε να κερδίσει τον παράδεισο.
Από το αμέσως επόμενο ερώτημα που θέτει ο νομικός «και ποιος είναι ο πλησίον μου;», παίρνει αφορμή ο Κύριος και διηγείται την υπέροχη και πολύ γνωστή παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Να δούμε λίγο την απάντηση στο ερώτημα, πώς κερδίζεται η αιώνια ζωή. Θα πρέπει να αγαπήσουμε τον Θεό με όλη μας την καρδιά, με όλη μας την ψυχή, με όλη μας τη δύναμη και με όλη μας τη σκέψη. Η αγάπη προς το Θεό χρειάζεται να υπερκαλύπτει όλα τα άλλα ενδιαφέροντά μας. Με άλλα λόγια να είμαστε ερωτευμένοι με το Θεό. Αυτό σημαίνει το να τον αγαπάμε με όλη μας την καρδιά.
Ας κάνουμε λοιπόν με αυτό το κριτήριο, ένα έλεγχο μέσα μας. Πόσο πολύ αγαπάμε το Θεό; Πόσο καλοί χριστιανοί είμαστε;
Αλλά ο Κύριος δεν σταματάει εκεί. Μας ζητάει να αγαπήσουμε και τον πλησίον μας, σαν τον εαυτό μας. Η μία εντολή μας φαίνεται πιο δύσκολη από την άλλη. Τόσο το να είμαστε ερωτευμένοι με το Θεό, όσο και το να αγαπάμε τον κάθε άνθρωπο, όποιος και να είναι αυτός, σαν τον εαυτό μας, δείχνει για πολλούς από εμάς ακατόρθωτο.
Συνήθως, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, αγαπάμε μόνο τον εαυτό μας. Η αγάπη μας και οι σχέσεις μας με τους άλλους, εξαρτώνται από το τι μας προσφέρουν οι άλλοι. Εάν έχουμε κάποιο όφελος ή οικονομικό ή ψυχολογικό ή συναισθηματικό, τους αγαπάμε. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δεν έχουμε κάποιο όφελος και κυρίως όταν νομίζουμε πως σε κάποιο τομέα κινδυνεύουμε από κάποιον, τότε τον μισούμε. Η αγάπη μας και προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο, είναι συμφεροντολογική.
Ο Χριστός μας όμως δεν την θέλει τέτοια αγάπη. Ο απόστολος Παύλος θα πει ότι η πραγματική αγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» και ο Κύριος θα μας φέρει σαν παράδειγμα τον Πατέρα Του, που αγαπάει όλους τους ανθρώπους το ίδιο και ότι «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Μτ. 5,45), χωρίς καμία διάκριση.
Να δούμε λίγο την απάντηση στο ερώτημα, πώς κερδίζεται η αιώνια ζωή. Θα πρέπει να αγαπήσουμε τον Θεό με όλη μας την καρδιά, με όλη μας την ψυχή, με όλη μας τη δύναμη και με όλη μας τη σκέψη. Η αγάπη προς το Θεό χρειάζεται να υπερκαλύπτει όλα τα άλλα ενδιαφέροντά μας. Με άλλα λόγια να είμαστε ερωτευμένοι με το Θεό. Αυτό σημαίνει το να τον αγαπάμε με όλη μας την καρδιά.
Ας κάνουμε λοιπόν με αυτό το κριτήριο, ένα έλεγχο μέσα μας. Πόσο πολύ αγαπάμε το Θεό; Πόσο καλοί χριστιανοί είμαστε;
Αλλά ο Κύριος δεν σταματάει εκεί. Μας ζητάει να αγαπήσουμε και τον πλησίον μας, σαν τον εαυτό μας. Η μία εντολή μας φαίνεται πιο δύσκολη από την άλλη. Τόσο το να είμαστε ερωτευμένοι με το Θεό, όσο και το να αγαπάμε τον κάθε άνθρωπο, όποιος και να είναι αυτός, σαν τον εαυτό μας, δείχνει για πολλούς από εμάς ακατόρθωτο.
Συνήθως, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, αγαπάμε μόνο τον εαυτό μας. Η αγάπη μας και οι σχέσεις μας με τους άλλους, εξαρτώνται από το τι μας προσφέρουν οι άλλοι. Εάν έχουμε κάποιο όφελος ή οικονομικό ή ψυχολογικό ή συναισθηματικό, τους αγαπάμε. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δεν έχουμε κάποιο όφελος και κυρίως όταν νομίζουμε πως σε κάποιο τομέα κινδυνεύουμε από κάποιον, τότε τον μισούμε. Η αγάπη μας και προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο, είναι συμφεροντολογική.
Ο Χριστός μας όμως δεν την θέλει τέτοια αγάπη. Ο απόστολος Παύλος θα πει ότι η πραγματική αγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» και ο Κύριος θα μας φέρει σαν παράδειγμα τον Πατέρα Του, που αγαπάει όλους τους ανθρώπους το ίδιο και ότι «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Μτ. 5,45), χωρίς καμία διάκριση.
Πολλές φορές έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αγαπάμε τον Θεό εκτελώντας κάποια θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά ο τρόπος της ζωής μας μαρτυρεί το αντίθετο. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην σημερινή παραβολή με τον ιερέα και τον Λευΐτη, που βιάζονται να πάνε να τελέσουν τα ιερατικά τους καθήκοντα και αδιαφορούν για τον αιμόφυρτο συμπατριώτη τους που βρίσκεται πεταμένος στην άκρη του δρόμου. Αντίθετα ο Σαμαρείτης, αν και διαπιστώνει ότι ο τραυματισμένος, εθνικά και θρησκευτικά, ανήκει σε αντίθετο στρατόπεδο, κατεβαίνει από το ζώο του και με κίνδυνο της ζωής του, αφού οι ληστές ενδεχομένως να βρίσκονταν κάπου εκεί κοντά και να επέστρεφαν, φροντίζει τον γυμνό και πληγωμένο συνάνθρωπό του.
Οι πατέρες της Εκκλησίας δίδουν και μία άλλη, συμβολική, ερμηνεία της παραβολής. Ο τραυματισμένος είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα που τραυματίστηκε από τους εχθρούς του ανθρωπίνου γένους, τους δαίμονες. Ο ιερέας και ο Λευΐτης είναι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που δεν μπόρεσαν να σώσουν τον άνθρωπο. Ο καλός Σαμαρείτης είναι ο Χριστός, που κατέβηκε από τον ουρανό να σώσει τον πληγωμένο άνθρωπο. Τα θεραπευτικά μέσα, το κρασί και το λάδι, είναι τα ιερά Μυστήρια και το πανδοχείο είναι η Εκκλησία μας που μας φροντίζει, δίνοντάς μας ξανά την πνευματική υγεία.
Ο Τριαδικός Θεός μας, αγαπάει όλα τα δημιουργήματά Του χωρίς συμφέρον. Ιδιαίτερα αγαπά το τελειότερο πλάσμα Του, τον άνθρωπο, «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιω. 3,16).
Έτσι η προτροπή που δίνει ο Κύριος στον νομικό «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» ισχύει για όλους μας, αν βέβαια θέλουμε να μοιάσουμε στον Θεό. Αμήν.
Από το γραπτό κήρυγμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας(15/11/2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου