τα χέρια µας δεν είχαν πια τη δύναμή
να αγγίξουν τις χορδές της Λύρας µας.
Στ’ αυτιά ακόμα ηχούσανε οι θόρυβοι της πόλης,
τα µάτια ήταν θαμπά απ’ τα πολύχρωμα φώτα των δρόμων.
Κόπος, πόσος κόπος να κατεβείς στη Βαβυλώνα!
H πόλη είναι χαμηλά στο βάθος της πεδιάδας
στα δύο ποτάμια ανάμεσα, μακριά απ’ τον ήλιο
κι’ ώσπου να ‘ρθεις από υψηλά κουράζεσαι
και το νερό των ποταμῶν πικρό,
Στο δρόμο ξέχασες το ωραίο τραγούδι
και δεν υπάρχει άνεμος να φέρει από µακριά
της Τιβεριάδας τον γλυκό απόηχο.
Κρεμάσαμε τη Λύρα µας στους κλάδους του άκαρπου δένδρου
και περιμέναμε τη δρόσο της αυγής να ξεδιψάσουμε.
Αυτή ήταν η Βαβυλώνα. Πικρό νερό, φώτα πολύχρωμα, θαμπά,
δρόμοι στενοί, αδιέξοδα, λιθόστρωτο, Εβραϊστί δε Γαββαθά
πλήθος φωνές, πολύς καπνός, χόρτα ξερά και πόνος.
Δάκρυα κυλήσανε στη θύμηση της µακρινής πατρίδας,
τον ήλιο που ανέτελλε στις χιονισμένες τις κορυφές,
τα ρόδα τα ευώδη, τα ταπεινά τα κρίνα του αγρού,
σε ελιές που λάμπανε στο ασημένιο φως του φεγγαριού,
πλαγιές που ακούγανε γλυκά να υμνολογούν αηδόνες
σαν βράδιαζε σιμά στις δροσερές πηγές.
Δάφνες που φύτρωναν παντού, αιώνες,
γεμάτες με κλαδιά που ανθίζανε στις ολοφώτεινες ακτές.
Κόψαμε ξύλα απ’ τον κορμό του άκαρπου δένδρου,
τα δέσαμε σφικτά µε τα αγκάθια τα ξερά
και τη σχεδία φτιάξαμε, για να περάσουμε
από το πέλαγος των οικτιρμών της Ηλιοστάλατης Χαράς,
ελπίζοντας να αφήσουμε τους τελευταίους ήχους
απ’ τις χορδές της Λύρας µας, στις όχθες της Πατρίδας.
Από την συλλογή «Λίγες λέξεις μέσα από την γλώσσα της σιωπής» Εκδόσεις Μάτι
στα δύο ποτάμια ανάμεσα, μακριά απ’ τον ήλιο
κι’ ώσπου να ‘ρθεις από υψηλά κουράζεσαι
και το νερό των ποταμῶν πικρό,
Στο δρόμο ξέχασες το ωραίο τραγούδι
και δεν υπάρχει άνεμος να φέρει από µακριά
της Τιβεριάδας τον γλυκό απόηχο.
Κρεμάσαμε τη Λύρα µας στους κλάδους του άκαρπου δένδρου
και περιμέναμε τη δρόσο της αυγής να ξεδιψάσουμε.
Αυτή ήταν η Βαβυλώνα. Πικρό νερό, φώτα πολύχρωμα, θαμπά,
δρόμοι στενοί, αδιέξοδα, λιθόστρωτο, Εβραϊστί δε Γαββαθά
πλήθος φωνές, πολύς καπνός, χόρτα ξερά και πόνος.
Δάκρυα κυλήσανε στη θύμηση της µακρινής πατρίδας,
τον ήλιο που ανέτελλε στις χιονισμένες τις κορυφές,
τα ρόδα τα ευώδη, τα ταπεινά τα κρίνα του αγρού,
σε ελιές που λάμπανε στο ασημένιο φως του φεγγαριού,
πλαγιές που ακούγανε γλυκά να υμνολογούν αηδόνες
σαν βράδιαζε σιμά στις δροσερές πηγές.
Δάφνες που φύτρωναν παντού, αιώνες,
γεμάτες με κλαδιά που ανθίζανε στις ολοφώτεινες ακτές.
Κόψαμε ξύλα απ’ τον κορμό του άκαρπου δένδρου,
τα δέσαμε σφικτά µε τα αγκάθια τα ξερά
και τη σχεδία φτιάξαμε, για να περάσουμε
από το πέλαγος των οικτιρμών της Ηλιοστάλατης Χαράς,
ελπίζοντας να αφήσουμε τους τελευταίους ήχους
απ’ τις χορδές της Λύρας µας, στις όχθες της Πατρίδας.
Από την συλλογή «Λίγες λέξεις μέσα από την γλώσσα της σιωπής» Εκδόσεις Μάτι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου