῞Ενας καημένος φτωχὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ζήσει στὰ βουνὰ τοῦ Μαυροβουνίου θέλησε νὰ πάει στὴν ᾿Αμερική, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὰ χρήματα γιὰ τὸ εἰσιτήριο. ῏Ηρθε λοιπὸν στὸν ῞Αγιο Βασίλειο, στάθηκε μπροστὰ στὴ λάρνακα ὅπου εἶναι τὸ σῶμα του καὶ εἶπε:
“῞Αγιέ μου, θὰ πάρω ἀπὸ σένα χρήματα γιὰ νὰ πληρώσω τὸ πλοῖο μέχρι τὴν ᾿Αμερικὴ καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω διπλάσια”.
῎Εβαλε τὸ χέρι του στὸ κιβώτιο ποὺ ἦταν τὰ χρήματα καὶ πῆρε… Τὰ πῆρε μὲ τὴ συμφωνία τοῦ ῾Αγίου, ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὰ ἐπιστρέψει. Τὸ κιβώτιο εἶναι ἀνοιχτὸ καὶ ὁ λαὸς ἀφήνει μέσα τὰ χρήματα ποὺ θέλει. Τὰ πῆρε ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ ῾Αγίου…
Λοιπὸν σὲ δυὸ χρόνια ἔστειλε τὰ χρήματα στὸν κουμπάρο του, ποὺ δὲν ἤξερε τίποτα, γράφοντάς του:
“Νὰ πᾶς νὰ τὰ βάλεις στὸ κιβώτιο τοῦ ῾Αγίου Βασιλείου”.
“Κάτι συμβαίνει, ὁ ῞Αγιος δὲν θέλει τὰ χρήματά σου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου