– Ὁ Κύριος.
– Σοῦ φέραμε λίγες εὐλογίες, κάτι νὰ φᾶς.
– Ὤ, καλοὶ πατέρες, πολὺ εὐκαριστῶ.Σᾶς εὐκαριστῶ. Καλοὶ πατέρες. Πολὺ εὐκαριστῶ.
Καὶ παίρνοντας τὴν σακούλα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς προτάσεις,μὲ ἰδιάζουσα δύναμη καὶ ἐκφραστικότητα,πετοῦσε τὶς ντομάτες καὶ τὰ ροδάκινα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας στοὺς τοίχους τῆς καλύβης του.
– Σοῦ φέραμε λίγες εὐλογίες, κάτι νὰ φᾶς.
– Ὤ, καλοὶ πατέρες, πολὺ εὐκαριστῶ.Σᾶς εὐκαριστῶ. Καλοὶ πατέρες. Πολὺ εὐκαριστῶ.
Καὶ παίρνοντας τὴν σακούλα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς προτάσεις,μὲ ἰδιάζουσα δύναμη καὶ ἐκφραστικότητα,πετοῦσε τὶς ντομάτες καὶ τὰ ροδάκινα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας στοὺς τοίχους τῆς καλύβης του.
Τὰ χυμένα ζουμιά τους ἀποτύπωναν τὴν δική μου ἀπορία πού,
σκυμμένος μὴ μὲ πάρουν τὰ βόλια, προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τὴν λογικὴ
τῆς εὐγνωμοσύνης του καί, ἐντελῶς ξαφνιασμένος, νὰ ἀποτυπώσω τὸ περιεχόμενο
τῆς ἰδιότυπης μοναχικῆς προοπτικῆς του.
Ἀφοῦ ἔσπασε τὰ μακαρόνια καὶ τὰ ἔχυσε ἀπὸ τὸ περίβλημά τους, ἀφοῦ σκόρπισε τὰ μπισκότα ὅσο πιὸ μακριὰ μποροῦσε, φωνάζοντας:«Νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια• νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια»,ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ,τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα καὶ
ἐν μέσῳ ἀσυνάρτητων κραυγῶν νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
[...] Μέσα στὴν νύχτα τῆς δικῆς μου λογικῆς εἶχα ἀρχίσει νὰ ὑποψιάζομαι λίγο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔκρυβαν τὰ σκουπίδια, τὰ ἀκαταλαβίστικα λόγια καὶ φυσικὰ ἡ ἐντελῶς ἀκατανόητη λογικὴ ἑνὸς σαλοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Θυμήθηκα τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ πού, ἀναφερόμενος σ’ αὐτοὺς τοὺς ἡρωικοὺς Ἁγίους ποῦ ζοῦν «ἐν ἀταξίαις, εὔκτακτοι ὄντες», κατακλείει• «ταύτην τὴν ἄνοιαν ἀξιώσαι ἡμᾶς ὁ Θεὸς φθάσαι».
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς κ. Νικολάου
Τὸ πρόσωπο ποὺ ἔλαμπε
''Πειραϊκή Εκκλησία'' Τεῦχος 348, Ἰούνιος 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου