Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί στο γεγονός ότι ο Κόντογλου, παρά το γεγονός ότι πάντα αναπολούσε την χαμένη του πατρίδα το Αϊβαλί, δεν είχε γράψει πολλά για την απώλειά του αυτή. Ανακαλύψαμε όμως στα αρχεία μας, το παρακάτω σπαρακτικό κείμενο που είχε δημοσιευτεί στο βιβλίο "Τα Μικρασιατικά Χρονικά" ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ Εκδιδόμενον υπό του Τμήματος Μικρασιατικών μελετών της Ενώσεως ΣμυρναίωνΑΘΗΝΑΙ 1938 (σε πολυτονικό).
Γιὰ τὴν πατρίδα μου τὴ Mικρὰ Ἀσία
Σὰν τὸν καπνὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ φωτιὰ πἄναψε κανένας φτωχὸς ψαρὰς σὲ κάποιο ρημονῆσι, καὶ σὲ λίγο σβυνει καὶ χάνεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο, ἔτσι ἔσβυσες κι ἐσὺ καὶ πᾶς, πατρίδα μου Μικρὴ Ἀσία.
Σὰν τὸν καπνὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ φωτιὰ πἄναψε κανένας φτωχὸς ψαρὰς σὲ κάποιο ρημονῆσι, καὶ σὲ λίγο σβυνει καὶ χάνεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ πέλαγο, ἔτσι ἔσβυσες κι ἐσὺ καὶ πᾶς, πατρίδα μου Μικρὴ Ἀσία.
Ἀφοῦ τὸ λοιπόν, ἕνα τέτοιο ἀκατάλυτο καὶ χιλιοριζωμένο δέντρο ξεριζώθηκε, καὶ μαράθηκε, καὶ ἀποκαρβούνιασε, κ’ ἔλυωσε ὁλότελα, θὰ πεῖ πὼς ἔτσι θὰ χαθεῖ μιὰν ἡμέρα κι' ὁλάκερος ὁ κόσμος. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤσουνα ἀκόμα ζωντανή, ἀκουγόσουνα στὸν κόσμο σὰν κάποιο παραμύθι. Καὶ τώρα πιὰ ποὺ πέθανες, γίνηκες ἁγιασμένη Ἐδὲμ κι' ἀζύγωτος Παράδεισος γιὰ τὰ παιδιά σου, ποὺ κάθουνται παραπονεμένα κι' ὀρφανεμένα «ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς».
Ἡ κληρονομιά μας πῆγε σὲ ἄλλους, τὰ σπίτια μας ρημάξανε, ὀρφανοὶ γινήκαμε, δὲν ἔχουμε πιὰ πατέρα, οἱ μανάδες μας εἶνε σὰν χῆρες. Φαίνεται πὼς ἀμαρτήσανε οἱ πατεράδες μας, φουρτοῦνα ξέσπασε στὰ κεφάλια μας. Οἱ ἀρχόντοι μας φτωχέψανε, οἱ ὄμορφές μας ἀσχημήνανε, οἱ σπουδασμένοι μας μαραζώσανε, οἱ γερόντοι μας χαθήκανε, οἱ νηοί μας γεράσανε. Ἔλλειψε ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ὁ γάμος μας γύρισε σὲ θλίψη, ἔπεσε τὸ στεφάνι ἀπὸ τὴν κεφαλη μας.
Πλὴν ἐσὺ ζεῖς καὶ τὰ χρόνια σου δὲν μετριοῦνται σὰν τὰ χρόνια τοῦ πεθαμένου, παρὰ σὰν τοῦ ζωντανοῦ. Γιατί στάθηκες ἡ κιβωτὸς ἡ πνευματική, τὸ κατοικητήριο Ἐκεινοῦ ποὺ ἔχει τὰ ἑφτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ, κ' Ἐκεινοῦ, ποὺ βαστᾶ τὰ ἑφτὰ ἀστέρια στὸ δεξὶ χέρι του, καὶ ποὺ περπατᾶ ἀνάμεσα στὰ ἑφτὰ λυχνάρια τὰ χρυσά.
Νά, μέσα σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο εἶνε ἀποθησαυρισμένα λιγοστὰ ἀπὸ τὰ ἀκριβὰ πετράδια ποὺ στολίζουνε τὴν ἄφθαρτη στολή σου, νύφη ἀγέραστη, χαρὰ τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πρωτοταίριαξε τὰ πρῶτα ποιητικὰ λόγια ὁ ἄνθρωπος, στολίστηκες κ' ἐσὺ μὲ τὰ πρῶτα δροσερὰ πνευματικὰ λουλούδια, τότε ποὺ γλυκοχάραζε ἡ ζωὴ πίσω ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα τὰ βουνά σου, Ἀνατολὴ Ἀνατολῶν, Ἐφτάφωτη Λυχνία, Μήτρα ὅπου ἔδωσες σάρκα στὸν τυφλὸ ποὺ μᾶς ἔμαθε νὰ βλέπουμε τὸν ὡραῖον κόσμο, ἐμᾶς πώχουμε μάτια.
Ἐσὺ γέννησες τὸ δράκο τῆς Ἔφεσος, παιδί σου στάθηκε καὶ τὸ κλειδωμένο στόμα τῆς Σάμος, τὰ ἁγιασμένα στερνοπαίδια σου κηρύξανε τὴν ἐλπίδα στὸν ἀπελπισμένο τὸν κόσμο. Ποιά μάνα ἄλλη γέννησε κι' ἀνάθρεψε τὸ Θεό, ποὺ ἐπῇρε,ἐπῆρε κορμὶ κι' ἔγινε ἄνθρωπος; Σ' ἐσένα γινηκε αὐτὸ τὸ φριχτὸ μυστήριο, ἀπὸ ἐσένα ἀνάτειλε τ' ἄστρο τ' ἀβασίλευτο, ὁ ἄρχοντας τῆς εἰρήνης, ὁ πρωτότοκος τῆς ἀθανασίας.
Κι' ἀπὸ τὰ δικά σου τὰ παιδιὰ πρωτοδιάλεξε τὴν ἀγγελική του δορυφορία, καὶ δικό σου αἷμα πρωτοράντισε τὰ θεμέλια τῆς καινούριας Ἱερουσαλήμ, ποὺ δὲν θὰ σαλευτοῦνε στὸν αἰῶνα. Ἡ Ταρσὸς ἔβγαλε τὸν Παῦλο, τὸ ἐξαίσιο τέρας, ἡ Ἀντιόχεια τὸν Ἰγνάτιο, ποὺ ἔθρεψε τὰ λιοντάρια μὲ ἑκατὸν χρονῶν ἁγιασμένα κόκκαλα, ἡ Σμύρνη τὸν Πολύκαρπο καὶ τὸν Βουκόλο, ἡ Ἔφεσος τὸν Τιμόθεο, ἡ Πέργαμος τὸν Ἀντύπα. Ἀπό τὴν κάθε πολιτεία σου βγήκανε πλῆθος ἄνθρωποι ἅγιοι, Πατέρες, μάρτυρες, ὅσιοι καὶ γινήκανε σὰν ἕνα σύννεφο ἀστραφτερό, ποὺ σὲ περισκέπασε μὲ τὴ δόξα του.
Δέξου τὰ λοιπόν, σεβάσμια μητέρα, τοῦτα τὰ φτωχὰ λόγια ἀπὸ ἕνα τιποτένιο τέκνο σου, ὕστερα ἀπὸ τόσα μεγάλα ποὺ σὲ τιμήσανε. Ἄμποτε νὰ ξεκουραζότανε τὸ κορμί μου στὸ ἀπέραντο πλάτος σου, παρὰ νἆμαι ζωντανὸς μακρυά σου, δίχως νὰ βρίσκω παρηγοριά. «Ἵνα τί οὐκ ἀπέθανον ἐν μήτρᾳ, καὶ οὐκ ἐγένετό μοι ἡ μήτηρ μου τάφος μου; Ἵνα τί ἐξῆλθον ἐκ μήτρας, τοῦ βλέπειν κόπους καὶ πόνους, καὶ διατέλεσαν ἐν αἰσχύνῃ αἱ ἠμέραι μου;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου